Πολλά χρόνια πριν, μας είχε επισκεφθεί στο σχολείο μία φιλοζωική οργάνωση με το όνομα Αρκτούρος. Το όνομα σήμαινε ''ο φύλακας της αρκούδας'', θυμάμαι να μας μιλάνε με πάθος για πόσο σπουδαίο ζώο ήταν η αρκούδα όπως και για τη σημασία του ζωικού βασιλείου και την εναρμόνιση του με την ανθρώπινη ύπαρξη. Όλα αυτά κάπου στο Δημοτικό. Όχι πολλά χρόνια αργότερα, έπεσε στην κατοχή μου μία κασέτα από ένα συγκρότημα ονόματι Arcturus. ''Ώπα, εδώ είμαστε'' είχα σκεφτεί, ''για να έχουν τέτοιο όνομα θα γαμάνε''. Από τότε οι Arcturus με συντροφεύουν εδώ και 23 σχεδόν χρόνια και το ταξίδι παρ'ότι διεκόπη αυτοβούλως κάποια στιγμή, συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον και στο πλήρωμα του χρόνου, μόνο περισσότερους συνοδοιπόρους έχουν βρει στο πλάι τους. Οι Arcturus έφτασαν να αποτελούν στη συνείδηση μου το πραγματικό κόσμημα όλου του ακραίου ήχου που βγήκε από τη μαυρομεταλλομάνα Νορβηγία, μαζί με τους Conception που προφανώς ανήκαν σε άλλο ηχητικό μονοπάτι, οι Arcturus ότι έπιαναν το μετέτρεπαν σε χρυσάφι και ο λόγος είναι ότι πολύ απλά κάποιες φορές υπάρχουν συγκροτήματα που τα ευλογεί ο ίδιος ο Θεός, ή ότι υπάρχει (αν υπάρχει) εκεί ψηλά για τον καθένα τέλος πάντων. Οι Arcturus δημιουργήθηκαν το 1991 στο Oslo της Νορβηγίας, ως παράπλευρο συγκρότημα των ήδη υπαρχόντων μελών των death metallers Mortem, οι οποίοι προϋπήρχαν από το 1987 και είχαν κυκλοφορήσει μόνο το demo ''Slow Death'' το 1989.
Το τρίο που δεν άλλαξε ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα ήταν ο πληκτράς Steinar Sverd Johnsen και ο μπασίστας/τραγουδιστής Marius Vold, ενώ στη συνέχεια μπήκε στο συγκρότημα ο πολύς Hellhammer (κατά κόσμον Jan Axel Blomberg), ο οποίος όμως μπήκε το 1989 αφού είχε κυκλοφορήσει το demo το Μάρτιο του ίδιου έτους. Οι Arcturus δεν αποτέλεσαν αλλαγή του ονόματος των Mortem και κατά συνέπεια αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης, καθώς τα δύο συγκροτήματα υπήρχαν παράλληλα για μερικά χρόνια, ενώ οι Mortem προσπάθησαν να κάνουν και μία προσπάθεια επανένωσης κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '90 χωρίς όμως τον Sverd. Από την άλλη, οι Arcturus με την γέννηση τους είδαν και την παρθενική τους κυκλοφορία να βγαίνει στις 8 Ιουλίου του 1991, από την Putrefaction Records''. Το single ''My Angel'' βγήκε σε 1100 αντίτυπα σε 7'' βινύλιο, με το εξώφυλλο να διαφέρει και να είναι είτε πράσινο, είτε κίτρινο, είτε μπλε. Το στυλ του single ήταν κάτι σαν ενδιάμεση γέφυρα με αυτό που ήταν οι Μortem και αυτό που θα γινόταν στη συνέχεια οι Arcturus, κάτι σαν αέρινο doom/death με συμφωνικά στοιχεία. Αρκετά απλό στη δομή του σε σχέση με την συνέχεια του συγκροτήματος, αλλά το ομότιτλο κομμάτι και το ''Morax'' που απαρτίζουν αυτή την κυκλοφορία, είναι στολίδια που έχουν μείνει ως μεγάλη κληρονομιά της παλιάς τους μουσικής ταυτότητας.
Τα δύο αυτά κομμάτια που ηχογραφήθηκαν στο Studio S και τις κιθάρες παίζει ο ίδιος ο Sverd, συμπεριλήφθηκαν στο split ''Τrue Kings Of Norway'' το 2000 από την Spikefarm Records, κυκλοφορία που περιλάμβανε εκτός από τους Arcturus και τους Ancient, Dimmu Borgir, Emperor και Immortal, ενώ τα κομμάτια συμπεριλήφθηκαν και στη remastered έκδοση του 1ου τους άλμπουμ ''Asperia Hiems Symfonia'' ενώ υπάρχει και μία bootleg κυκλοφορία του από την Black Hearse Records. Σιγή ακολούθησε μέχρι και το 1993, όπου κάνουν την μεγάλη μεταγραφή, καθώς την θέση του Marius Vold παίρνει στα φωνητικά ο Garm (κατά κόσμον Kristoffer Rygg), ώσπου αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν το ΕΡ ''Constellation'' στις 16 Αυγούστου του 1994. To EP ηχογραφήθηκε σε ένα 16κάναλο στούντιο χωρίς μεγάλο budget και χωρίς μπάσο, ενώ ο Samoth των Emperor έπαιξε τις κιθάρες στο δίσκο και κυκλοφόρησε το ΕΡ από την δική του εταιρεία, Nocturnal Art Productions σε μόλις 500 κόπιες. 4 νέα κομμάτια που δείχνανε την στροφή στην κατεύθυνση τους, με το συμφωνικό και νεοκλασσικό στυλ τους να παίρνει σάρκα και οστά, ενώ ο Garm πατάει πάνω στις συνθέσεις και κάνει θαύματα με τη φωνή του. Ύμνοι όπως τα ''Rødt Οg Svart'', ''Naar Kulda Tar (Frostnettens Prolog)'' και ''Du Nordavind'', έδειχναν τι πρόκειται να ακολουθήσει στη συνέχεια και το μέλλον τους διαγραφόταν λαμπρό.
Το ΕΡ που συμπεριλήφθηκε στο ίδιο remaster του 2002 όπως και τα κομμάτια του ''Μy Angel'' και την παραγωγή έκανε ο ίδιος ο Garm, επανακυκλοφόρησε το το 1997 σε άλλα 500 κομμάτια σε 12'' βινύλιο μαζί με τα κομμάτια του ''Μy Angel'', ενώ η Kyrck Productions & Armour το επανακυκλοφόρησε σε 1000 αντίτυπα cd το 2012, ενώ υπήρξαν και από 100 αντίτυπα σε δερμάτινο βιβλίο, μαύρη και κόκκινη αντίστοιχα έκδοση συν το αντίστοιχο βινύλιο σε τρία χρώματα (μαύρο, μαύρο/μωβ και μαύρο/κίτρινο) από 300 αντίτυπα το καθένα, ενώ υπήρξε κι ένα bootleg ονόματι ''Reconstellation'' το οποίο βγήκε το 1999 ουσιαστικά στην έκδοση με τα έξτρα κομμάτια του 1997, με δύο διαφορετικά εξώφυλλα, το ένα μία ασπρόμαυρη φωτογραφία της μπάντας και το άλλο να δείχνει ένα τοπίο φωτισμένο στα χρώματα του πανέμορφου Βορρά. To στυλ τους όμως θα άλλαζε για ακόμα μία φορά στο επόμενο τους βήμα, το οποίο ηχογραφήθηκε μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου του 1995 στα Panser Studios και μιξαρίστηκε τον Σεπτέμβριο στα Endless Studio, δεν κυκλοφόρησε πριν την 3η Ιουνίου του 1996 από την Ancient Lore Creations. Το ''Aspera Hiems Symfonia'' (ο τίτλος σημαίνει ''η συμφωνία του σκληρού χειμώνα'') για το οποίο ο λόγος, είδε τους Arcturus στην πιο καθαρόαιμη black metal κυκλοφορία που κάνανε ποτέ, με τους πειραματισμούς από το single και το ΕΡ που προηγήθηκαν να έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο δαιδαλώδες παίξιμο, με τον Garm να ουρλιάζει πειστικά όσο ποτέ.
Με όλα τα κομμάτια του ''Constellation'' επανηχογραφημένα (το ''Icebound Streams And Vapours Grey'' που δεν ανέφερα πριν, άλλαξε τίτλο σε ''Wintry Grey'' στο δίσκο) και τελείως αποθεωτικά (ειδικά το γαμημένο το ''Du Nordavind'' έγινε έπος) συν το εναρκτήριο ''To Thou Who Dwellest In The Night'' και το καταπληκτικό ''Fall Of Man'' τους έκανε να ξεχωρίσουν από την καθαρόαιμη black metal λαίλαπα της εποχής, καθώς ναι μεν είχαν τα στοιχεία του είδους, αλλά η μουσική τους είχε απίστευτα στρώματα ήχου που πολύς κόσμος δυσκολεύτηκε να πιάσει με τη μία. Ο Sverd ο οποίος δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ΕΙΝΑΙ οι Arcturus από μόνος του, κεντάει πάνω στα πλήκτρα, ενώ ο Hellhammer παίζει τις κάλτσες του, με την υποσημείωση ότι αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σ'αυτά που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια. Οι στίχοι του δίσκου διέφεραν επίσης παρασάγγας από το μαυρομεταλλικό σύνολο της πατρίδας τους και όχι μόνο, καθώς πραγματευόντουσαν την φύση, τον χειμώνα, τις τέχνες της αλχημείας και αστρονομίας, καθώς και τον πολιτισμό και μυθολογία των Vikings. Στη remaster έκδοση που έχουμε αναφέρει ήδη δις, υπάρχουν το καταπληκτικό ''The Deep Is The Skies'' και το ''Cosmojam'' σαν έξτρα, και γενικά τα κομμάτια του δίσκου ακούγονται πολύ καλύτερα και δυνατότερα από την αρχική παραγωγή την οποία επιμελήθηκε το ίδιο το συγκρότημα.
Κιθάρες στο δίσκο έπαιξε ο νεοφερμένος Carl August Tidemann, ο οποίος συμμετείχε μόνο σ'αυτό το άλμπουμ, αξίζει να τσεκάρετε οπωσδήποτε τους Winds και Tritonus στους οποίους έπαιξε στη συνέχεια (μαζί με τον Hellhammer στους Winds), όπως και τον προσωπικό του δίσκο ''Stylistic Changes'' που βγήκε την ίδια χρονιά με το ''Asperia Hiems Symfonia''. Στη συνέχεια ο Tidemann αντικαταστάθηκε από τον Knut Magne Valle. Να σημειωθεί ότι ο μπασίστας Skoll (κατά κόσμον Ηugh Stephen James Mingay) εισχώρησε στο συγκρότημα το 1995 αλλά αφού ήδη είχε ηχογραφηθεί και μιξαριστεί ο δίσκος, γι'αυτό και δεν συμμετείχε σ'αυτόν. Οι Arcturus ως κουιντέτο πλέον, δεν κάθισαν καθόλου στ'αυγά τους και το μεγάλο χτύπημα που θα εξέπληττε όλο τον κόσμο ήταν στα σκαριά. Το Δεκέμβριο του 1996 μπαίνουν στα Jester Studio και ηχογραφούν μέχρι το Μάη του 1997, με τον Hellhammer να ''καταθέτει'' τα τύμπανα του μεταξύ 15 και 20 Δεκέμβρη του '96 (ασάλιωτος) στα Fløystøy Studios και τα έγχορδα ηχογραφήθηκαν την Πρωτομαγιά του '97 στα Endless Studio. H μίξη έγινε μεταξύ 2 και 12 Ιουνίου στα Major Studios και το mastering στα Strype Laboratories. Ο δίσκος που είχε τον τίτλο ''La Masquerade Infernale'' κυκλοφόρησε στις 27 Οκτωβρίου του 1997 και κατέπληξε όλους τους μουσικόφιλους, εντός κι εκτός μεταλλικού χώρου, ενώ δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ακόμα και σήμερα αρκετός κόσμος δεν έχει συνέλθει ακόμα από τον αντίκτυπο αυτού του δίσκου.
Πλέον τα black στοιχεία είχαν εξαφανιστεί, δίνοντας την θέση τους σε πλήκτρα που πολλές φορές υπερκαλύπτουν τις κιθάρες, με απίστευτα samples και synthesizers από τον μάστορα Sverd, ο οποίος είναι υπεύθυνος για αυτό που εγώ προσωπικά (και όχι μόνος ευτυχώς) ονομάζω ως ''Into The Pandemonium'' των '90s. Όπως εκείνος ο ιστορικός δίσκος των Celtic Frost είχε αλλάξει όλη τη μουσική, κάνοντας τους πάντες να θέλουν να βάλουν ατμοσφαιρικά στοιχεία στον ήχο τους εν έτει 1987, οι Arcturus 10 χρόνια μετά χαζέψανε ακόμα και τα πιο προπονημένα αυτιά με τρόπο που κανείς δεν είχε κάνει ως τότε. Ο δίσκος αρχίζει και ακούμε τον καλό τους φίλο Simen Hestnaes (ο αγαπητός σε όλους Vortex) να ερωτοτροπεί με τον Garm (εδώ αναφερόμενος ως G. Wolf) και οι φωνές τους να προσφέρουν ακουστικό οργασμό από τα αποδυτήρια με το ''Master Of Disguise''. Είμαι τιποτένιος για να χαρακτηρίσω το θαύμα που βιώνεις μέσα σου με την πανδαισία πλήκτρων του ''Ad Astra'', με το υπέροχο ξέσπασμα του ''Alone'' (οι στίχοι του οποίου είναι παρμένοι από ποίημα του Edgar Allan Poe), με την εκ νέου φωνητική παρτούζα μεταξύ Vortex/Garm στο ''Painting My Horror'', ενώ ο ''καλεσμένος'' του δίσκου προσφέρει τη φωνή του στο υπέρτατο κομμάτι της ιστορίας τους (ή μήπως όχι;), το συγκλονιστικό ''The Chaos Path'' στο οποίο στην κυριολεξία χάνεις τη μπάλα με όσα κάνει το λαρύγγι του πάνω στην υπέροχη αυτή σύνθεση.
Το ''The Throne Of Tragedy'' βασίζεται στο ποίημα ''Tragediens Trone'' του Jørn Henrik Sværen και είναι τρόπον τινά αφιερωμένο στον Garm, ένας Garm που εν πολλοίς χρησιμοποίησε την φόρμουλα του ''La Masquerade Infernale'' για τον δίσκο των Ulver ''Themes from William Blake's The Marriage of Heaven and Hell'' που κυκλοφόρησε το 1998. Αυτό το avant-garde μπαστάρδεμα λυρικότητας, νεοκλασσικού παιξίματος, οπερατικού συναισθήματος και πλήκτρων πάνω στους αλλαξοκωλιασμένους ρυθμούς και με τους δύο τραγουδιστές να λάμπουν με την παρουσία τους, έκανε τους Arcturus άμεσα αποδεκτούς σε τέτοιο βαθμό που μάλλον ούτε οι ίδιοι το περίμεναν. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε από την μεγάλη Music For Nations, ενώ υπάρχουν 1:27 χρόνου στο cd που λειτουργούν ως κρυμμένο κομμάτι πριν αρχίσει το ''Master Of Disguise''. Το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε το 2003 από την Candlelight Records, με νέα μίξη και με δυνατότερο ήχο λόγω του remastering που υπέστη, χωρίς να περιέχει το κρυμμένο κομμάτι στην αρχή. Το ''La Masquerade Infernale'' πάντα θα λογίζεται ως ο σημαντικότερος -και από το 90% και βάλε των οπαδών τους ως ο καλύτερος- δίσκος τους, ενώ δεν έχει υπάρξει οποιαδήποτε αναφορά στη δεκαετία του '90 ή της τελευταίας 20ετίας γενικότερα στην οποία δεν θα το δείτε να αναφέρεται ως ακρογωνιαίος λίθος της εξέλιξης της μεταλλικής μουσικής στο σύνολο της, με τα περισσότερα σχόλια να είναι το λιγότερο διθυραμβικά.
Το ''The Throne Of Tragedy'' χωρίζεται σε 66 κομμάτια, κι επειδή είναι το 6ο κομμάτι του δίσκου, θα δείτε στο τέλος το δείκτη του συστήματος σας να δείχνει 666... Μετά και την παγκόσμια αποδοχή τους, ακολούθησε στις 5 Ιουλίου του 1999 μία συλλογή που απευθυνόταν στους πολύ φανατικούς της μπάντας, ο λόγος για το ''Disguised Masters'' το οποίο βγήκε από την Jester Records'' και ενώ ξεκινάει με τα 2 νέα κομμάτια (ένα στην ουσία, καθώς το πρώτο είναι εισαγωγικό) ''White Tie Black Noise (Designed By When)'' και ''Deception Genesis'' (καταπληκτικό κομμάτι, το έχω φανταστεί στο ''La Masquerade Infernale'' και παθαίνω στιγμιαία εγκεφαλικά), περιέχει ως επί το πλείστον διαφορετικές εκτελέσεις των περισσότερων κομματιών του ''La Masquerade Infernale'', ενώ υπάρχει και μία επανηχογράφηση του ''Du Nordavind''. Δεσπόζει η τζαζεμένη εκτέλεση ραπ εκτέλεση του ''Master Of Disguise'' ως η πλέον διαφοροποιημένη έκδοση. Αν θες να γίνεις οπαδός των Arcturus, ΜΗΝ ξεκινήσεις από αυτή την συλλογή, αντίθετα, αν είναι στο χέρι σου, άστην για το τέλος αφού έχεις κατανοήσει πλήρως την μουσική τους. Το 2000 ο Skoll αφήνει τη θέση του μπάσου στο συγκρότημα κενή και το 2001 αντικαθίσταται από τον Dag F. Gravem. Ηχογραφώντας το 3ο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ μεταξύ 2000 και 2002 σε διάφορα μέρη, με την μίξη να γίνεται από τον Tore Ylwizaker στο Ambassaden τον Γενάρη του 2002, oι Arcturus προσφέρουν στις 9 Απριλίου του 2002 το απόλυτο αριστούργημα τους.
Το ''The Sham Mirrors'' θα ήταν υπό όλες τις συνθήκες στον κόσμο ένα άλμπουμ το οποίο ότι και να γινόταν, θα υπέφερε από τη σκιά και τον αντίκτυπο του ''La Masquerade Infernale''. Όχι όμως γι'αυτούς τους ασυναγώνιστους παιχταράδες, οι οποίοι αλλάζοντας ριζικά τον ήχο τους (έξυπνη κίνηση διότι το αποτέλεσμα του προκατόχου τους δεν μπορούσε να επαναληφθεί) και έχοντας ένα πιο μοντέρνο στυλ γενικότερα, μακριά από τον κλασσικό μεταλλικό τους ήχο (χωρίς όμως να ξεφεύγουν τελείως από τις ρίζες του και χωρίς να χάνουν την βαρύτητα τους), κατορθώνουν το ακατόρθωτο και βγάζουν τον δίσκο της ζωής τους. Από το εξώφυλλο που δείχνει μία ζωγραφιά στο πάνω μέρος του γνωστού διαστημόπλοιου Apollo, μέχρι τη στιχουργική προσέγγιση που επικεντρώνεται σε θέματα επιστημονικής φαντασίας, οι Arcturus εξαφανίζονται μία για πάντα στο διάστημα, ενώ όλοι τους έβλεπαν με το κιάλι στο ''La Masquerade Infernale'', στο ''The Sham Mirrors'' χάθηκε πλήρως η μπάλα. Στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του (η οποία μόνο μικρή δεν είναι), ο Garm είναι ο μέγας πρωταγωνιστής αυτού του δίσκου, η άρθρωση του υπέροχη, τα κομμάτια ένα κι ένα, από το ''Kinetic'' που ανοίγει το άλμπουμ μέχρι το τελειωτικό ''For To End Yet Again'', το οποίο ξεπερνάει τα 10' και είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας τους, οι Arcturus χαρτογραφούν το διάστημα και χάνονται στην απέραντη ομορφιά του.
Ξέρω ότι είμαι η μειοψηφία αν και υπάρχουν κάτι λίγοι που συμφωνούν μαζί μου, αλλά μιλάμε για ένα από τα πλέον κορυφαία άλμπουμ της τελευταίας 15ετίας, ένα μοναδικό στολίδι όλης της μεταλλικής δεκαετίας του '00, ενώ αν έχεις το Θεό σου, υπάρχει εδώ μέσα το ''Nightmare Heaven'' το οποίο κοιτάει στα μάτια το ''Τhe Chaos Path'' και διεκδικεί επί ίσοις όροις τον τίτλο του καλύτερου κομματιού που γράψανε ποτέ (εξ ού και το μήπως όχι που διάβασες πιο πάνω). Τέτοιο ουράνιο ήχο σε δίσκο και τέτοια αλληλουχία κομματιών όπως τα ''Ad Absurdum'', ''Collapse Generation'' και ''Star-Crossed'' δεν έχω ακούσει παρά ελάχιστες φορές στη ζωή μου, είναι αυτές οι στιγμές που ξέρεις ότι με το που τις βιώνεις, είσαι μάρτυρας ενός μεγαλείου που θα το κουβαλάς μαζί σου για πάντα. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2004, γράφεται συναυλιακή ιστορία στην Ελλάδα, καθώς τους βλέπουμε στην Θεσσαλονίκη και ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη, σε μία συναυλία που περισσότερο θυμόμαστε μηχανικά, παρά λόγω του μυαλού που παίζει να έμεινε για πάντα εκεί (αιώνιες ευχαριστίες στον Σήφη γι'αυτό το υπερθέαμα, ένας είναι ο Σήφης). Οι Arcturus μαζεύουν τους κοκκαλιάρικους κώλους τους και παρά την τεράστια απώλεια του Garm ο οποίος αφήνει το συγκρότημα, η λύση είναι έτοιμη και η πλέον ενδεδειγμένη.
Ο παλιόφιλος Vortex επιστρατεύεται και αναλαμβάνει τα φωνητικά για το επόμενο τέταρτο άλμπουμ τους. Εν τω μεταξύ μετά τη φυγή του Garm έχει προστεθεί στη σύνθεση και ο κιθαρίστας Tore Moren κι έτσι μοιράστηκαν την κιθαριστική δουλειά, με τον Magne Valle να παίζει με 7χορδη και τον Moren με κανονική 6χορδη και πλέον ως σεξτέτο, ηχογραφούν το ''Sideshow Symphonies'' στα Mølka Studios μεταξύ Φλεβάρη και Ιούνη του 2005. Στη σύνθεση έχει επιστρέψει και ο Skoll και στις 19 Σεπτεμβρίου του 2005 βγαίνει το άλμπουμ, το οποίο βρίσκει τους Arcturus στην πλέον απλουστευμένη τους μουσική φόρμα ως τότε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό τους έκανε και ευκολότερα προσβάσιμους. Η χρήση των πλήκτρων έχει μειωθεί αισθητά, το άλμπουμ έχει μία κρύα ατμόσφαιρα χωρίς να λείπει το διαστημικό συναίσθημα, ενώ η όποια πιθανή σκέψη για την απώλεια του Garm εξαφανίζεται εν τη γενέσει της με την απόδοση του Vortex, ο οποίος αποτελεί φυσικά και την ατραξιόν του δίσκου. Ξεχάστε ότι είχατε ακούσει από τον ίδιο και στους υπέροχους και άδικα ανενεργούς Lamented Souls, και στους Dimmu Borgir, και στους αδελφικούς συμπαραστάτες των Arcturus, τους γίγαντες του παγετού Borknagar. Εδώ ο ξανθός φρενοβλαβής σπάει το tendex απόδοσης και ξεφτιλίζει όποιον θέλει να ισχυριστεί έστω και για μία στιγμή στη ζωή του ότι υπήρξε τραγουδιστής, και μάλιστα πολυδιάστατος.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την Γαλλική Season Of Mist, με την πλειοψηφία των κομματιών να αποτελούνται από τρεις λέξεις, ξεκινάει με το υπέροχο ''Hibernation Sickness Complete'', αλλά λόγω λάθους στο mastering υπάρχουν προβλήματα στον ήχο, όπως στο ''Shipwrecked Frontier Pioneer'', όπου η ένταση αισθητά πέφτει σε κάποια φάση. Παρ'όλα αυτά υπάρχουν ύμνοι τύπου ''Deamonpainter'', ''Εvacuation Code Deciphered'' (με το οποίο βγήκαν στη 2η τους εμφάνιση στην Ελλάδα στα τέλη του Δεκέμβρη του 2005 κι έγινε και πάλι Ο χαμός) και του υπέροχου ''White Noise Monster''. To εξώφυλλο του δίσκου έχει εμπνευστεί από ένα μήνυμα που εστάλη στο διάστημα στο διαστημόπλοιο Voyager (τιμή και δόξα), με το πορτραίτο του γυμνού άντρα που υπήρχε να έχει καθρεφτοποιηθεί ώστε να φαίνεται σαν να έχει τρία πόδια και του προσέθεσαν μία μάσκα, το αντίστοιχο πορτραίτο γυναίκας που υπήρχε δεν συμπεριλήφθηκε στο εξώφυλλο. Το ''Hufsa'' που κλείνει το δίσκο είναι το Νορβηγικό όνομα του χαρακτήρα The Groke, από την σειρά παιδικών βιβλίων Moomin του Tove Jansson. Στις 21 Αυγούστου του 2006 οι Arcturus αποφασίζουν να οπτικοποιήσουν τη συναυλιακή τους τελειότητα με το dvd ''Shipwrecked In Oslo'', αποτελούμενο από 15 κομμάτια και ηχογραφημένο στη συναυλία τους στις 24 Σεπτεμβρίου του 2005 (ελάχιστα μόλις βγήκε το ''Sideshow Symphonies) στο Rockfeller Music Hall στη διάρκεια του Sonic Solstice Festival.
Η μεγάλη πίκρα από το στρατόπεδο των Arcturus έρχεται στις 16 Απριλίου του 2007, όπου και ανακοινώθηκε ότι θα διαλύσουν και περισσότερες λεπτομέρειες δόθηκαν την αμέσως επόμενη ημέρα από την ιστοσελίδα τους. Η ανακοίνωση γράφτηκε από όλα τα μέλη, για να επιβεβαιώσει τους φόβους από την τελευταία τους συναυλία στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, την οποία ο Vortex προλόγισε λέγοντας ''Καλώς ήρθατε στο τελευταίο show των Arcturus...για πάντα''! Η ανακοίνωση έλεγε ότι η διάλυση ήταν απόφαση που πάρθηκε καιρό πριν και εξ'αιτίας διάφορων πραγμάτων που συνέβαιναν στις καριέρες και τις ζωές τους, τα μέλη δεν είχαν πλέον τον απαραίτητα απαιτούμενο χρόνο να δουλέψουν για το συγκρότημα. Κλείνοντας, η ανακοίνωση είχε ένα μήνυμα για τους οπαδούς, ''Είμαστε ταπεινοί κι ευγνώμονες σε όλο τον κόσμο που μας ακολούθησε και μας αγάπησε μέσα στα χρόνια''. Ευτυχώς αυτό κράτησε για 4μιση χρόνια και έτσι άρχισαν κάπου το 2011 οι φήμες για επανένωση τους με τον Garm στα φωνητικά. Ο Hellhammer επιβεβαίωσε κάποια στιγμή ότι το να επανενωθούν ήταν αναπόφευκτο κι ο ίδιος ο Garm είχει δείξει ενδιαφέρον να είναι μέρος αυτού. Ο Garm στη συνέχεια το αρνήθηκε μέσα από την προσωπική του σελίδα στο Facebook, αλλά ο Vortex παράλληλα ανέφερε ότι ''σκόπευε να αναστήσει ένα ή τρία συγκροτήματα'' με δήλωση του σχεδόν άμεσα αφού πήρε τον πούλο από τους Dimmu Borgir.
Ο υπεραγαπημένος αλλά τρελός και φανερά ναρκομανής παιχταράς (άλλο να σας το λέω, άλλο να το βλέπετε, κούκου-ρούκου τελείως, αλλά καρδιά-διαμάντι) το πήγε παραπέρα λέγοντας στη σελίδα του στο Myspace ότι ένας εξωγήινος του είπε ότι όσον αφορά την επανένωση των Arcturus, το 2011 είναι τυχερός αριθμός (κι όμως το είπε ο αθεόφοβος)! Ο ίδιος στη συνέχεια επιβεβαίωσε την εμφάνιση τους σοτ ProgPower στην Αμερική το 2011, λέγοντας ''Αγαπητά φρικιά, το ProgPower USA 2011 θα φιλοξενήσει την πρώτη Arcturus συναυλία εδώ και 5 χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη μας εμφάνιση στις Ηνωμένες Πολιτείες, και μιά και είμαστε όλοι καθυστερημένοι, μάλλον και η τελευταία'' (ω ναι, το είπε ΚΑΙ αυτό). Η συναυλία τους ακυρώθηκε στη συνέχεια καθώς επικαλέστηκαν χειμερία νάρκη, επίσης υποτίθεται θα παίζανε στην Πολωνία στο Avant-Garde Night Vol. 2 αλλά ακυρώθηκε και τελικά παίξανε τον επόμενο Γενάρη. Τελικά παίξανε στις 9 Σεπτέμβρη του 2011 στο KICK Nattklubb & Scene στο Kristiansand κι όταν ο Vortex ρωτήθηκε από έναν οπαδό σχετικά στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, απάντησε ''Ναί μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι Arcturus είναι ενεργοί, πράγμα που ανακοινώθηκε άμεσα κι από το διάσημο Νορβηγικό blog, Artisan. Την επόμενη χρονιά παίξανε σε φεστιβάλ όπως το Inferno και το Hellfest, ενώ παίξανε στο 02 Αcademy (Λονδίνο), στο Islington και το Eindhoven Metal Meeting.
