Με το 85% και πλέον των εισιτηρίων να έχουν γίνει καπνός η δέκατη ημέρα του Release Athens αναμενόταν καυτή κυριολεκτικά -ας μην ξεχνάμε ότι το θερμόμετρο θα έφτανε τους 37 βαθμούς-, αλλά και από άποψη παλμού και δυναμικής, με πλήθος κόσμου να αψηφά τη ζέστη και να συρρέει στην Πλατεία Νερού για να παρακολουθήσει τρεις metal θρύλους. Oι Judas Priest, Bruce Dickinson και Accept έχουν γράψει χρυσές συναυλιακές σελίδες στη χώρα μας και το μεγάλο στοίχημα για την Κυριακή ήταν προσθέσουν ακόμα μία -κοινή αυτή τη φορά- στο ενεργητικό τους, ει δυνατόν και λαμπρότερη.
Οι πρώτες νότες πάντως, που έσπασαν τη σιωπή στην Πλατεία Νερού δεν ήταν από κάποιους από τους παραπάνω κυρίους, αλλά οι εναρκτήριες του “Lurking In The Shadows” των Αθηναίων Saturday Night Satan.
Άλλοι στη θέση τους από το άγχος θα μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν σε Sunday Afternoon Kittens, άλλα όχι αυτή εδώ η μπάντα. Το συγκρότημα που έχει φορμάρει ο Δημήτρης Κότσης είναι προϊόν συσσωρευμένης εμπειρίας ετών και τικάρει όλα τα σωστά κουτάκια είτε αυτά αφορούν το καθαρά μουσικό, είτε και το περιτύλιγμα.
Τους έχουμε ξαναδεί σε επιτυχημένες εμφανίσεις σε κλειστούς χώρους και από ό,τι συμπεράναμε το σχέδιο τους για την περασμένη Κυριακή ήταν να μεταφέρουν το show τους όσο το δυνατόν αυτούσιο, αλλά προφανώς προσαρμοσμένο στη μεγάλη σκηνή του Release. Εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο το χρόνο που είχαν στη διάθεση τους και χωρίς πολλές διακοπές οι Saturday Night Satan κήρυξαν στους λίγους μυημένους, αλλά κυρίως προσηλύτισαν στον occult κόσμο τους αρκετούς ανυποψίαστους, που δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει τις σκοτεινές χάρες του “All Things Black”.
Mε την αύρα των ‘70s πανταχού παρούσα, αλλά σύγχρονο και προσεγμένο ήχο, που ανταποκρίνεται στα standards μιας μεγάλης διοργάνωσης, κομμάτια instant hits όπως το ομώνυμο, το “Witches’ Dance” & το “Devil In Disguise” που έκλεισε το set τους και μια φωνή που ταιριάζει γάντι στο υλικό τους, υπήρξαν ιδανική εκκίνηση για τη φεστιβαλική ημέρα.
Οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν 18:45 και ήταν ώρα τευτονικού metal, ευγενική χορηγία των μαστόρων του είδους Accept. Τα “The Reckoning” και “Ηumanoid” από το φετινό τιμιότατο ομώνυμο άλμπουμ άνοιξαν δυναμικά την εμφάνιση τους, αλλά η πραγματική φωτιά μπήκε αμέσως μετά με το υπερκλασικό “Restless And Wild”. Και δεν ήταν το μοναδικό κλασικό τους κομμάτι, που ακούστηκε την Κυριακή. “Breaker”, “Princess Of The Dawn”, “Metal Heart” και “Fast As A Shark” φώναξαν βροντερό παρόν και πλαισίωσαν εμφατικά τις σύγχρονες συνθέσεις των Γερμανών, σε ένα setlist μοιρασμένο μεταξύ των κλασικών ‘80s και της μοντέρνας εποχής του σχήματος. Προσθέστε στα παραπάνω και ένα τσιτωμένο “Βalls To The Wall” για κλείσιμο, με τον Αndy Sneap να ανεβαίνει απρόσμενα στη σκηνή και να προσθέτει λίγο ακόμα ευπρόσδεκτο κιθαριστικό όγκο στον ήχο τους και έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα των πεπραγμένων τους.
Αν με ρωτάτε, εφόσον η πλάστιγγα έγερνε ελάχιστα παραπάνω προς την κλασική εποχή τους, η δυναμική της εμφάνισης τους θα ήταν σαφώς πιο ενισχυμένη, αλλά με τραγούδια όπως το “Teutonic Terror” ή το “Pandemic” δε μπορούμε να είμαστε δυσαρεστημένοι σε καμία περίπτωση. Ο γεννημένος frontman Mark Tornillo έχει τοποθετήσει τον Udo Dirkschneider σε κάποια σκοτεινή γωνία του μυαλού μας εδώ και χρόνια, ο ηγέτης Wolf Hoffman έδινε τον τόνο με τον ηγεμονικό ήχο της κιθάρας του καθόλη τη διάρκεια της επί σκηνής παρουσίας τους και οι λοιποί αλλά μη εξαιρετέοι Christopher Williams, Uwe Luis, Martin Motnik συν τον special guest Joel Hoekstra λειτούργησαν για ακόμα μία φορά ως τα καλολαδωμένα γρανάζια της heavy metal μηχανής που ονομάζεται Accept και όσο η κινητήριος δύναμη της (λέγε με Wolf Hoffman) δουλεύει, δεν πρόκειται να σταματήσει.
Κείμενο: Δημήτρης Σούρσος
Να ξεκινήσω δίνοντας με τη σειρά μου συγχαρητήρια στους Saturday Night Satan που από πολύ νωρίς έδειξαν γιατί είναι σπουδαία μπάντα και γιατί έχουν δικαίως απασχολήσει τον κόσμο με την ενεργητικότατη προσέγγιση τους, όπως και να πω ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ στους Accept –των οποίων δεν με λες οπαδό για να το θέσω πολύ κομψά- οι οποίοι με το πουλέν μου Joel Hoekstra στις κιθάρες, παρέδωσαν μαθήματα απλού, λιτού κι απέριττου χεβιμέταλλου σε μία σχεδόν μυθική εμφάνιση.
Η ώρα έχει πάει 20:25 και σιγά-σιγά κάνει την εμφάνιση της η μπάντα του μεγάλου Bruce Dickinson, με τον ίδιο να εμφανίζεται τελευταίος υπό τους ήχους του ομότιτλου κομματιού του κορυφαίου του προσωπικού δίσκου. Με το “Accident Of Birth” λοιπόν σαν πρώτη δόση, αν μη τι άλλο μιλάμε για εντυπωσιακό ξεκίνημα με τη νέα του μπάντα να αποδίδει ιδανικά και κυρίως, πεντακάθαρα και βαρύτατα. Μπράβο σε όσους ευθύνονται για τον ήχο που ακούσαμε και που ουρλιάζαμε 25 και κάτι χρόνια πριν πόσο θα βοηθούσε τους Iron Maiden μία ανάλογη ανανέωση και ηχητική προσέγγιση αλλά κρούαμε σε κουφούς κι αμετακίνητους. Ας είναι, καλή καρδιά. Με το “Abduction” να ακολουθεί δεν υπάρχει και πολύ περιθώριο για σκέψη καθώς ο ίδιος ο μέγας frontman έχει έρθει ορεξάτος.
Ορεξάτος μεν, η φωνή δεν πολυβγαίνει στα δυο πρώτα κομμάτια δε, δεν ξέρω αν φταίει κάτι, αλλά αυτό που ακολουθεί από το “Laughing In The Hiding Bush” (κόμματος) κι έπειτα, είναι απόδοση μεγάλου παίκτου που θα έλεγε και μία ψυχή εκεί ψηλά. Αεικίνητος, παρασύροντας όλη του τη μπάντα να τα δώσει όλα και με τον καθένα ξεχωριστά να κάνει τα πάντα για να σταθεί ως ίσος δίπλα σε ένα τοτέμ του μεταλλικού ήχου, ο Bruce Dickinson παρότι ιδρώνει απίστευτα πολύ φορώντας τον σκούφο του μέσα στη ζέστη, δεν καταλαβαίνει Χριστό και όσο ζεσταίνεται και ο ίδιος και η μπάντα του, παίρνουν το κοινό όλο και περισσότερο με το μέρος τους και το πηγαίνουν στο ρελαντί μέχρι το τέλος. Τα μάτια πέφτουν στην εντυπωσιακότατη οπτικά και ειδικά παικτικά Tanya O’Callaghan στο μπάσο, αλλά και οι υπόλοιποι δεν πάνε πίσω. Ο Σουηδός μουσάτος Philip Näslund στις ρυθμικές το ζει δεόντως με τις γκριμάτσες του, ο Ελβετός Chris Declercq στα σόλο (αριστερόχειρας, πουλέν) καρφώνει σε κάθε ευκαιρία, ο Dave Moreno στα τύμπανα τα σπάει και μεγάλη μορφάρα ο πληκτράς, ο κύριος Mistheria ή κατά κόσμον Giuseppe Iampieri, o οποίος ως κλασική Ιταλόφατσα, έχει τον τρόπο να τραβήξει την προσοχή πάνω του, αμ πως;
Θα πρέπει να τονίσω ότι η πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Bruce ονόματι “The Mandrake Project” δε με πολυτρέλανε κιόλας, αλλά το “Afterglow Of Ragnarok” και το “Rain On The Graves” που ήταν τα πρώτα του δείγματα και δε μου είχαν αρέσει καθόλου (μα καθόλου όμως) ΣΙΓΟΥΡΑ ακούγονται πολύ καλύτερα ζωντανά, ενώ έπαιξε και το “Resurrection Men” το οποίο ήταν μπόμπα. Σίγουρα μεγάλη στιγμή η εκτέλεση του “Tears Of The Dragon”, ενός κομματιού που έχει λατρευτεί δεόντως στη χώρα μας και που έκλεισε 30 χρόνια ζωής φέτος (απίστευτο, έτσι;), ενώ το τρίο των “Chemical Wedding”, “Book Of Thel” και “The Alchemist” από το “The Chemical Wedding” μας έδειξε γιατί ηχητικά αυτό το άλμπουμ παραμένει σημείο μηδέν για όλο το heavy metal. Το κλείσιμο με τα γνώριμα και πολυαγαπημένα “Darkside Of Aquarius” και “Road To Hell” πιστοποιεί το φοβερό σετ που ακούσαμε, με τον Bruce Dickinson σε συνολικά φοβερή απόδοση, έκλεισε τα στόματα πολλών που τον περίμεναν στη γωνία και για να λέμε του λόγου το αληθές, δε βλέπω αν και τι και σε ποιόν έχει να αποδείξει το οτιδήποτε ειδικά με σχεδόν μισό αιώνα στις επάλξεις και ως αιώνιο σύμβολο αυταπάρνησης και προσφοράς στο μεταλλικό ήχο όλα αυτά τα χρόνια.
Το «δώρο» του στο Ελληνικό κοινό ήταν μία μικρή εκτέλεση του “Alexander The Great”, κρατώντας μία περικεφαλαία μάλιστα, με το κοινό να τρελαίνεται (περίμενα πραγματικό πανζουρλισμό που δεν τον είδα) και που ήταν το ευχαριστώ του για τη στήριξη, το έβλεπες στο πρόσωπο του ότι χάρηκε πραγματικά που βρισκόταν εδώ, ήταν όπως ανέφερε η τελευταία από τις 51 εμφανίσεις του για την περιοδεία του δίσκου και τόνισε πως ήταν αρκετά ξεχωριστό αυτό το κεφάλαιο να τελειώνει στην Αθήνα. «Σας αγαπάμε πολύ» μας είπε με ειλικρίνεια στο βλέμμα του και έχοντας πραγματικά δώσει τα πάντα. Δεν μπορούν να γίνουν συγκρίσεις προφανώς με τις δυο κολλητές εμφανίσεις του τότε προσωπικού σχήματος του το 1997 και το 1998, αλλά η μπάντα που τον συνοδεύει στέκει στιβαρή γύρω του και μακάρι να τον δούμε σε πλήρες σετ με ακόμα περισσότερες επιλογές (το “The Tower” ειδικά μου έλειψε πολύ). Τρομερή απόδοση όλων, ο ίδιος ο Bruce Dickinson ανακάμψας από καρκίνο στο λαιμό στα 66 του να δείχνει πως γίνεται σωστά όλο αυτό και πως είναι άλλο να λες ότι το έχεις κι άλλο να είναι ότι όντως το έχεις μέσα σου. Χιλιάδες κόσμου έλαμψαν με την παρουσία του και αυτό είναι το μόνο που μετράει στο τέλος.
Και πάμε στο κυρίως πιάτο με την ΠΡΙΣΤΑΡΑ να βγαίνει στις 22:30 και να μας δείχνει ότι κάθε φορά που νομίζουμε ότι θα τους δούμε για τελευταία φορά, έχουν τον τρόπο να μένουν αγέρωχοι και να επιστρέφουν στις επάλξεις. Το φετινό άλμπουμ τους “Invincible Shield” χαίρει άκρας –για να μην πω ακραίας- αποδοχής από όλους τους παραδοσιακούς μεταλλάδες, χώρια ότι έχουν προσκυνήσει μέχρι και οι καφρότεροι των ακουσμάτων. Ξεκίνημα νομοτελειακό με το “Panic Attack” με τον ήχο στις κιθάρες λίγο πιο χαμηλό απ’ότι θα ήταν ιδανικό, ο Rob Halford σε μεγάλα κέφια εξ’αρχής, η ρυθμική βάση με τον Scott Travis να χτυπάει πάντα δυνατά και τον πατέρα του headbanging Ian Hill στη γωνία του ακάθεκτο να κοπανάει το κεφάλι που δεν κοπανιέται και τους Richie Faulkner και Andy Sneap αχώριστο δίδυμο πλέον, εκεί που κάποτε μεγαλουργούσαν οι Tipton/Downing. Μπορεί να έχουν αλλάξει δυο από τα βασικά πρόσωπα στους Judas Priest, αυτό όμως που δεν αλλάζει ποτέ είναι η ποιότητα στις εμφανίσεις τους και το αίσθημα ότι όποτε τους βλέπεις, βλέπεις και όλο το μέταλλο όπως το αγάπησες να παρελαύνει μπροστά στα μάτια σου. Το “You’ve Got Another Thing Comin’” το αποδεικνύει με το παραπάνω και το κέφι άμεσα εκτοξεύεται.
Όπως εκτοξεύεται και ο ήχος μετά τα 2 πρώτα κομμάτια, με την ένταση στις κιθάρες να ανεβαίνει όπως κι όσο πρέπει και το “Rapid Fire” να είναι το κατάλληλο υλικό ανάφλεξης για το κοινό. Από πολύ νωρίς ακούμε το “Breaking The Law” και αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια συγνώμη, αλλά θα το γράψω ξεχωριστά πρώτον για να το πιστέψω και στη συνέχεια για να προσπαθήσω να συνέλθω:
SHOOTIN’ FOR THE STARS, CRUISE THE SPEED OF LIGHT
GLOWIN’ GOD OF MARS, BODY BURNING BRIGHT
WELL, I’M RIDING, RIDING ON THE WIND
YES, I’M RIDING, RIDING ON THE WIND!
Και τώρα που γράφτηκε ξεχωριστά ένα ΜΕΓΙΣΤΟ συναυλιακό μου απωθημένο με τις τσιρίδες των παλιών οπαδών να φτάνουν σε ασύλληπτα decibels, πάρε και καπάκι το “Devil’s Child” να ψάχνεις να δεις από πού σου ήρθε η κατραπακιά. ΠΡΙΣΤΑΡΑ γαμώτη μου, πάντα αλλαγές στο σετ, πάντα εκπλήξεις και ποτέ πλήξεις για το αν και τι θα ακούσεις. Σε συνοδεία με το “Sinner” όπου ο ένας, μοναδικός κι απόλυτος μεταλλικός ΘΕΟΣ της μουσικής μας, δείχνει ότι δεν αστειεύεται και ότι ακούγεται ακόμα καλύτερος από το 2022, ενώ είναι εμφανές ότι βγάζει τη συναυλία πιο άνετα, μην ξεχνάμε ότι πρόπερσι έπιανε την καρδιά του πολύ συχνά.
Αυτή τη φορά ο Rob Halford με ένα σετ η αλήθεια να λέγεται πιο στα μέτρα του ανθρωπίνως δυνατού, χωρίς “One Shot At Glory”, “Freewheel Burning”, “Hell Patrol”, “The Sentinel”, “A Touch Of Evil” και “Blood Red Skies” όπως πρόπερσι (ΔΕΝ ξαναγίνεται τέτοιο σετ, μην το ψάχνετε), βγάζει χωρίς πρόβλημα και πόνους τη συναυλία και μέχρι το τέλος κάνει τον κόσμο να απορεί με τις αντοχές του αλλά και το συνολικό του αποτύπωμα για πάνω από μισό αιώνα. Θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς το “Crown Of Horns”, το θεωρώ από τα fillers του εκπληκτικού τελευταίου δίσκου τους και σίγουρα θα προτιμούσα κάποιο άλλο κομμάτι στη θέση του, αυτό όμως χωρίς το οποίο δε μπορώ να ζήσω σε συναυλία τους είναι το “Turbo Lover”, δε γίνεται απλά να μην υπάρχει στο σετ αυτό το κομμάτι, που πάντα θα εκπροσωπεί την πιο ανέμελη εποχή τους. Το ομότιτλο κομμάτι του “Invincible Shield” προλογίζεται από τον Metal God με αναφορά στη διαδρομή τους μέσα στα χρόνια και ότι ο νέος δίσκος βγήκε ακριβώς 50 χρόνια μετά το “Rocka Rolla” και είναι ακόμα εδώ να κυκλοφορούν δίσκους, και τι δίσκους θα προσθέσει κάποιος! Ποιό κομμάτι για πάντα ορίζει την αρχή του metal δίπλα στο heavy;
Σωστά. Το ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΕΣ “Victim Of Changes” προκαλεί ρίγη όπως κι ο ίδιος ο Rob Halford που είναι σε φρενήρη κατάσταση και λίγο πριν τα 73 του, με το πρόσωπο του κατακόκκινο από την ένταση, με τον ιδρώτα να τον έχει λούσει σε κάθε εκατοστό και με 20 κιλά ρούχα πάνω του –και μάλιστα δερμάτινα και μακρυμάνικα- στέκει υπεράνω όλων. Πόσοι και πόσοι θα αναφωνήσουν σε διάφορα σημεία της συναυλίας «ο μπαμπάς μας», «γονέας 1», «πατέρα σ’ευχαριστούμε» και διάφορα ανάλογα ΚΑΘΟΛΟΥ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ για την αξία του και όσα κάνει… Φαινόμενο πραγματικό. Η γνώριμη διασκευή στο “The Green Manalishi (With The Two Prong Crown” των Fleetwood Mac είναι πλέον αναπόφευκτη, σίγουρα όλοι θα προτιμούσαμε ένα άλλο δικό τους κομμάτι αλλά είναι τόσο ευχάριστη η προσθήκη του που το κάνουμε πέρα. Ο Scott Travis παίρνει το μικρόφωνο, όλοι ξέρουμε τι θα ακολουθήσει, απλά μας μπιζάρει λέγοντας «τι θέλετε να ακούσετε;», η απάντηση θαρρώ και θεωρώ γνωστή, το κοινό ξελαρυγγιάζεται αλλά ο Travis ακάθεκτος, «οκ το καταλαβαίνω, αλλά είμαστε στην Ελλάδα, άρα πρέπει να το ακούσω πραγματικά δυνατά όπως μας έχετε συνηθίσει, τι θέλετε λοιπόν να ακούσετε;» με Ο-Λ-Η την Πλατεία Νερού να απαιτεί, να επιζητά, να θέλει να λυτρωθεί με τον Παυσίπονο.
Το “Painkiller” δεν στέκει μόνο ως υπερβατική δήλωση «εμείς είμαστε το μέταλλο» εν έτει 1990 την εποχή που είχαν άκρατο ανταγωνισμό και από πιο σκληρές και γρήγορες μπάντες, αλλά είναι και το σημείο τομής των παλιότερων με τις νεότερες γενιές, άρα καταλαβαίνετε τι συνέβη. Αυτή τη φορά δεν είχαμε ατμόσφαιρα Καραϊσκάκη όπως το 2022 με τα καπνογόνα που έκαναν κόκκινη την Πλατεία Νερού (υπήρξε σχετική ανακοίνωση/προειδοποίηση άλλωστε) αλλά άναρθρες κραυγές συνέχισαν να βγαίνουν από κάθε στόμα έτσι το κύριο σετ τελείωσε θριαμβευτικά. Με μικρή παύση, ακούμε την απόλυτη εισαγωγή και στη συνέχεια το απόλυτο riff που θα ορίζει για πάντα το heavy metal. “The Hellion” και καπάκι “Electric Eye” και όταν ο Rob Halford λέει “I’m made of metal” όχι απλά τον πιστεύεις, αλλά και να ήθελες, δε θα το αμφισβητήσεις ποτέ ξανά μ’αυτό που βλέπεις να κάνει. Όχι δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι καν Θεός, είναι ένα ον από άλλο σύμπαν που απλά ΕΤΥΧΕ να συμπέσουμε στην ίδια εποχή που βρέθηκε στον πλανήτη Γη και να τον κοσμεί με την απαστράπτουσα παρουσία του. Τελειώνει το κομμάτι με ήχους μηχανής να μαρσάρουν και τον από πάνω ως κάτω δερμάτινο Rob Halford να καβαλάει τη Harley και όποιον τον αμφισβήτησε μαζί.
