Ημερομηνία δημοσίευσης: 26 Φεβρουαρίου 2019
Το instrumental rock τρίο Their Methlab (Breaking Bad vibes) ξεκίνησε στα Γιάννενα το 2011. Πλέον εδρεύει στην Αθήνα και πριν από λίγες μέρες μας έδωσε τη 2η συνολικά, και πρώτη πλήρους διάρκειας, κυκλοφορία του. Ο τίτλος είναι “The Last Second” και περιέχει όλα εκείνα που θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από έναν 40λεπτο ορχηστρικό δίσκο.
Η μουσική κινείται σε post rock (τάδε ἔφασαν οι ίδιοι οι δημιουργοί) ήχους με πλούσια ατμόσφαιρα, στοιχείο απαραίτητο στην ορχηστρική μουσική. Ας το παραδεχθούμε, θέλει θάρρος και πολύ ταλέντο για να παίξεις ορχηστρικό ροκ, και ειδικά 10λεπτα κομμάτια, και να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή.
Όπως προαναφέρθηκε, στη μουσική τους κυριαρχεί η ατμόσφαιρα. Ξεκάθαρα το φαντάζομαι να παίζει στο παρασκήνιο την ώρα που ένας τρελός επιστήμονας πηδάει από το ένα «εύρηκα» στο επόμενο. Γενικά ο δίσκος περιέχει πασιφανώς ένα «επιστημονικό» στοιχείο• τουλάχιστον σε μένα. Το εκπληκτικό ασπρόμαυρο artwork συμπληρώνει αρμονικά την παραγωγή, μια παραγωγή που έχει γίνει σε συνεργασία με ανθρώπους υπεύθυνους για δουλειές μεγάλων εγχώριων ονομάτων, όπως οι Puta Volcano, οι Vodka Juniors και οι Planet of Zeus. Η χροιά του ήχου, προσωπικά, μου θύμισε σε σημεία τον ήχο των Breath After Coma, ειδικά στο κομμάτι “A Call to Arms”.
Το εναρκτήριο “Arctik Funk” είναι ένα κομμάτι που σε προϊδεάζει ωραία για όσα έπονται. Στο επίκεντρο υπάρχει ένα μελωδικό, clean-cut επαναλαμβανόμενο ριφ που μας συντροφεύει σε αρκετά από τα 9 λεπτά διάρκειας. Το κομμάτι χτίζεται αργά και σταθερά, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο, 2 λεπτά πριν το τέλος, όπου αφηνόμαστε στο έλεος της κιθάρας του Μιχάλη, που κάνει θαύματα.
Το επόμενο “A Call to Arms” ήταν το λιγότερο αγαπημένο μου. Ακολουθεί πολύ ίδια δομή με το προηγούμενο, όμως βρήκα τη σύνθεσή του λιγότερο ενδιαφέρουσα.
Το τρίτο, και συντομότερο, μέρος λέγεται “Decompression” και λειτουργεί για το σύνολο όπως ακριβώς δηλώνει και ο τίτλος του, ερχόμενο να αποσυμπιέσει λίγο την ατμόσφαιρα. Αργεί, ηθελημένα, να μπει στο ψητό, μέχρι τη μέση του 2ου λεπτού περίπου, στο οποίο σημείο μια έκρηξη μουσικής νοσταλγίας, πάθους αλλά και αγανάκτησης κατ’ εμέ (με όποιον τρόπο βέβαια και να τα ερμηνεύσει κανείς, πρόκειται αδιαμφησβήτητα για έναν χείμαρρο συναισθημάτων) έρθει να σε συνεπάρει. Το μπάσο που πρωταγωνιστεί στα αρχικά μέρη του κομματιού δένει αρμονικά με τα άλλα όργανα δίνοντας ένα πολύ δυναμικό αποτέλεσμα πριν περάσουμε στο outro για τη 2η αποσυμπίεση.
Η λέξη “Muktuk” είναι το όνομα ενός παραδοσιακού εσκιμώικου φαγητού, και θα ήθελα πολύ να μάθω πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος για το 4ο κομμάτι. Σίγουρα βέβαια οι ονειροπόλοι ανάμεσά μας μπορούν να ταξιδέψουν νοερά ακόμα και στο Βόρειο Πόλο με τις μελωδίες εδώ. Υπάρχει μια μεγάλη αλλαγή στο ρυθμό στη μέση του κομματιού, με το 2ο μέρος να μην υστερεί καθόλου από το αργό και επαναλαμβανόμενο (θετικά στοιχεία που τονίζουν την ανεξίτηλη φύση της μουσικής αυτής) πρώτο.
Το πιο δυναμικό κομμάτι είναι το τελευταίο με τίτλο “Golden Bond of Ambition”. Κινείται, στην αρχή, ανέμελα αλλά και με τεράστια σιγουριά σε χώρους hard rock με πιο γρήγορα ριφ και, συγκριτικά, πολύ πιο ενεργητικά τύμπανα. Αποτελεί αναμφίβολα, αν και στο τέλος, το climax του δίσκου. Μέχρι το τελικό breakdown μας συντροφεύει στοργικά ένα μίγμα από ελαφρύ μπάσο και κιθάρα. Στο τέλος τα ντραμς συμπράττουν και αυτά για μια τελευταία μουσική κατάθεση ψυχής που την ευχαριστιέσαι από την αρχή ως το τέλος.
Για να πω την αλήθεια, το ορχηστρικό ροκ είναι από τις περιπτώσεις μουσικής που ίσως η ηχογράφηση στο στούντιο κάπως να την αδικεί, και εξηγούμαι: στο live η απουσία τραγουδιστή στρέφει την ολοκληρωτική προσοχή του παρευρισκόμενου στα όργανα.
Παρατηρείς όλες τις εκφράσεις των μουσικών και είναι αυτοί που σε μαγεύουν πλέον σε ποσοστό 100%. Υπάρχει επίσης και το στοιχείο του απρόβλεπτου. Οι μουσικοί μπορεί να μην ακολουθούσουν επακριβώς το στουντιακό κομμάτι επιμηκύνοντάς το, απλά και μόνο γιατί τους έκατσε πάνω στην ερμηνεία. Μπορεί ο ντράμερ να έχει ιδιαίτερη όρεξη και να πάρει για λίγο το σόου πάνω του, ή μπορεί ο κιθαρίστας να επινόησε on the spot ένα σόλο και να το εισαγάγει στο παίξιμό του. Γενικά το point μου είναι το ότι ζωντανά θα ευχαριστηθείς περισσότερο την ορχηστρική μουσική. Από τα λίγα που έχω δει ο Μιχάλης, ο Δημήτρης και ο Νίκος παίζουν με την ψυχή τους στο live και θα άξιζε μια παρουσία σε ένα σόου τους. Γυρνώντας στα προηγούμενα, εδώ η μουσική δεν αδικείται καθώς έχουμε έναν δίσκο με ατμόσφαιρα, δημιουργικά κομμάτια, εμφανή, από μεριάς των δημιουργών, ικανότητα στη μουσική, χωρίς περιττές φανφάρες για περιτύλιγμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά μου θυμίζουν ένα άλλο, ξένο και πολύ αγαπητό μου συγκρότημα στο είδος, τους Deafheaven. Μακάρι οι Their Methlab να ακολουθήσουν, σε βαθμό επιτυχιών, τα βήματά τoυ γκρουπ από το Σαν Φρανσίσκο.
υγ. λατρεύω το απόλυτα σουρεαλιστικό γεγονός ότι το όνομα της μπάντας οδηγεί σε προτάσεις του στυλ «Support Their Methlab», απλά υπέροχο
Αγαπημένα κομμάτια: “Arctic Funk”, “Decompression”, “Golden Bond of Ambition”
Βαθμολογία: 77/100
Για το Rockoverdose.gr
Κυριάκος Μιχαλόπουλος