Το 2012 απέδειξαν για 3η φορά στο Ελληνικό κοινό ότι ζουν και βασιλεύουν κι ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν! Αφού στη συνέχεια υπήρξαν τοποθετήσεις για το ότι εργάζονται σε νέο δίσκο, για το ότι ο Vortex ηχογραφούσε φωνητικά (Απρίλιος 2014) και ότι στη συνέχεια τα τελείωσε (Οκτώβριος 2014), στις 25 Νοεμβρίου θα παίζανε στο Maryland Deathfest στη Βαλτιμόρη στην Αμερική. Στις 26 Φεβρουαρίου του 2015 ανακοινώθηκε ότι υπέγραψαν συμβόλαιο με την μικρή Γερμανική εταιρεία Prophecy Productions κι ότι ο δίσκος που θα λεγόταν ''Arcturian'' θα κυκλοφορούσε στις 8 του Μάη, όπως και πράγματι συνέβη. Η εταιρεία σχολίασε ''Οι Arcturus είναι θρύλος. Ασυναγώνιστοι σε δημιουργικότητα, μουσικότητα και καλλιτεχνική προσέγγιση από τις μέρες της ίδρυσης τους, ο ηγέτης Steinar Sverd Johnsen και το κοσμικό του πλήρωμα το οποίο αποτελείται από παλιά και τωρινά μέλη συγκροτημάτων όπως οι Ulver, Mayhem, Dimmu Borgir, Borknagar και Ved Buens Ende, έχουν ισορροπήσει στο δικό τους τεντωμένο σχοινί μεταξύ τρέλας και ιδιοφυΐας παντοτινά. Με κάθε τους κυκλοφορία να αποτελεί ένα διαστρικό ταξίδι από μόνο του, και πάντα μπροστά από την εποχή τους, οι Arcturus δίκαια μπορούν να χαρακτηριστούν ως η επιτομή του avant-garde metal''. Στις 27 Μαρτίου κυκλοφόρισε το πρώτο single του δίσκου, με το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, το ''The Arcturian Sign''.
O πρώτος δίσκος των Arcturus μετά από 10 χρόνια ήταν γεγονός και συνέχιζε εκεί που σταμάτησε το ''Sideshow Symphonies'', με τον Vortex να παραμένει υπέροχος και υπέρ του δέοντος εκφραστικός. Στη σύνθεση δεν συμμετείχε ο Tore Moren, και όλες τις κιθάρες έπαιξε ο Knut Magne Valle. Oι ηχογραφήσεις έγιναν στα Molla Studio και ο ίδιος ο Mollarn που είχε το στούντιο υπήρξε μηχανικός ήχου. Το άλμπουμ χαιρετήθηκε με εκδηλώσεις λατρείας από τους οπαδούς, υπήρξαν και κάποιοι που (όπως και στον προκάτοχο τους) τους είχε λείψει το δαιδαλώδες παίξιμο των τριών πρώτων δίσκων, αλλά το γεγονός της επιστροφής τους υπερσκέλισε τις όποιες ενστάσεις. Και τώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του ''Αrcturian'' και έξι μετά την τελευταία τους εμφάνιση στην χώρα μας, οι Έλληνες (για τους οποίους ετοιμάζουν ειδικό διευρυμένο σετ) θα έχουν την ευκαιρία να τους δουν για 4η φορά. Ειδικά όσοι δεν τους έχουν δει ποτέ παλιότερα και όσοι μικρότερης ηλικίας δεν τους προλάβανε τότε, έχουν την ευκαιρία να δουν και να βιώσουν ένα οπτικό υπερθέαμα, είτε παίξουν παλιά κομμάτια, είτε παίξουν πρόσφατα έπη του ''Αrcturian'' όπως το ''Crashland'' ή το ''Demon'' (λες και μπήκε ο McCoy των Fields Of The Nephilim μέσα τους). Οι τολμηροί, οι προκλητικοί, οι πρωτοπόροι, οι σταρχιδιστές, οι μοναχικοί τροβαδούροι, οι σχιζοφρενείς, οι διαστημικοί, οι ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ Arcturus και πάλι στην Ελλάδα... Ο καλύτερος τρόπος να μπούμε συναυλιακά στο 2018... ή μήπως στο 2118;
* Η ομοιότητα του εξώφυλλου του ''Aspera Hiems Symfonia'' με το αντίστοιχο του ''North From Here'' των Sentenced είναι το λιγότερο συγκινητική!
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας