"I feel that the relationship that Brendan and I shared cannot be traditionally termed romantic. In retrospect, it would be deemed as two highly impassioned minds and souls, excited and inspired by common and opposite interests. I would say that we shared an apprenticeship at that time and this is not to be found in academic circles. We shared poetic romanticism and pondered darkness and pure light in search of a means to escape the horrible mediocrity that was the alternative to the choices that we made exploring life as artists."
Οι παραπάνω γραμμές δια στόματος Lisa Gerrard, αποτελούν περιεκτικά την πεμπτουσία της μουσικής των Dead Can Dance, που έμελλε να αποτελέσει την βάση ,πάνω στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ένα τόσο ξεχωριστό είδος, που έδεσε περίτεχνα την νεομεσαιωνική, αναγεννησιακή αλλά και μπαρόκ τεχνοτροπία και συνετέλεσε, αφ'ενός στο να διαμορφωθεί μια ολόκληρη μουσική σκηνή και αφ'ετέρου να τους προσδώσει ένα cult status, που γιγαντώθηκε από την βαθιά επίδρασή τους σε μεταγενέστερες μπάντες του σκληρού ήχου και μη, που τους μνημονεύουν έως και σήμερα.
Όταν ένα χρόνο πριν περίπου ανακοινώθηκε η προετοιμασία νέου δισκογραφικού υλικού ,το οποίο θα συνοδευόταν από παγκόσμιο τουρνέ,νομίζω πως το σκίρτημα που νιώσαμε από την ενδόμυχη επιθυμία να απολαύσουμε ζωντανά αυτή την μπάντα-φαινόμενο,ήταν αναμενόμενο,όπως αναμενόμενη ήταν και η αγωνία μας να δούμε τι θα μας επιφύλασσε η κυριολεκτική "ANASTASIS" του θρυλικού ντουέτου μετά από 16 χρόνια.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Από το "Spiritchaser" του 1996 και έπειτα ,η χρονική περίοδος που ακολούθησε για την Lisa Gerrard ,σηματοδοτήθηκε κυρίως από solo δουλειές και συμμετοχές σε soundtracks, με αποκορύφωση τα καταπληκτικά "The Mirror Pool" και "Immortal Memory" ,δύο albums που κινήθηκαν σε έναν new age, world music ήχο ,που ήταν καθ'όλα οικείος σε ένα εξοικειωμένο αυτί με την μουσική των Dead Can Cance.Από την άλλη, ο έτερος πόλος που ακούει στο όνομα Brendan Perry, έκανε αίσθηση με το "Eye Of The Hunter" ,το οποίο ακολουθούσε μια πιο folkish κατεύθυνση, μακριά από τους DCD μεν, αλλά τόσο ιδιαίτερη δε, που μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε.
Αξιοσημείωτες δουλειές ένθεν και ένθεν στο σύνολό τους, οι οποίες αν μη τι άλλο εμπλούτισαν τις δισκογραφίες των δημιουργών τους, αλλά απ'ότι φαίνεται πίσω από όλα αυτά , οι δύο ιθύνοντες νόες ουδέποτε σταμάτησαν να ονειρεύονται ένα δυνατό comeback ,που τελικά έγινε πραγματικότητα με ένα album που δικαιωματικά αξίζει να φέρει το όνομα των Dead Can Dance στο εξώφυλλό του.
Το όνομα αυτού : Anastasis
To ποιόν του : Τρεις πράξεις καθοριστικής σημασίας και ουσίας.
Act I : Lisa Gerrard & Brendan Perry
Το γεγονός ότι διανύουν την πέμπτη δεκαετία της ζωής τους ,αποτελεί ίσως ένα χαρακτηριστικό που σε άλλες περιπτώσεις μάλλον ενδοιασμούς θα δημιουργούσε, για τα υψηλά στάνταρντς που απαιτούνται ώστε να αποδοθεί άρτια μια τέτοιου είδους μουσική. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει καμιά σημασία όμως, γιατί ο χρόνος φαίνεται να είναι και το υπερατού τους, που τους οδηγεί σε καθηλωτικές ερμηνείες, καταδεικνύοντας ότι δεν έχουν χάσει σπιθαμή από την λάμψη και το αστείρευτο πηγαίο ταλέντο τους. Εκεί που η βαρύτονη φωνή του Perry ,συναντά την απόκοσμη χροιά της Gerrard ,το αποτέλεσμα είναι τα κομμάτια να επιφορτίζονται με περισσή λυρικότητα, πλημμυρίζοντας τα με συναισθηματικά ερεθίσματα. Επίσης ,το contrast στις φωνές τους, καθώς εναλλάσσονται οι συνθέσεις, δημιουργεί εκείνη την μυθική ατμόσφαιρα των albums τους στα 80'ς, που ταλαντεύεται επιδεκτικά μεταξύ φωτός και σκοταδιού.
Act II : Anastasis
Αν και θεωρώ κάθε κυκλοφορία των Dead Can Dance αυθύπαρκτη και ασύγκριτη ως προς το περιεχόμενό της ,εντούτοις το album έχει μια συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση που δεν γίνεται να την αγνοήσουμε και αυτή το κατατάσσει στην χρονική περίοδο ανάμεσα στα "Within the Realm of a Dying Sun" και "The Serpent's Egg" ,με το μελαγχολικό νεομεσαιωνικό μοτίβο να υπερθεματίζει κάθε πτυχή του δίσκου,συνεπικουρούμενο από σκόρπια ethnic στοιχεία που συμπληρώνουν το γεμάτο γλαφυρότητα σκηνικό. Αλήθεια ,πως γίνεται κάτι να ακούγεται τόσο ανεπιτήδευτα φρέσκο αλλά να συντηρεί συνάμα το μαγικό feel που ακτινοβολούσαν οι δύο προαναφερθείσες δουλειές τους; Οι εξαιρετικές ενορχηστρώσεις και ο προσεγμένος ήχος-παραγωγή είναι το κλειδί στο παραπάνω ερώτημα, που αναδεικνύουν καθαρά το πλήθος των οργάνων που ανέκαθεν έπαιζαν βασικό ρόλο στο ακουστικό αποτέλεσμα της μουσικής των DCD. Όπως κάθε δίσκος τους ,έτσι και αυτός ,απαιτεί προσήλωση, προσοχή και κατάλληλες συνθήκες για να αφουγκραστεί όπως πρέπει και να ξεδιπλώσει το μεγαλείο του.
Act III : The Core
Εδώ έχουμε οκτώ ισάξιες συνθέσεις που -με εξαίρεση το "Return Of The She-King"- έχουν χωριστεί ανάμεσα στους Gerrard & Perry.Από τα διακριτικά horns του εναρκτήριου "Children of the Sun" ,μέχρι και τα συγκλονιστικά "Anabasis" ,"Amnesia" ,"Opium" ,όπου τα δύο τελευταία θα μπορούσαν να αποτελούν εν δυνάμει υλικό του "The Serpent's Egg", κυριαρχεί μια μεγαλοπρέπεια και μια καλλιτεχνική έπαρση, που κάνει οτιδήποτε άλλο να φαίνεται τόσο μικρό και ασήμαντο. Προσέξτε το τρίλεπτο ethnic κλείσιμο του "Kiko" μετά τo αιθέριο "παραλήρημα" της Gerrard...τόσο ανατριχιαστικό...τόσο επιβλητικό...τόσο αριστουργηματικό...
Ό,τι είναι ευμετάβλητο ,δεν πιάνεται και δεν μπορεί να καταναλωθεί. Αυτό ακριβώς είναι και οι Dead Can Dance και κατά προέκταση το Anastasis : Ένα άπιαστο μοναδικό έπος που δίνει πνοή στο κατακερματισμένο σκηνικό του αναμασήματος, της αρπαχτής και της λαϊκίστικης αντίληψης & αισθητικής, αποδεικνύοντας περίτρανα,πως και μετά από 16 χρόνια, το άστρο τους λάμπει ακόμα και πως η λέξη μετριότητα δεν έχει καμία θέση στην ιστορία και πορεία τους.
Βαθμολογία : 90/100
Tracklist :