Ημερομηνία δημοσίευσης: 28 Φεβρουαρίου 2018
Το άρπισμα είχε από καταβολής έγχορδου κόσμου μαγικές ικανότητες. Ένας δίσκος ανοίγει απαλά τα παντζούρια του με ένα μυστηριώδες intro και βλέπεις το ακραίο metal να περνάει τη χιλιοστή πρώτη νύχτα γάμου με το αρχέγονο καλλιτεχνικό κάλος. Οι Tribulation επέστρεψαν με νιφάδες που δε λιώνουν και άποψη πλασμάτων που κυνηγούν τη νύχτα. Επέστρεψαν με άρωμα κλεισούρας και έπαρση πολυταξιδεμένων, επέστρεψαν με αισθητική υπεροψία και βελούδινη υφή σε κάθε δευτερόλεπτο του “Down Below”.
Οι κιθάρες είναι ο πρόλογος, ο επίλογος και το μυστικό πίσω από τις γραμμές. Είτε riff-άρουν, είτε προσκυνούν την ατμόσφαιρα της μακροβιότερης νύχτας, είτε γαργαλούν με λεπτότητα ιστού τη ραχοκοκαλιά της προσωπικής διήγησης, είτε τσιρίζουν με ελεγχόμενη δραματικότητα, είναι ίσως το πιο καλογραμμένο κεφάλαιο για τις διαχρονικές (φετινές) ραψωδίες των Tribulation.
Ο ήχος τσακίζει κάθε προσδοκία, η ατμόσφαιρα κουρδίζει και τα πιο ξεκούρδιστα γούστα, η χροιά γλυκοκοιτάζει την κληρονομιά της μαμάς Νορβηγίας αλλά σφύζει εκφραστικότητα και κάπου εκεί αχνοφαίνεται ένα περίεργο χρώμα, ένα αλύχτημα με storytelling πυξίδα και ειλικρίνεια από το καμουφλάζ της νύχτας. Μόνα πυροτεχνήματα οι λυρικές πατημασιές στο χιόνι, εκείνες οι αρμονίες και οι ιδεαλιστικές ρουφήχτρες ενός απλού, περιεκτικού και κυρίως καλλιτεχνικού, songwriting.
Songwriting, είπα και το ξαναλέω. Η μπάντα απολαμβάνει τη σύνθεση και το μεθυστικό αποτέλεσμα έχει τη συνέπεια μυθιστορήματος. Ροή ενός Αχέροντα λυρικού σκότους και μιας ακολουθίας από οράματα για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο ακραίος ήχος. Χώρια την εδραίωση μιας ατμόσφαιρας που βαστάει από το Χίτσκοκ και φτάνει, μέσα από το πέρασμα του βορρά, στο prog. Εννιά τραγουδάρες για κάθε σβηστό ή αναμμένο τζάκι, για ουίσκι δίπλα σε ανοιχτά ή κλειστά παράθυρα, για κρύο ή αλκυονίδες, για Χειμώνα με άποψη. Δε βγήκε τυχαία στο καταχείμωνο το “Down Below”. Είναι ωδή σε μια χώρα που ξημερώνει μόνο όταν η έμπνευση αποφασίζει να πάει για ύπνο.
Εννέα ρόλοι στην παράσταση ενός κορυφαίου δίσκου. Από την εισαγωγή και τα lead οσκαρικά περάσματα του “The Lament” ο ήρωας έχει προλάβει να ξεσπάσει και η κιθάρα να εγκαινιάσει ένα νέο ήχο. Θα μάθουμε κι απ’ έξω στίχους, μάγκες και μάγκισσες, ξεχάστε τα black-ίζοντα φωνητικά που ξέρατε. Οι σελίδες γυρνούν με άνεση και τα σκασίματα έχουν τη δέουσα πορωτική επίδραση. Από το πλάι της σκηνής ξεπροβάλει ένα break βγαλμένο από άγριο τζαμ μουσικών που ανακαλύπτουν την επόμενη κορυφή. Αν ήταν το μοναδικό τραγούδι θα έσπαγε ρεκόρ αριθμού ακροάσεων, αλλά έχουμε άλλα οκτώ για να παίξουμε μπουνιές για τον πρωταθλητή του δίσκου.
Κάθε σύνθεση είναι μια αναίμακτη θυσία στην έμπνευση και την ασυνείδητα συνειδητή στροφή προς το μελωδικό ορίζοντα του πεντακάθαρα δομημένου χαρακτήρα. Κάθε part στα τραγούδια είναι εκεί γιατί εξυπηρετεί το αυστηρά ταξινομημένο songwriting, το οποίο προελαύνει μετ’ επαίνων. Το “Nightbound” έχει τις πιο ψαρωτικές κιθάρες, τα riffs hook-άρουν και η τιμημένη νύχτα δέχεται το μετρημένο ξέσπασμα μιας μπάντας που και λυσσασμένα να παίζει, μέσα της χαμογελάει. Οι ταχύτητες παίζουν με τις ορέξεις του μετρονόμου, το κέφι δεν υποδαυλίζεται από το σκοτάδι, το “Lady Death” αποπνέει το χαβαλέ της επιτυχίας και η σοβαρότητα του “Subterranea”, που μας κοιτάει από τον ψηλότερο θρόνο, είναι ένα ελάχιστο δείγμα ενός από τους πιο «ξέρω που πάω και γουστάρω» δίσκους των τελευταίων χρόνων.
Κόλα τις πινέζες στο χάρτη του δίσκου και μείνει κάγκελο με τις νότες που γεφυρώνουν φαράγγια διαφορετικότητας , με τα σκασίματα πυγμής ολόκληρων ορδών, με τη μυστική κατήχηση και τις prog τσουλήθρες. Τα ambient χρώματα στην ασπρόμαυρη παλέτα του “Lacrimosa”, το outro του “Cries of the Underworld” για πάρτη κάθε μαέστρου που εμπιστεύτηκε τυφλά τη μούσα του, το “Purgatorio” είναι ένα παραμύθι χωρίς τέλος- γιατί εδώ η αρχή είναι πιο συναρπαστική και η αυλαία πέφτει θριαμβευτικά και ξάστερα: “Here be Dragons” για τη βαρύγδουπη είσοδο στη σάλα της καλής κοινωνίας, τα απρόσωπα ζευγάρια που χορεύουν εκτός ρυθμού και την ορχήστρα των Tribulation, που γελάει καρτερώντας την ελπίδα σε κάτι στοιχειωμένο και αληθινό. Το βρήκε αυτό το κάτι η άτιμη η ορχήστρα και σκόρπισε την άβυσσο παντού, σε έναν ανατριχιαστικό επίλογο. Έμεινε μόνο η ηδονή αγκαζέ με το πιο καλογραμμένα ουσιώδες intro ενός έργου, που έκανε τις εποχές και τα ιδιώματα κουβάρι για την έξοδο από κάποιο προσωπικό λαβύρινθο.
Το σαλόνι με επίκεντρο το τασάκι με τα αποτσίγαρα έχει γούστο και ωραίες μοβ κουρτίνες. Αυτή την εικόνα, ενός αρχοντικού κυνικού ποιητή μου άφησε η φετινή δημιουργία των Tribulation. Μια εσωστρέφεια που απευθύνεται σε όλους. Κι αν στο κείμενο ο αφηρημένος αέρας έμπασε παραπάνω ψύχρα, είναι γιατί μιλάμε για έναν από τους πιο βαθύς και ποιητικούς δίσκους που γεννήθηκαν από το σπόρο του ακραίου metal.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης