A STAR IS BORN
Τα 52 του χρόνια κλείνει σήμερα ο Jon Oliva, ηγετική φυσιογνωμία των Savatage. Με τους γονείς και τα τρία αδέρφια του έζησαν τέσσερα χρόνια στην California μετακομίζοντας διαρκώς, μέχρι το 1976 που εγκαταστάθηκαν στη Florida. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδελφός του Criss, που υπήρξε συνιδρυτής των Savatage, ανέπτυξαν από πολύ νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για τη μουσική, πράγμα μάλλον λογικό αφού ο πατέρας τους ήταν πιανίστας και στο σπίτι υπήρχε πιάνο. Άρχισε να παίζει πιάνο στα 11 χρόνια του, όντας ανυπόμονος όμως, έπιασε παράλληλα και τις κιθάρες και τα ντραμς που υπήρχαν επίσης στο σπίτι του. Το μόνο που έλειπε ήταν το μπάσο και για το λόγο αυτό, αγόρασαν ένα, πράσινο, σε σταγονειδές σχήμα, με μαύρες νάιλον χορδές, το πιο απαίσιο μπάσο που υπήρχε στον κόσμο, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Ως έφηβος ξεκίνησε να παίρνει πιο σοβαρά τη μουσική και μαζί με τον αδερφό του, έπαιξαν για πρώτη φορά σε ένα ανοιχτό πάρτυ στη γειτονιά διασκευές από Kiss, Deep Purple, Black Sabbath και ZZ Top. Αν και αρχικά ο Jon είχε αναλάβει το ρόλο του κιθαρίστα, συνειδητοποίησε ότι ο Chris ήταν καλύτερος, οπότε αντάλλαξαν όργανα και έτσι άρχισε να παίζει μπάσο και να τραγουδάει. Το 1977 τον διώχνουν από το σχολείο και ψάχνοντας για δουλειά, βρίσκει μέσω αγγελίας μια μπάντα, τους Metropolis, που παίζουν σε μαγαζιά διασκευές και χρειάζονται άτομο. Παίζοντας εκεί κιθάρα και πλήκτρα, αποκτά εμπειρία, τα παρατάει όμως όταν κουράζεται. Για λίγο καιρό, οι δρόμοι των Jon και Criss είχαν χωριστεί, ξαναενώθηκαν όμως για να σχηματίσουν τους Avatar που περιείχαν μέλη από τις δύο πρόσφατες μπάντες τους, τους Alien και Tower αντίστοιχα. Οι Avatar στην πρωτογενέστερη μορφή τους είχαν, εκτός από φοβερό εξοπλισμό, πέντε μέλη στη σύνθεσή τους, με τον Jon στα ντραμς και τα φωνητικά και τον Criss στην κιθάρα. Μετά από λιγο καιρό τα υπόλοιπα τρία μέλη της μπάντας αποφασίζουν να αποχωρήσουν επειδή σύμφωνα με το Jon ζήλευαν το γεγονός ότι δεν λάμβαναν την ίδια προσοχή από την τοπική μουσική σκηνή, οπότε τα αδέρφια μένουν οι δυο τους. Βρίσκουν κανονικές δουλειές και προς το τέλος της μέρας πηγαίνουν σε ένα μέρος με όνομα “The Pit” που κάνουν εξάσκηση και γράφουν κομμάτια. Εκεί βρίσκονται με τον ντράμερ Steve Wacholz, τον οποίο γνωρίζουν από το 1977, όταν έτυχε να τους δει να παίζουν στο γυμνάσιο τους και είχε εντυπωσιαστεί. Επίσης έχει περάσει και από ακρόαση από τους Alien, το γκρουπ του Jon και γενικώς κρατάει επαφή με τους Oliva συμμετέχοντας μαζί τους τελικά στη σύσταση μιας νέας εκδοχής των Avatar. Ο Jon αποφασίζει να αφοσιωθεί στο ρόλο του τραγουδιστή οπότε η μπάντα ψάχνει για μπασίστα τον οποίο βρίσκει τελικά στο πρόσωπο του Keith Collins. Αργότερα την ίδια χρονιά, ένας τοπικος ραδιοφωνικός σταθμός, αναζητά τοπικά ταλέντα για να συμμετάσχουν σε ένα άλμπουμ. Γίνεται διαγωνισμός ανάμεσα σε εκατοντάδες υποψηφίους και είναι τελικά οι Avatar αυτοί που συμμετέχουν τελικά στο δίσκο, όχι με ένα αλλά με δύο κομμάτια, τα "Rock Me" και "Minus Love," που αρχίζουν να παίζονται κατά κόρον από τα ραδιόφωνα. Η αρκετά μεγάλη φήμη που έχουν αποκτήσει, μετά και την κυκλοφορία ενός EP που πούλησε 1000 αντίτυπα, τους επιτρέπει να ηχογραφήσουν ολόκληρο δίσκο. Οι ηχογραφήσεις κρατάνε δύο μέρες, τη νύχτα όμως πριν το “Sirens” πάει να τυπωθεί, ενημερώνονται ότι υπάρχει κάποια ευρωπαϊκή μπάντα με το ίδιο όνομα που θα προχωρήσει σε μηνύσεις αν κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Το όνομα έπρεπε να αλλάξει και μάλιστα επί τόπου ώστε να γίνει την επόμενη ο δίσκος. Ο ίδιος ο Jon, θυμάται: «Γράψαμε το ‘’Avatar’’ σε ένα μεγάλο χαρτί και ο Criss πρότεινε να βάλουμε μπροστά ένα μεγάλο –S- (κάτι από –Kiss-), οπότε έγινε “Savatar”, κάτι που από τη μία μας άρεσε αλλά από την άλλη έμοιαζε λίγο με το όνομα κάποιου κακού δεινοσαύρου. Όποτε ξαφνικά, από το πουθενά, μάλλον η γυναίκα του Criss πρότεινε να φύγει το –R- και στη θέση του να μπει ένα –GE-. Η ιδέα ενθουσίασε και από εκείνη τη στιγμή ήμασταν οι Savatage». Το “Sirens “έλαβε πολύ κριτικές, με την Atlantic Records, να δείχνει ενδιαφέρον για την μπάντα και το συμβόλαιο να έρχεται γρήγορα. Ακολουθούν έξι άλμπουμ, τα περισσότερα από αυτά εξαιρετικά, που εκτοξεύουν τη δημοτικότητα των Savatage, βοηθώντας τους να ανέβουν στα ψηλότερα σκαλιά του καλλιτεχνικού στερεώματος, η τραγωδία όμως έρχεται και τους βρίσκει όλους απροετοίμαστους, όταν τον Criss Oliva, παρασύρει ένας μεθυσμένος οδηγός, τον Οκτώβρη του 1993 και χάνει τη ζωή του. Ο Jon αποφασίζει να συνεχίσει, μολόνοτι αισθάνεται άδειο το συγκρότημα χωρίς εκείνον, για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του μέσα από τη μουσική. Το “Handful or rain” είναι αφιερωμένο σε εκείνον. Ως το 2001, κυκλοφόρησε τρία άλμπουμ ακόμη, με το “Dead Winter Dead”, του 1995 να σημειώνει τεράστια επιτυχία. Το 2003, ο μουσικός έκανε δική του μπάντα, τους Jon Oliva's Pain, στους οποίους βρίσκεται μέχρι σήμερα έχοντας κυκλφορήσει τέσσερα άλμπουμ με τελευταίο το “Festival”, του 2010. Αυτόν τον καιρό οι Jon Oliva's Pain βρίσκονται σε ευρωπαϊκή περιοδεία στα πλαίσια της οποίας το RockOverdose.gr είχε την ευκαιρία να συναντήσει τον ιδρυτή τους σε μια συζήτηση εφ όλης της ύλης. Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη στον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.rockoverdose.gr/news_details.php?id=13619
A STAR FALLS
Δεκατρία χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του ντράμερ Gar Samuelson, γνωστός από τη συμμετοχή του στους Megadeth και ειδικότερα στα δύο πρώτα τους άλμπουμ. Φίλος με τον Chris Poland, οι δυο τους έκαναν εξάσκηση και έπαιζαν παρέα για αρκετά χρόνια μέχρι που ενσωματώθηκαν σε μια jazz fussion μπάντα ονόματι The New Yorkers. Αφού γνωρίστηκε με τους Mustaine και Ellefson, ενσωματώθηκε στο γκρουπ τους με τον Poland να ακολουθεί λίγους μήνες αργότερα. Έπαιξε στα “Killing Is My Business... and Business Is Good!”, και “Peace Sells...But Who's Buying?”, λαμβάνοντας μέρος και στις περιοδείες που ακολούθησαν, απολύθηκε όμως τον Ιούλιο του 1987 γιατί παραέκανε έντονη χρήση ναρκωτικών, κυρίως ηρωίνης, με το Mustaine να δηλώνει ότι ήταν πολύ δύσκολο να τα βγάλουν πέρα μαζί του όταν βρισκόταν υπό την επήρεια. Σε κάποια συνέντευξη του, ο Samuelson είχε δηλώσει, ότι οι Megadeth εκτός από μέρος για speed metal ήταν μέρος και για ανεξέλεγκτες καταχρήσεις. Έτσι, πέρα από τον Mustaine, όλοι ήταν χωμένοι βαθιά στην κοκαΐνη και την ηρωίνη, αλλά ο ίδιος μετά από πέντε χρόνια έντονης εξάρτησης συνειδητοποίησε πως δε μπορούσε να συνεχίσει έτσι, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έφυγε από μόνος του και δεν τον έδιωξαν. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος και ο αδερφός του, σχημάτισαν τους Fatal Opera και κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ το 1995 και 1997. Στις 22 Ιουλίου του 1999, ο ντράμερ πέθανε σε ηλικία 41 ετών από ηπατική ανεπάρκεια. Το σώμα του αποτεφρώθηκε και ο στάχτες του σκορπίστηκαν στον Ατλαντικό Ωκεανό. Γενικά οι jazz επιρροές του πέρασαν στο παίξιμο του και μάλιστα σε φάσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές, όπως στη διασκευή του "These Boots" και συγκριτικά με τις άλλες thrash metal της δεκαετία των 80’s το στυλ παιξίματός του θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ανορθόδοξο.
ALBUM ANNIVERSARY
Πηγαίνοντας 15 χρόνια πίσω σαν σήμερα, συναντάμε το “Outcast” των Kreator, αρκετά ιδιάζουσα περίπτωση για άλμπουμ της συγκεκριμένης μπάντας. Διανύοντας τη δεκαετία των περιβόητων 90’s και οι Γερμανοί thrash metallers όπως και πολλοί άλλοι, περνάνε μια φάση πειραματισμού που έχει ξεκινήσει από το 1992 με το “Renewal”. Στα επτά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει μέχρι το Outcast, η μπάντα έχει δοκιμάσει να αντικαταστήσει πολλά από τα thrash στοιχεία της με άλλα Gothic, Industrial ή Heavy προς απογοήτευση πολλών οπαδών της. Το όγδοο άλμπουμ των Kreator είναι το τρίτο μέρος αυτής της πειραματικής φάσης, με ήχο ασυνήθιστο και μη αναμενόμενο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ενδιαφέρον ή καλός. Μοιάζει λιγάκι με πειραματικός thrash που σε φάσεις γίνεται πιο σκοτεινός και μυστηριακός. Τα κομμάτια, που παρουσιάζουν ποικιλία μεταξύ τους, έχουν επιρροές από gothic και heavy, τα riff έχουν απαλλαχθεί από τα βίαια στοιχεία και τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες τους και έχουν γίνει πιο μελωδικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε στιγμές δεν είναι έντονα. Στα θετικά του δίσκου, συγκαταλέγονται, η παραγωγή που είναι ανώτερη από το “Cause for Conflict” που είχε προηγηθεί, το μπάσο που παίζει σημαντικό ρόλο και ακούγεται με ευκρίνεια καθώς και η επιστροφή του Jürgen Reil στα τύμπανα. Όπως συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις, το “Outcast” που έχει ενδιαφέροντα στοιχεία να επιδείξει είναι από τα άλμπουμ που άλλοι οπαδοί των Kreator, απεχθάνονται, άλλοι αντιμετωπίζουν χαλαρά και λίγοι εκτιμούν. Αν μη τι άλλο πάντως περιέχει την επιτυχία “Phobia” που τουλάχιστον στη χώρα μας έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα.
Δεκαεννιά χρόνια πριν, κυκλοφορεί ο όγδοος δίσκος των Riot, με τίτλο “ Nightbreaker”. Ιδιαιτερότητα του αποτελούν τα τρία διαφορετικά του εξώφυλλα αφού το άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει από τρεις διαφορετικές δισκογραφικές, άλλη σε Ιαπωνία, άλλη σε Αμερική και τρίτη σε Ευρώπη. Με νέο τραγουδιστή στη σύνθεση τους, το Mike DiMeo, καθώς και νέο μπασίστα και κιθαρίστα , κάνουν ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ αρνούμενοι τους συμβιβασμούς που επιτάσει μουσικά το τέλος της δεκαετίας των 90’s. Συνεπείς στην παράδοση του ήχου τους, φτιάχνουν το “Nightbreaker”, άλμπουμ με ποικίλλο περιεχόμενο, αποτελούμενο από αρκετά κομμάτια σε heavy rock στυλ, με τα περισσότερα να παρουσιάζουν όμορφα riff αλλά και μελαγχολικές επικές μπαλάντες. Το δυνατό χαρτί τους είναι για ακόμα μια φορά τα γρήγορα κομμάτια που αναπτύσσουν σε όλο της το φάσμα τη μελωδική heavy metal μουσική. Highlight είναι τα ισχυρά τύμπανα και η άψογη παραγωγή του. Ο DiMeo προσεγγίζει διαφορετικά τα κομμάτια από τον Rhett Forrester, αφού οι κραυγές δεν του ταιριάζουν, οπότε τα τραγούδια προσαρμόζονται στη φωνή του. Το “Nightbreaker”, στερείται καινοτόμων στοιχείων και αυτό μπορεί να εκληφθεί ως αρνητικό, οι Riot όμως, με αυτή τη δουλειά αποδεικνύουν ότι κακώς είναι υποτιμημένη μπάντα. Από το 1975 βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του NWOBHM, έχοντας ξεπεράσει κάθε πιθανό εμπόδιο, πολύ πόσο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ενώ η metal δοκιμάζεται από μαζική ύφεση εκείνοι κάνουν άλλη μία πολύ καλή δουλειά.
Για το RockOverdose: Χαρά Νέτη