Ημερομηνία δημοσίευσης: 20 Απριλίου 2017
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσουμε οπωσδήποτε με μια φράση τους Ulver, αυτή θα ήταν 'μουσικοί χαμαιλέοντες'. Τόσα χρόνια, λες και προσπαθούν να μας εμπαίξουν, μεταπηδούν από το ένα είδος στο άλλο μετά από κάθε δίσκο, χωρίς να καταφέρουν να φάνε τα μούτρα τους, και κυρίως, χωρίς να μπορεί να τους προσάψει κάποιος κατηγορίες για ξεπούλημα. Και το καλύτερο είναι πως με ότι είδος καταπιαστούν, μπορούν και το φέρνουν πανεύκολα εις πέρας χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και χωρίς πρόσθετες και ‘’τεχνητές’’ γαρνιτούρες και φιοριτούρες. Πάντα to the point και όσο πιο minimal γίνεται. Και, εννοείται, πάντα με 120% κατάθεση ψυχής.
Έχοντας λοιπόν σα δεδομένα τα άνωθι, θα ήταν σοκαριστικό αν κάποιος διάβαζε την επίσημη ανακοίνωση του συγκροτήματος πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, στην οποία αναφέρθηκαν στον ήχο του καινούργιου άλμπουμ ως pop, αφενός γιατί ένα άτομο τέτοιας σπάνιας ευφυΐας όπως ο Garm δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποβιβαστεί δίπλα στα προβαλλόμενα μηδενικά της τηλεόρασης, και αφετέρου γιατί αποκρύπτεται η μισή αλήθεια. Το pop που ξεδιπλώνεται εδώ μέσα έχει απλώσει τις βάσεις του στο synthwave και στην electro, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ο δίσκος αποτελεί tribute στους Depeche Mode.
Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, φέρτε στο μυαλό σας την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο "Perdition City", πάνω στην οποία πατάει το άλμπουμ μαζί με τις σκοτεινές synth συνθέσεις, και στη συνέχεια ανακαλέστε διάφορα στοιχεία τα οποία είναι παρόντα σε πολλούς από τους δίσκους τους, όπως οι άκρατοι avantgarde-ισμοί, η θεατρικότητα που προέρχεται από την ποιητική αφήγηση σε σκοτεινά θέματα, τα οποία εδώ είναι βασισμένα σε σκοτεινά θέματα της ιστορίας, της μυθολογίας και της ανθρώπινης φύσης, συν μια σεβαστή ποσότητα έγχορδων και πνευστών, και τέλος την αστική και μελαγχολική ατμόσφαιρα που εδώ επικρατεί σε μεγάλες δόσεις, λόγω και του ύφους της μουσικής. Διακρίνουμε πάντως και στοιχεία όχι τόσο συνηθισμένα, που ωστόσο έχουν υπάρξει περιστασιακά, όπως γυναικεία φωνητικά στο παρασκήνιο, κάποια ατονικά σημεία που δε διαρκούν πολύ, και κάποια σημεία που διαθέτουν γοτθική αισθητική.
Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον ηλεκτρονικό σκελετό, υπάρχουν ακόμα και up-tempo χορευτικά σημεία, κάτι όχι απλά πρωτόγνωρο, αλλά και σχεδόν αλλόκοτο για τα δεδομένα τους. Καταφέρνουν λοιπόν για ακόμα μια φορά να μας ιντριγκάρουν ευχάριστα, επεκτείνοντας ακόμα παραπέρα τις δυνατότητές τους, παρουσιάζοντας όλο και περισσότερες επιρροές και υλικά στην παλέτα τους. Ωστόσο όλα αυτά θα ήταν ανούσια αν δεν στηρίζονταν στην τόσο χαρακτηριστική φωνή του Garm, η οποία απογειώνει ότι έργο κι αν ασχοληθεί. Ειδικά από τη στιγμή που είχε τόσο καιρό να τη χρησιμοποιήσει σε όλα τα τραγούδια του δίσκου, κάτι που είχε να γίνει από το "Wars Of The Roses", καθώς ότι ακολούθησε ήταν ή ολοκληρωτικά instrumental ή σε πολύ μεγάλο ποσοστό.
Βαθμολογία: 85/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος