Στη ζωή λένε κάποιοι δεν έχεις την ίδια ευκαιρία για κάτι που χάνεις πολλές φορές, να όμως που τελικά υπήρξε μία όμορφη διάψευση σ’αυτό και παρότι για μένα προσωπικά στις επίδοξες συναντήσεις μου με τους αγαπημένους από τα νιάτα μου Duran Duran το κακό είχε τριτώσει (2005, 2006, 2012), ήρθε η ώρα έστω αργά (κάλλιο παρά ποτέ) να τους δω επιτέλους και μάλιστα σε μία εμφάνιση που πιστεύω θα συμφωνήσουν όλοι οι χιλιάδες που παραβρέθηκαν στην Πλατεία Νερού, ότι απέδειξαν ότι όχι απλά ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα πιο σπουδαία και αγαπητά συγκροτήματα όλων των εποχών, αλλά κι ότι είναι ο ορισμός των άψογων επαγγελματιών, που έδωσαν μεγάλη χαρά στον κόσμο και που για 2 ώρες έκαναν ότι μπορούσαν και με το παραπάνω για να ανταμείψουν όσους βρέθηκαν εκεί για να τους παρακολουθήσουν με τον πλέον αβίαστο και ανάλογο της εμπειρίας και της τεράστιας καριέρας τους τρόπο. Μίας καριέρας που απαριθμεί πάνω από 45 χρόνια ιστορίας, 16 άλμπουμ, εκατομμύρια πωλήσεων και φυσικά εκατομμύρια οπαδών σε όλη την υφήλιο που προφανώς έχουν απίστευτα βιώματα μαζί τους από τα ιστορικά ‘80s –όπως οι περισσότεροι εκεί έξω- και που σε κάθε δυνατή ευκαιρία θυμούνται το πώς και το γιατί ιδανικά.
Την ιστορική μάζωξη ανοίγει με ένα 75λεπτο χορταστικό dj set ο Σπύρος Παγιατάκης ο οποίος αν μη τι άλλο είχε προετοιμαστεί κατάλληλα και για να λέμε και του λόγου το αληθές, στάθηκε επί σκηνής πολύ περισσότερο απ’ότι κάποιοι άλλοι σε συναυλίες, headliners και μη.
Δυστυχώς κρίνω ότι δε μπορώ να εκφραστώ πάνω σ’αυτό που έκανε, μια και δεν έχω ξαναδεί κάτι ανάλογο ζωντανά σε συναυλία, είμαι των πιο live καταστάσεων όπου υπάρχει μία επικοινωνία συγκροτήματος/κόσμου έτσι ναι μεν ο άνθρωπος έχει σίγουρη εμπειρία και τεχνογνωσία σ’αυτό που κάνει, γι’αυτό και προφανώς επιλέχθηκε από τη διοργάνωση, από την άλλη το γεγονός ότι σε όλο αυτό το διάστημα χειροκροτήθηκε μόνο όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει στις 20:15 ήταν αν μη τι άλλο παράξενο αν δεν έχεις συνηθίσει ανάλογα σκηνικά. Επιλέχθηκε την τελευταία στιγμή για να γεμίσει το πρόγραμμα και καθαρά σε αυτό το πλαίσιο έφερε την αποστολή του εις πέρας με το παραπάνω. Ζητώ συγνώμη ειλικρινά καθώς είναι εκτός πλαισίου μου σαν θεατής και οπαδός αυτό που έκανε χωρίς διάθεση να τον αδικήσω και να εκφραστώ αρνητικά ενώ δεν υπάρχει λόγος, είναι μία εμπειρία που την έζησα, δε μου ήταν δυσάρεστη, αλλά δε μπορώ και να την αναλύσω περισσότερο απ’ότι έκανα.
Ο δε JC Stewart από την άλλη ήταν μια παρουσία που δεν πολυπρολάβαμε να χαρούμε και να κρίνουμε καθώς πραγματοποίησε μία εμφάνιση-εξπρές, λίγο πάνω από μισάωρο όπου δε μπορούν να βγουν και πάρα πολύ ασφαλή συμπεράσματα. Σίγουρα ο τύπος έχει καλή φωνή, δεν είναι τυχαία η επιτυχία που έχει κάνει και ειδικά στην πατρίδα του τη Βόρεια Ιρλανδία, τον συμπαθούμε έξτρα λόγω καταγωγής από εκείνα τα πανέμορφα μέρη (και με τον επαναστατικό χαρακτήρα που είχαν ανέκαθεν), βλέπω αρκετό κόσμο που έχει αράξει και δεν του πολυδίνει σημασία, από την άλλη υπάρχουν κάποια χλιαρά χειροκροτήματα στην αρχή που μετά γίνονται πολύ πιο έντονα, ενώ ο ίδιος τόνισε ότι είναι τεράστια τιμή του να συνοδεύει τους Duran Duran κι ότι αν του το έλεγαν ότι θα γίνει αυτό κάποτε, δε θα το πίστευε σίγουρα. Ηχητικά δεν έχω να προσάψω κάτι, αρκετά γλυκανάλατος για κάποιους σίγουρα, αλλά κατ’εμέ όχι σε δυσάρεστο σημείο τουλάχιστον. Ας πούμε μία μέση κατάσταση που δεν έχω πολλά να θυμάμαι αλλά τα λίγα που θα θυμάμαι είναι υπέρ του. Σίγουρα με το που τελείωσε, εκεί στις 21:10 – 21:15, όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται για το κυρίως πιάτο της βραδιάς και με το αεράκι –ζεστό μεν, σωτήριο δε- να κάνει την εμφάνιση του.
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ εμφανίζονται σιγά σιγά οι μεγάλοι Duran Duran ξεκινώντας με το “Night Boat” από το ομότιτλο ντεμπούτο τους του 1981 και το κρεσέντο που ακολουθεί με τα “The Wild Boys”, “Hungry Like The Wolf” και “A View To A Kill” –με το ιστορικό θέμα του James Bond ως εισαγωγή και με τον Simon Le Bon μετά που παρουσίασε τη μπάντα να λέει το περιβόητο “My name is Bon, Simon Le Bon”- ξεκινάει τη βραδιά ΟΝΕΙΡΙΚΑ. Πως τα πέταξαν έτσι αβίαστα –μη γράψω κάτι άλλο- και έκαναν τον κόσμο να παραμιλάει, δεν το πήρε χαμπάρι κανείς. Ο ήχος καταπληκτικός, ακούγονται οι πάντες και τα πάντα τέλεια, αλλά σίγουρα τα φώτα πέφτουν στον τεράστιο Simon Le Bon, ο οποίος έχει προστατέψει τη φωνή του ιδανικά και στα σχεδόν 66 του, δίνει μαθήματα του πως πρέπει να φέρονται οι τραγουδιστές, πρώτα στον εαυτό τους και μετά στο κοινό που τους λατρεύει. 8 άτομα πάνω στη σκηνή συνθέτουν ένα οπτικό υπερθέαμα, στην άκρη της σκηνής η Anna Ross και η Rachael O’Connor συνοδεύουν στα δεύτερα φωνητικά χορεύοντας μέχρι τέλους αδιάκοπα, η μεν με ασημί φόρεμα, η δε με χρυσό, λάμπουν το δίχως άλλο πέραν της φοβερής παρουσίας τους.
Στο σαξόφωνο ο Simon Willescroft κάνει παπάδες, o Dominic Brown στις κιθάρες δίνει όγκο όσο κι όπου πρέπει και για το τέλος, αφήνουμε την ιερή τετράδα που πορεύεται μαζί από τις αρχές, την απίστευτη μορφή του Nick Rhodes στα πλήκτρα, τον χαλαρό Roger Taylor στα τύμπανα, τον John Taylor στο μπάσο, μέγιστος καρδιοκατακτητής όπως αποδεικνύεται κάθε φορά που γίνεται κοντινό πάνω του από τις γιγαντοοθόνες και φυσικά τον Simon Le Bon που έχει το μεγάλο καλό να μη μιλάει πολύ αλλά να ντύνει με τη φωνή του ύμνους ετών. Ακολουθούν τα “Invisible”, “Notorious” (χαμός), “Black Moonlight” (νέα υπερκομματάρα), “Lonely In Your Nightmare”, “Superfreak”, “Friends Of Mine” και στο “Careless Memories” ο κόσμος αρχίζει να ξεφεύγει βλέποντας το σερί από κομματάρες να μην έχει σταματημό. Το “The Chauffeur” τονίζει τα υπέροχα φώτα, το “Is There Something I Should Know” είναι ήδη το 4ο κομμάτι που παίζεται από το ντεμπούτο τους, ενώ σειρά έχει το άλλο “Duran Duran” άλμπουμ, αυτό του 1993, όπου αρχικά πριν παίξουν το “Ordinary World” θα το αφιερώσουν στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη, με την ελπίδα όλοι να ζουν εν ειρήνη και τονίζοντας ότι αν είναι δυνατόν να έχουμε ακόμα πολέμους, ενώ ακολουθεί το αγαπημένο μου κομμάτι όλης της δισκογραφίας τους.
Το σέξι κι αισθαντικό “Come Undone” όπως λέει ο Le Bon, όπου τον συνοδεύει η Anna Ross και κάνουν ένα φοβερό ντουέτο, έχω κόσμο κοντά μου να συγκινείται λίγο παραπάνω από το κανονικό και να φεύγουν και μερικά δάκρυα (κρατήθηκα, δε μπορώ να πω, μίλησε ο μεταλλάς μέσα μου) και από ’κει κι έπειτα, το τι γίνεται ως το τέλος που μοιάζει να μην έρχεται ποτέ (αγέραστοι, ακούραστοι, απαράμιλλοι) δεν το φαντάζεται ούτε ο πιο αισιόδοξος, “New Moon On Monday”, “Planet Earth” με τον Le Bon να μας συστήνει ένα-ένα τα μέλη της μπάντας, “(Reach Up For The) Sunrise”, η γνώριμη διασκευή στο “White Lines (Don’t Don’t Do It)”, “The Reflex” (πανζουρλισμός πραγματικά), “Girls On A Film”, “Psycho Killer” και τα φώτα πέφτουν ενώ έχουν ήδη συμπληρώσει κάτι λιγότερο από 2 ώρες. «Κάτι λείπει» σκέφτομαι και πράγματι, ξέχασα το “Save A Prayer” ο ασέβαστος, γιατί το μυαλό μου έβγαλε από την εξίσωση να μην παιχτεί το “Rio” το οποίο έκλεισε ιδανικά τη βραδιά. Αν δεν έχασα το μέτρημα, μιλάμε για 24 κομμάτια, 2 ώρες άκρως συμπληρωμένες, τον Le Bon στο τέλος να έχει απλώσει τα χέρια απολαμβάνοντας πλήρη αποθέωση και τον κόσμο σε πρωτοφανή έκσταση ποικίλων συναισθημάτων.
«Είστε το πιο όμορφο κοινό, μας μεταδώσατε τη ζέστη της χώρας σας, την ενέργεια σας και την αγάπη σας και ήταν τόσο υπέροχο να έρθουμε να παίξουμε για τους φίλους μας εδώ μετά από τόσα χρόνια, υποσχόμαστε ότι δε θα αργήσουμε ξανά τόσο» μας λέει ο Simon Le Bon στο τέλος και η βραδιά έχει πανηγυρικό χαρακτήρα κατά την αποχώρηση όλων με πάρα πολύ κόσμο να υπολογίζεται να έδωσε το παρόν και με τους Duran Duran σε μία κορυφαία εμφάνιση από κάθε άποψη. Δεν έχω μέτρο σύγκρισης με τις άλλες τρεις του παρελθόντος, αλλά πάρα πολλοί μίλησαν για την πληρέστερη/καλύτερη εμφάνιση τους, έκθαμβοι από την παρουσία τους και φυσικά εξαίροντας την θετικότατη αύρα τους, τον υπέρμετρο επαγγελματισμό τους και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο πήραν από την αρχή τόσες χιλιάδες κόσμο και τον έκαναν να περάσει πραγματικά όμορφα. Κι επειδή αυτό που πρέπει να κυριαρχεί πάντα είναι το συναίσθημα ότι όντως πέρασες πραγματικά καλά, μπορούμε με απόλυτη ευστοχία βλεμμάτων και χαμόγελων να πούμε ότι οι Duran Duran έφεραν πληρότητα εις πέρας για όλους. Εύχομαι η υπόσχεση του Le Bon να τηρηθεί και να μην κάνουν άλλα 12 χρόνια να μας ξανάρθουν, ειδικά μετά από αυτό που είδαμε αυτή τη φορά.
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας
Φωτογραφίες: Γιάννης Λιβανός - Jοhn Metalman Photography