Ανταπόκριση: BLAZE BAYLEY, Maplerun, Bent For Eleven @Eightball, Θεσσαλονίκη (31/5/2017)

Blaze Bayley. Ένας τραγουδιστής του οποίου η καρίερα εκτοξεύτηκε στα ουράνια με την ένταξή του στους Iron Maiden το 1994. Από πολλούς αγαπήθηκε, ενώ η προκατάληψη μερικών λόγω τις απουσίας του Bruce Dickinson δεν τους επέτρεψε να τον απολαύσουν όπως έπρεπε. Κυκλοφορεί μαζί τους το εξαιρετικό “X Factor” το 1995, και το “Virtual XI” το 1998. Έπειτα απολύεται από την μπάντα, για να επιστρέψει ο Bruce Dickinson στα πλαίσια της περιοδίας “Ed Hunter”. Ωστόσο αυτό δεν τον πτοεί. Συνεχίζει ακάθεκτος με την μπάντα του, τους Wolfsbane, και ξεκινάει μία σόλο καριέρα η οποία έχει προσφέρει δίσκους-διαμάντια, και έχει εκτιμηθεί από τους θαυμαστές του. Με τόσο υλικό πίσω από την πλάτη του, η συναυλία στη Θεσσαλονίκη στις 31 Μαΐου στο Eightball Club στα πλαίσια της Ελληνικής του περιοδίας φαινόταν πολλά υποσχόμενη. Κατέληξε να ξεπεράσει όλες τις προσδοκίες.

 

Καταρχάς θα ήθελα να ζητήσω χίλια συγγνώμη από την εναρκτήρια μπάντα, τους Bend For Eleven, τους οποίους δεν κατάφερα να προλάβω, λόγω της κάκιστης συγκοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Πέρα των προσπαθειών μου να έρθω στην ώρα μου, το πρόγραμμα των λεωφορείων μου στέρησε κάθε ελπίδα.

 

Στη σκηνή λοιπόν ανεβαίνουν οι Maplerun. Ιδρυθέντες το 2007, οι Αθηναίοι ήδη έχουν κάνει σημαντικά και μεγάλα βήματα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Ακολουθούν τον Blaze Bayley ως κύριο support act σε ολόκληρη την περιοδεία στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό τους είναι ο ιδιαίτερος και αξιομνημόνευτός τους ήχος, ο οποίος αποτελεί ένα κράμα alternative και σύγχρονου μέταλ. Η μπάντα ικανοποίησε τους οπαδούς της, ενώ παράλληλα κίνησε το ενδιαφέρον όσων ερχόταν πρώτη φορά σε επαφή με την μπάντα και το πολύ προσωπικό της στυλ. Η σκηνική τους παρουσία λιτή μεν, ζωντανή δε. Μεγάλο ατού της μπάντας ήταν η φωνή του τραγουδιστή, η οποία ήταν δουλεμένη σωστά, πράγμα που φαινόταν κατά τη διάρκεια όλου του set τους. Γενικότερα έδωσαν την εντύπωση ότι είναι μια μπάντα η οποία ξέρει να δουλεύει, και δουλεύει με επαγγελματισμό (πράγμα που ακούσαμε και τον ίδιο τον Blaze να λέει αργότερα).

Οι Maplerun κατεβαίνουν από τη σκηνή και σιγά σιγά οι ηχολήπτες ετοιμάζουν τη σκηνή για τον Bayley. Το πλήθος της συναυλίας έχει αυξηθεί, και με ανυπομονησία περιμένουν. Έπειτα από μια μικρή καθυστέρηση, προκειμένου ο ήχος να ετοιμαστεί σωστά, ο Blaze ανεβαίνει στη σκηνή χαιρετάει τον κόσμο και ξεκινάει να παίζει. Η μπάντα φάνηκε ότι ήταν πάρα πολύ καλά προβαρισμένη, με ελευθερία στις κινήσεις, και άρτια εκτέλεση των τραγουδιών, ενώ η φωνή του Blaze ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, χωρίς να κουραστεί ούτε στο ελάχιστο. Το setlist έδινε περισσότερη βάση στην προσωπική δουλειά του Blaze Bayley, με έμφαση στους δύο τελευταίους δίσκους, οι οποίοι αποτελούν τα δύο πρώτα μέρη μιας τριλογίας. Φυσικά επιτυχίες από τα χρόνια του με τους Iron Maiden δεν έλειψαν, με το “Virus” να αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Αποκορύφωμα του λάιβ ήταν το σημείο όπου ο Blaze έπαιξε στη σειρά το “The Clansman” των Maiden, το “Manhunt” από τους λατρεμένους Wolfsbane (όπου και σόλαραν η κιθάρα και τα drums, με τον Blaze να προσποιείται ότι “τσακώνεται” με τη μπάντα του με παραστατικότητα και χιούμορ), και καπάκι το “Man on the Edge”. Σε αυτά τα τρία κομμάτια,  το κοινό ξετρελαμένο τραγουδούσε όλους τους στίχους και έκαναν την ατμόσφαιρα εκρηκτική. Ο Blaze σαν frontman αφενός ήταν ταπεινός, χωρίς περιττή επίδειξη, αφετέρου ήταν υπερβολικά ορεξάτος, και κατάφερνε με το δικό του χαρισματικό τρόπο να κρατάει το κοινό διαρκώς σε εγρήγορση, βρίσκοντας σε διαρκή επικοινωνία μαζί τους. Η συναυλία τελειώνει με τα τραγούδια “Lord of the Flies” από Iron Maiden, και  “A Thousand Years” από τον προτελευταίο προσωπικό του δίσκο. Ο Blaze Bayley ευγενικά ευχαριστεί το κοινό που τον στηρίζει, καθώς δεν έχει κάποια δισκογραφική για να τον χρηματοδοτεί, και σαν ένδειξη εκτίμησης στο τέλος υπογράφει και βγαίνει φωτογραφίες με τους πάντες, καθώς δεν ήθελε να αφήσει κανέναν παραπονεμένο.

 

Η συναυλία αυτή ήταν πραγματικά τεράστια εμπειρεία. Όταν βλέπεις έναν πρώην τραγουδιστή μιας τεράστιας μπάντας αντί να αναλώνεται σε διαμάχες, να συνεχίζει την μουσική του πορεία και να βγάζει πάρα πολύ καλή δουλειά, την οποία σου παρουσιάζει άρτια παιγμένη, μακριά από την φιλοσοφία της “αρπαχτής”, είναι σίγουρο ότι έχεις έρθει στο σωστό μέρος. Η σύνδεσή του σαν frontman με τον κόσμο, αλλά και η ευγένειά του κάτω από τη σκηνή, έκανε τον κόσμο να τον αγαπήσει, και να κερδίσει την καρδιά τους. Το εν λόγω λάιβ ήταν εξαιρετικό από κάθε άποψη. Όσοι έχετε την ευκαιρία να παρευρεθείτε σε κάποια πόλη στα πλαίσια της περιοδεία

 

 

Για το Rock Overdose,

Σαββίδης Γιώργος

Comments