“Hell Bent For Leather” σε επίδειξη υπερμεγέθους πριαπισμού από πλευράς Judas Priest, λίγο πριν η βραδιά τελειώσει με την συμπλήρωση 90’ με το “Living After Midnight” σε απόλυτη πάρτυ ατμόσφαιρα και τον κόσμο να μονολογεί «τι κάνανε πάλι οι π…ες» και διάφορα άλλα… όμορφα κοσμητικά επίθετα. Μία εμφάνιση πολύ μεστή, που δεν κυριάρχησε ο εντυπωσιασμός, η τσίτα και η υπερβολή άλλων προηγούμενων εμφανίσεων τους, αλλά απολύτως συγκεντρωμένοι και επαγγελματίες και με τον χρόνο αμείλικτο ακόμα και για τον Metal God, που θα βγει με τους υπόλοιπους να υποκλιθεί, να μας υπενθυμίζει ότι τα χρόνια περνάνε και όμως, είναι ακόμα όρθιοι και στις επάλξεις και τραβάνε από το χέρι όλες τις άλλες μεταλλικές μπάντες, μεγάλες και μικρές, δείχνοντας τους το δρόμο που πρέπει να ακολουθούν, με πλήρη ειλικρίνεια, υπερασπιζόμενοι την πίστη όπως είπε και ο Halford, με το κεφάλι (πάνω και κάτω) ψηλά και με το συναίσθημα ότι στο τέλος κάθε βραδιάς, τα έχουν δώσει ΟΛΑ για αυτούς που τους ακολούθησαν τότε, που τους ακολουθούν τώρα και που δε θα σταματήσουν να ακολουθούν όσες 50ετίες κι αν περάσουν μελλοντικά. Ένα πλήρως χορταστικό πακέτο συναυλίας για πάνω από 6 ώρες και με σχεδόν 20.000 κόσμο που έφυγε λαμπερός και χωρίς να κοιτάει πίσω.
Πρόσθετες παρατηρήσεις που θεωρώ απαραίτητο να τονιστούν:
-Σε κάθε τους συναυλία οι Saturday Night Satan είναι καλύτεροι, πιο ανέμελοι και πιο έτοιμοι για μεγάλα πράγματα, είμαι πολύ τυχερός να έχω δει κάθε Αθηναϊκή εμφάνιση τους ως τώρα και περνάω πάντα τέλεια όσο παίζουν, με δεύτερο δίσκο σύντομα και ακόμα μεγαλύτερης διάρκειας σετ, θα μιλάμε σε πολύ διαφορετική βάση.
-Οι Accept με δυο κιθάρες ήταν πάντα σύμβολο βαρύ ήχου και riffs, οι Accept με τρεις κιθάρες και ειδικά τον Joel Hoekstra που πιάνει για τρεις από μόνος του, είναι απλά ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ. Δεν ξέρω αν και πως πρέπει να βρεθεί η φόρμουλα να μείνει μόνιμα στο συγκρότημα, ξέρω ότι ΠΡΕΠΕΙ να γίνει με οποιοδήποτε κόστος, τους απογείωσε όσο δε λέγεται και οφείλουν επιστροφή μαζί του σε αποκλειστικό δικό τους σετ ως headliners.
-Πάρα πολλοί έδωσαν βάση στο συμβάν πρόπερσι με τον Bruce Dickinson με τους Iron Maiden και την περιβόητη φράση. Αρκετοί ήθελαν να ζητήσει μία συγνώμη κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του. Θεωρώ ότι όπως παραδέχθηκε δημόσια ο ίδιος, έχει καταλάβει το λάθος και σωστά δεν έριξε λάδι στη φωτιά. Φοβήθηκα πολύ ότι θα υπήρχαν αντιδραστικοί που θα έφερναν καπνογόνα για να γίνει μανούρα και να τον προκαλέσουν, ευτυχώς κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Κέρδισε τους πόντους που έχασε το 2022 με τη στάση του και την ειλικρινή χαρά του που βρέθηκε στη χώρα μας. Δεν τον αγιοποιώ, ωστόσο δε θέλω να τον χτυπάμε κιόλας μετά από τέτοια απόδοση και την όλη του στάση. Αν υπήρξε ένα «μείον» μόνο κατ’εμέ, είναι που βγήκε μετά από τέτοιους Accept και πριν από τέτοιους Judas Priest. Tίποτα άλλο.
-O Richie Faulkner αδιαμφισβήτητα πλέον τραβάει τους Judas Priest και τους οδηγεί σε μία επίδειξη φρεσκάδας και σοβαρής σκηνικής παρουσίας. Δεν αντικαθιστά μόνο τον K.K. Downing αλλά και τον Glenn Tipton πρακτικά ταυτόχρονα, παίζοντας τα περισσότερα μέρη τους, με τον Andy Sneap να του προσφέρει αρκετές ανάσες όπου πρέπει. Μην ξεχνάμε και τι πήγε να πάθει το παλικάρι. Όχι απλά το ξεπέρασε αλλά το ζει με το μεδούλι, τιμάει την τεράστια κληρονομιά της μπάντας που αγαπούσε σαν παιδί και δείχνει ότι όταν κυνηγάς το όνειρο σου με όλες σου τις δυνάμεις, θα πετύχεις το στόχο σου ακόμα κι αν αυτός μοιάζει αδύνατος. Να είσαι γερός παλίκαρε!
-Οι γιατροί/διασώστες έκαναν εξαιρετική δουλειά με έγκαιρες και τάχιστες παρεμβάσεις, το είδα ειδικά και στους Duran Duran, το είδα και χθες, παρότι ο καιρός σχετικά καλύτερος, αρκετοί λιποθύμησαν κι έχασαν τις αισθήσεις τους, ειδικά με τόσο κόσμο χθες, τους αξίζουν συγχαρητήρια καθώς το έργο τους δεν είναι εύκολο και ειδικά όταν πρέπει να περάσουν μέσα από χιλιάδες για να είναι εκεί την κρίσιμη στιγμή για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
-Μεταφέρω την επιθυμία των περισσότερων εκεί έξω για τις μπάντες που θέλουν να δουν μελλοντικά στο Release Festival. Κυριαρχεί η ανάγκη για μπάντες που δεν έχουμε δει ποτέ, Pantera, Trivium, Avenged Sevenfold, Autopsy, Axel Rudi Pell, Revocation, Skeletal Remains, για μπάντες που έχουμε να δούμε πολλά χρόνια ή θα θέλαμε να δούμε αλλιώς, Mercyful Fate, King Diamond, Running Wild, Suicidal Tendencies, Napalm Death, για μπάντες που ξέρουμε ότι μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω, Lamb Of God, Machine Head, Volbeat, πολλοί θέλουν να δουν τον Kerry King με τη φοβερή μπάντα που έχει στο πλάι του, τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τις πολλές επιθυμίες του κοινού, θεωρώ θα γίνει η καλύτερη δυνατή προσπάθεια από πλευράς φεστιβάλ, αλλά το ότι απ’ότι έμαθα έγιναν σχετικές ερωτήσεις σε πολλούς θαμώνες από πλευράς διοργανωτών, ίσως και να μαρτυράει την προσπάθεια που θα γίνει προς αυτή την κατεύθυνση, θα είναι ευχής έργον.
Να τιμάτε πάντα ανάλογες μαζώξεις, η προσέλευση ήταν συγκινητική κι αντάξια της προσφοράς όλων όσων εμφανίστηκαν, η ζωή είναι στιγμές που οφείλουν να είναι όμορφες, ας συμβάλλουμε ο καθένας στο να γίνονται περισσότερες.
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας (Judas Priest, Bruce Dickinson)
Δημήτρης Σούρσος (Accept, Saturday Night Satan)
Φωτογραφίες: Γιάννης Λιβανός (John Metalman Photography)