Συντάκτης: Τρύφων Σεραφειμίδης
Υπαρξιακό album. Χάνεις ορίζοντες, ο ήλιος έφυγε πίσω από τους λόφους. Σκοτεινή μέρα, οι νότες, οι ήχοι. Μια βόλτα στο σύγχρονο Όσλο, είναι ό,τι ακούει κανείς μέσα από το δίσκο. Νέα κτίρια, το black metal αφορά πλέον λίγους, ρομαντικούς. Έχει γίνει κάτι το επαγγελματικό, χωρίς αυτό να του στερεί τη δύναμη. Έχουν περάσει οι μέρες, όπου στις γειτονιές του Gamle Oslo, τριγυρνούν μεταλλάδες. Λίγα μπαράκια που παίζουν τέτοιες μαεστρίες, μείνανε. Όμως, δεν παύει η ατμόσφαιρα να υπάρχει. Τα στενάκια χαράζουν τη δικιά τους ιστορία, οι μνήμες στα περίχωρα είναι ακόμα εκεί και ωριμάζουν, η ιστορία έχει γραφτεί.
Οι Ulver είναι το όχημα που μας συνοδεύει στις παραπάνω σκέψεις. Τί είναι τελικά το black metal στο Oslo; Ήταν οι πεντάλφες, τα καρφιά, οι κιθάρες στο τσίτα και τα ντραμς στο σύμπαν; Σαφώς και ήταν. Όμως ήταν και κάτι άλλο, σημαντικότερο, που δεν παλιώνει ποτέ, έχει χαραχτεί παντού στον αέρα. Είναι η ατμόσφαιρα που φέρνει το κρύο, το γκρι και το σκυμμένο κεφάλι από τον αέρα. Είναι το χώμα που είναι σκληρό, είναι οι πίνακες του Munch, οι σταθμοί του μετρό και τα γκρι γένια της γενιάς εκείνης. Μια παρέα που παρέδωσε ένα υποείδος μουσικής, χωρίς να ξέρει ότι τόσα χρόνια μετά θα μεγαλώνει, θα ωριμάζει, θα προοδεύει σχεδόν όσο κανένα άλλο παρακλάδι της.
Στο "Flowers Of Evil", ακούμε την ωριμότητα, τη σκέψη ενός παλαιότερου, ενός μουσικού, ενός περπατητή των στενών της πόλης. Η φωνή του Garm, ακόμα ακούγεται όπως τότε. Στα στοιχειωμένα στούντιο που έπαιζαν οι Arcturus. Η στεντόρεια φωνή, που ό,τι και να τραγουδήσει, από ποίηση μέχρι τηλεφωνικό κατάλογο, σε πείθει. Φυσικά εδώ οι στίχοι αποτελούν μια συλλογή από μόνοι τους. Με μουσική επένδυση, που περιγράφει πλήρως τη μετα-μοντέρνα εικόνα του Όσλο. Η κουβέντα για το black metal έχει αλλάξει ρότα. Έχει πάει αλλού, αλλά η προίκα μένει. Το ύφος μένει, ο τρόπος έκφρασης έχει αλλάξει μόνο.
“One Last Dance” ονομάζεται το εισαγωγικό κομμάτι και αμέσως αντιλαμβάνεσαι το urban καθεστώς του νέου ήχου. Όχι νέου για τη μπάντα, έχει πολλές ώρες δοκιμών και δίσκων στο γενικό ήχο που περιγράφει. Ένα είδος post-everything! Πλήκτρα σε τριγυρνούν σαν λύκοι, και έναστρες τροχιές σε διαπερνούν. Με ερμηνεία που σε κάνει να ψαχτείς, με programming αέναο, παραγωγή άρτια. Είναι δύσκολο μερικές φορές να γράφεις για αυτά που ακούς. Με οργανικά σχήματα, δύστροπα, σε οδηγεί το τραγούδι σε τοπία, που δε μπορείς να περιγράψεις με λέξεις.
Στο “Russian Doll” μια μίζα (!) ξεκινάει το όχημα της αφήγησης. Γιατί πώς αλλιώς να περιγράψεις το ποίημα; Με ένα up-tempo ήχο, κυκλώνει την ερμηνεία, σε μέρη γίνεται χορωδιακή, διφωνίες αλλάζουν ρούχα και ξαναμπαίνουν στην σκηνή. Τελείως σύγχρονος ήχος, περιγράφει ιστορίες του μεσαίωνα, με μουσικές προεκτάσεις στο New wave των ‘80s. Ο δίσκος κυλάει και σε παίρνει μαζί του, χωρίς να σου αφήνει χώρο για πολλές σκέψεις, μόνο ορίζοντες πάνω από την παγωμένη θάλασσα. Το black pop έχει παρουσία παντού εδώ μέσα. Σίγουρα θα είναι ντυμένος με τους στίχους του “Machine Guns and Peacock Feathers”. Κάτι σαν αστείο θα έχει ξεκινήσει εδώ, σαν μια πλάκα μεταξύ της μπάντας. Τίποτα το αστείο στην παραγωγή και το οργανικό της υπόθεσης. Μιλάμε για μια αρτιότητα, που δεν αφήνει περιθώρια για κριτική. Όταν το disco ντύνεται με καρφιά και χορεύει με δερμάτινα ραμμένα με Bathory εικόνες, έχει πολύ γούστο η υπόθεση.
Βραδινή βόλτα στα όρια της πόλης, με ακουστικά και τσιγάρα, μόνος με τους μόνους. Ήχοι από Diary of Dreams είναι αυτοί; Μέσα στις σκέψεις και το εσωτερικό beat, αντιλαμβάνεσαι την φωνή. Το “Hour Οf Τhe Wolf” χρονομετρεί το τίποτα και το αριθμεί ανάποδα το κενό. Είναι συντροφιά τα βήματα, στο ρυθμό το ράθυμο. Είναι υπνωτικό στο μεγάλο ύπνο, είναι το κλαδί που εξέχει και το πατάς, σπάει. Μια μουσική σύνθεση που σκαλώνει σε κάθε δέντρο, σε κάθε φύλλωμα της νύχτας γύρω σου. Είναι το μονοπάτι που διάλεξες για να κόψεις δρόμο, που ποτέ δε βγαίνει στο σωστό σημείο, το πιο ωραίο μονοπάτι.
Ξαφνικά θες να χορέψεις. Με Ulver! Γιατί όχι; Εκεί σε πάει ο δίσκος, εκεί σε πάει η μυστήρια φωνή, σχεδόν ειρωνική. Στο “Apocalypse 1993” ακούς μια black εκδοχή της Ibiza, μέσα ‘80s! Όπως και παραπάνω, το black disco των Ulver δεν έχει αντίστοιχο. Δε θα μπορούσε ποτέ να είναι, ότι είναι, χωρίς το παρελθόν του Bergtatt. Τί σημασία έχει ο τρόπος που ταξιδεύεις, τα εργαλεία που χρησιμοποιείς. Αυτό που θες να πετύχεις, εκεί που θες να φτάσεις θα το γευτείς στο τέλος με σαρδόνιο χαμόγελο μιας πύρρειου νίκης.
Περνώντας, στο “Little Boy” τα πράγματα γίνονται λίγο πιο ξεκάθαρα. Τα tempos είναι πιο φανερά, η ποίηση στεγανοποιεί το παν γύρω σου. Σε loop-ες δύσκολες πειραματίζεται η μπάντα, σκιαγραφεί με μαύρα στοιχεία τη γραφή της, χωρίς να καταλαβαίνει από μόδες, νόρμες και status. Είναι αυτό που τους κάνει αυθεντικούς. Βαραίνει το ηχοτόπιο, εσύ έχεις μαυρίσει από νωρίς. Συμβαδίζει με τους παλμούς σου -πλέον- ο δίσκος. Ρέει μέσα σου.
Με ανώμαλα ακόρντα και ρυθμικό section άρρωστο στο “Nostalgia” περιγράφουν απόλυτα στη μουσική γλώσσα τους στίχους που ντύνουν: Norway - 35 years ago/ Rewind the tape/ A place where wild flowers grow/ The city by the sea…. Γειτονιές με ξύλινα σπιτάκια, φωτίζονται, πάρκα απόμερα ακούγονται να ξυπνούν, βράχια αρχίζουν να αναπνέουν, το κάστρο στο λιμάνι ξερνάει χρώματα στον ουρανό και σου παραδίδουν μια πόλη, που μετράει το χρόνο προς τα πίσω. Κόκκινες πέτρες χτίζουν περιοχές και η άσφαλτος γλιστράει. Τελικά στο Όσλο, πρέπει να έχεις πάντα το νου σου, γιατί η πόλη γίνεται νεότερη.
Τα πλήκτρα στο “A Thousand Cuts” κυκλώνουν το εγώ σου. Για την ακρίβεια, το πιο μαύρο πέπλο σου. Η φωνή σερβίρει απλόχερα τα λάθη σου στα χέρια σου, και εσύ ασυλλόγιστα τα χώνεις στις τσέπες σου. Τα κουβαλάς πάντα: …the pleasures of the flesh. Με rockabilly κιθάρες, χαμένες μέσα στο ρυθμό, ντέφια και κρουστά, η μουσική σε χαώνει. Πανικοβάλλεσαι μέσα στην ηρεμία σου, ηρεμείς μέσα στον πανικό σου.
Τελικά, ο δίσκος των Ulver υπήρξε ή τώρα σε έπιασε ένας ίλιγγος και τα βλέπεις όλα πιο καθαρά; Ίσως…
Βαθμολογία: 85/100
Για το Rock Οverdose,
Τρύφων Σεραφειμίδης