Ανταπόκριση: ULCERATE, Prometheus @ Κύτταρο, Αθήνα (14/10/2024)


 

Η πρώτη και τελευταία χρόνια που οι Ulcerate είχαν επισκεφθεί την Αθήνα ήταν πίσω στο 2017. Τότε είχαν μόλις κυκλοφορήσει πιθανότατα το άλμπουμ της χρονιάς (“Shrines Of Paralysis”) και κατά γενική ομολογία τον καλύτερο τους δίσκο. To 2020 είπαν να ξανακυκλοφορήσουν το άλμπουμ της χρονιάς και να περάσουν τα σκήπτρα της κορυφαίας κυκλοφορίας τους στο “Stare Into Death And Be Still”. Δυστυχώς η COVID μας τους στέρησε συναυλιακά, όπως και πολλούς άλλους εκείνη την περίοδο. Φέτος το pattern επαναλήφθηκε με το “Cutting The Throat Of God” και οι αρχέγονες συμπαντικές δυνάμεις θα φρόντιζαν να τους δούμε ζωντανά τόσο σε Θεσσαλονίκη, όσο και στην Αθήνα.

 



Οι Θεσσαλονικείς Prometheus αποτέλεσαν ιδανική επιλογή για να ανοίξουν τη βραδιά. Σαφώς, η έμφαση από μεριάς τους πέφτει περισσότερο στο black και λιγότερο στο death metal στοιχείο του ήχου τους, ενώ έχουν εντάξει σε αυτόν αρκετά τεχνικά όσο και dissonant στοιχεία, σε μια συνειδητή προσπάθεια να επεκτείνουν την παλέτα τους. Αν και μάλλον κάπως μαγκωμένοι στην αρχή της εμφάνισης τους, καθώς κυλούσαν τα λεπτά κατάφεραν να ξεδιπλώσουν ικανοποιητικά τόσο τις εκτελεστικές, όσο και τις συνθετικές τους ικανότητες, αφήνοντας θετικότατες εντυπώσεις.



Σε αυτά τα περίπου σαράντα λεπτά που μεσολάβησαν, η προσμονή για την άφιξη των Ulcerate αυξανόταν εκθετικά, καθόσο σωνόταν ο χρόνος. Μέχρι που στις 22:30, για αυτές τις εκατοντάδες υπάρξεις εντός του Κυττάρου σταμάτησε. Από τις πρώτες δονήσεις άρχισα να νιώθω ένα όλο και πιο δυσβάσταχτο βάρος στην κάτω γνάθο μου, η οποία επιζητούσε επιτακτικά να αγγίξει το πάτωμα.



Ο ήχος τους σεμιναριακός: Δυνατός, χωρίς να είναι εκκωφαντικός, ογκώδης και πάνω από όλα πεντακάθαρος. Ειδικά στην κιθάρα σε ακραίο ήχο, δεν έχω ξανακούσει τέτοια ακρίβεια και λεπτομέρεια. Η φράση “καλύτεροι κι από τον δίσκο” βρήκε εδώ την πλήρη της εφαρμογή. Όχι σαν ένα σύνηθες κλισέ, αλλά διότι μπορούσες να απολαύσεις την ηχητική τους αύρα στην ολότητα της. Στους δίσκους καλώς ή κακώς υπάρχει ξεκάθαρη χειραγώγηση της μίξης, ώστε να ακουστούν υπέρ του δέοντος χαώδεις, χάνοντας έτσι ο ακροατής κρίσιμη πληροφορία.



Τη Δευτέρα το βράδυ τα ακούσαμε και τα είδαμε όλα. Το πως η μία κιθάρα του Michael Hoggard μπορεί να loop-άρει μαεστρικά και να ακούγεται σαν εκατό, το πως οι χαμηλές συχνότητες του μπάσου του Paul Kelland μπορούν να ακούγονται υπερ-ογκώδεις και ταυτόχρονα να έχουν ambient απολήξεις και φυσικά όλα τα μικρά nuances στο εξωφρενικό drumming του Jamie Saint Merat, που μπορούν και κάνουν όλη τη διαφορά.



Είναι παροιμιώδης η ευκολία με την οποία μπορούσαν να μεταβούν από καθολική επίθεση στις αισθήσεις, σε σχεδόν ψυχεδελικά ατμοσφαιρικά μέρη ή σε ένα απλό ρυθμό 4/4 και να τον κάνουν να ακούγεται 100 φορές πιο βαρύς, κουβαλώντας όλη τη γκρούβα του κόσμου. Δεν είναι απλά οι τεχνικές τους ικανότητες, που τους κάνουν και ξεχωρίζουν. Πιθανότατα υπάρχουν και καλύτεροι παίχτες από αυτούς, στο κορυφαίο επίπεδο που παίζουν. Είναι ο sui generis τρόπος που προσεγγίζουν τον ήχο και τις συνθέσεις τους, σε βαθμό που ελάχιστοι έχουν προσπαθήσει και κανείς δεν έχει επιτύχει να τους αντιγράψει (αν και οι Kvadrat κάπως ακούμπησαν). Αυτό το πράγμα να το βλέπεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου είναι ασύλληπτο.



Στο σημείο που έχει φτάσει η εξέλιξη τους, ήταν φυσικό επακόλουθο να εστιάσουν στις δύο τελευταίες τους δουλειές -με το φετινό “Cutting The Throat Of God” να παίρνει τη μερίδα του λέοντος-, εις βάρος της πρότερης επίσης εξαιρετικής δισκογραφίας τους. H επιλογή αυτή ενδεχομένως να ξένισε τους παλαιότερους ακόλουθους τους, όμως και για αυτούς είχαν φροντίσει, με μια κολασμένη εκτέλεση του “Everything Is Fire” στο encore να αφήνει μόνο αποκαΐδια πίσω της και ένα ολόκληρο Κύτταρο να αναρωτιέται αν αυτό που μόλις είχε βιώσει ήταν όντως πραγματικότητα ή κάποιο είδος ομαδικής παραίσθησης.

 

 

Κείμενο: Δημήτρης Σούρσος

Φωτογραφίες: Μαρία Μέλλιου (MyMlivestories Photography)


Comments