Ανταπόκριση: THE DEAD BROTHERS, Appalachian Cobra Worshipers @Fuzz Club, Αθήνα (15/12/2017)

Όταν ανακοινώνεται ένα τέτοιας υφής συναυλιακό δρώμενο, που περιλαμβάνει δύο σχήματα με live άποψη και ιδιαίτερο ηχητικό πλούτο, η αναμονή χτίζει τρομερές προσδοκίες. Δεν ξέρω για σας, αλλά όταν μπήκα στο Fuzz έψαχνα τους κάκτους και τους κροταλίες και λίγο έλειψε να πιστέψω ότι βρέθηκα σε λάθος μέρος. Όντας μεγάλος φίλος του ήχου των Appalachian Cobra Worshipers, κάθε ακρόαση των άψογων εκτελέσεων, σε άλλοτε γνωστά κι άλλοτε άγνωστα στα δικά μου αυτιά τραγούδια, είναι μια τελετουργία με στόμφο και ικανοποίηση όλων των αισθήσεων. Εξ ου και μίλησα για κάκτους και κροταλίες. Γιατί με πέντε νότες, η παρέα των Μανώλη, Στάθη, Γιώργου και Μάριου έκαναν τα όρθια τραπεζάκια του Fuzz κάκτους, τις κινούμενες σκιές κροταλίες και απελευθερώνοντας, ως δια μαγείας, τη μυρωδιά από τα whiskey της κάβας, μας μετέφεραν στη σκιά των Appalachian Mountains, κάπου στη Βόρεια Καρολίνα.

 

Η μουσική, εκτός των υπολοίπων ποικίλων αποστολών που της χρέωσε ο άνθρωπος, πρέπει να χτίζει τη δική της πραγματικότητα. Ε, αυτό κάνουν οι Appalachian, αυτό είδαμε κι ακούσαμε εχθές και από την αρχή μέχρι το τέλος του set, το σχήμα βρισκόταν σε ένα διαρκές κρεσέντο. Minimal αισθητική, τεράστιο ηχητικό αποτέλεσμα. Τα έγχορδα του Στάθη είπαν λακωνικές ιστορίες τρέλας, δάκρυσαν, απείλησαν, προσευχήθηκαν, καταράστηκαν και με τις στιβαρές χαμηλές νότες του Αγγελάκη, ανατρίχιασαν μέχρι και τα σπιρούνια μας. Η μία τραγουδάρα διαδεχόταν την άλλη και η παράσταση επί σκηνής διόγκωνε την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Σκόνη, καπέλα, η δυσκολία ως έμπνευση και η προσευχή ως ειρωνική μασέλα για τις πέτρινες μπουκιές της ζωής. Αυτή η άλλη εποχή, αυτό το χώρο-χρονικό χάσμα, οι Appalachian το γεφυρώνουν με το 2017 με έναν αριστουργηματικό τρόπο και μαεστρία μουσικών που πέρα από μεράκι έχουν αντίληψη και ικανότητες αναβίωσης μιας ολόκληρης κουλτούρας.

 

Τέσσερις άνθρωποι και η εσωτερική μαγεία στον ήχο του banjo έχουν καταφέρει να τραβήξουν κάθε βλέμμα στο stage. Δεν έκανα λόγο για κάκτους και φίδια για χάρη κάποιου εφέ. Η ατμόσφαιρα της μουσικής αυτής ξυπνάει εικόνες- ειδικά αν παίζεται τόσο καλά. Έχω πολλάκις αναρωτηθεί αν η μουσική έκφραση συνδέεται με τους ανθρώπους με όρους DNA, και ένα ερέθισμα της παραπάνω σκέψης είναι οι κύριοι που βλέπω μπροστά μου! Δεν ξέρω αν το story που έχω ακούσει στα saloon για τον πρόγονο του Μανώλη ισχύει, αλλά ξέρω ότι πέραν του να είσαι μουσικάρα(τέσσερις μουσικάρες για την ακρίβεια) θέλει και μια αόρατη κλωστή σύνδεσης με τις γιγάντιες ρίζες μιας ολόκληρης μουσικής για να αναπαράγεις τόσο καλά τον ήχο και την αισθητική κάτι τόσο(γεωγραφικά και μόνο) μακρινό. Οι δεύτερες του Στάθη ήταν τρομερά στοχευμένες, ο αέρας που έδιναν στη μπάντα και ο στολισμός της βαρύγδουπης διήγησης των τραγουδιών πέτυχε και το μόνο που ζητάω από τους διαχειριστές ήχου για το επόμενο live είναι ένα μικρόφωνο στο πάτωμα, που ο Μανώλης χτυπάει το πόδι του. Τρέλα, σου λέω!

 

Ο ήχος ήταν απίθανος(συγχαρητήρια στον κύριο Λιάπη, πίσω από την κονσόλα) με κάθε νότα, χτύπημα και ηχόχρωμα να φτάνει πεντακάθαρο στο κοινό, οι δυναμικές της μπάντας δουλεμένες και η επιλογές στο set μία και μία(ενδεικτικά, από “Chattanooga Sugar Babe” , “See my Grave”, “Red Right Hand” μέχρι “Hard Times” και “Cuckoo”). Dirty folk ιστορίες, country χροιά και το gospel στοιχείο, που κάποτε πάντρεψε δύο διαφορετικούς κόσμους, μπροστά στα μάτια μας. Το rhythm section ήταν δυναμίτης, κάθε μπότα κι ένας νιόφερτος σερίφης, χάδια σε όλο το kit από τα σκουπάκια, χορευτικό κόντρα μπάσο, στιβαρή κάλυψη για τη storytelling αποστολή του Μανώλη. Μάριος και Γιώργος, ως αρχιτέκτονες της groove ατμόσφαιρας, έκαναν πολλά κεφάλια να κουνηθούν, αλλά, κυρίως, έδωσαν στο country αφήγημα μία rock σταγόνα επέλασης. Αυτή η σταγόνα ξεχείλισε το βαρέλι κάποιας παράνομης λέσχης και ο σερίφης δεν άφησε τίποτα όρθιο. Το βαρέλι κατάσχεται, μέχρι να έρθει η συμμορία των Appalachian, να επιτάξει τη λέσχη και καθήμενη στα τρύπια ξύλινα τραπεζάκια να δώσει άλλη μια παράσταση του χθεσινού βεληνεκούς. Δεν ξέρω αν το πιάσατε, αλλά μόλις περιέγραψα το background story της επόμενης εμφάνισής τους. Οι κάκτοι και οι κροταλίες είναι για το βάπτισμα, μετά μπαίνει και σενάριο στο παιχνίδι. Γιατί τέτοιες μπάντες δε σε αφήνουν να μην τις ξαναδείς και την ατμόσφαιρά τους την έχουν επιβάλει. Τα σαγόνια σας, κυρίες και κύριοι, η συναυλία τελείωσε. Μάγκικη, θριαμβευτική, μουσική, ατμοσφαιρική, πείτε την όπως θέλετε, η εμφάνιση των Appalachian ήταν, τουλάχιστον εμπειρία.

 

Η ώρα για την εμφάνιση των headliners έρχεται και η ατμόσφαιρα μεταφέρεται σε πεδία διαφορετικών συνειρμών. Οι Νεκροί Αδερφοί( α ρε Appalachian, ακόμα και στην επόμενη μπάντα quote-άρω το outro του δικού σας set!), με το αντισυμβατικό και ιδιόμορφο intro τους δεν ανεβαίνουν στη σκηνή, αλλά ξεκινούν από την αρένα. Ένα με τον κόσμο, σε ένα σουρεαλιστικό επιτάφιο, η βασίλισσα των πνευστών γκάιντα οδήγησε την πομπή της μπάντας μέχρι το σανίδι και αποθεώθηκε αμέσως. Οι πολυαγαπημένοι στο ελληνικό κοινό The Dead Brothers με τα πένθιμα κοστούμια, τις μάσκες αλά Βενετικό καρναβάλι και τον ήχο γυαλί χτίζουν μέσα σε λίγα λεπτά τη δική τους θεώρηση.

 

Το stage show είναι εντυπωσιακά αρμονικό με τα πρόσωπα των μελών, μια παράσταση με βασικό άξονα τη μουσική, αλλά παράλληλα και η ίδια η μουσική βρίσκει ένα μικρό καθρέφτη στην ατμόσφαιρα του ντυσίματος, του στησίματος, του ύφους και της συμπεριφοράς. Βαλκανικές επιρροές, gypsy ταπεραμέντο και φωνητικά με έντονο θεατρικό στοιχείο να οργώνουν οκτάβες με εξάρσεις σε εντυπωσιακά ψιλές νότες(σχετικά με τη main φόρμα της ίδιας της μπάντας). Πένθιμο και συνάμα ειρωνικό βιολί, φοβερό πνευστό στο ρόλο μπάσου, έγχορδα στην τσίτα και επιβλητική σύνδεση μπάντας-κόσμου. Ακούγονταν παραπάνω άτομα από όσα ήταν, αλλά το μουσικό τους κύμα δεν το ένιωσα να με παρασέρνει. Επιβλητικοί, το δίχως άλλο, μαγνητισμός βλέμματος, αλλά δεν ένιωσα την ώθηση της αποκοπής από την πραγματικότητα, πράγμα που, οφείλω να τονίσω, δε συνέβη στην πλειοψηφία, αφού όπου κι αν κοίταζες μόνο εντυπωσιασμένα βλέμματα και πλατιά χαμόγελα έβλεπες. Αυτό να λέγεται.

 

Μαντολινάτες γέφυρες, αργό βαλς (κάποιου) αποχαιρετισμού, επιρροές από κάθε γωνιά των Βαλκανίων(ναι, ακόμα και ελληνικές, τις οποίες μας επιβεβαίωσε ο φαν του Τσιτσάνη κιθαρίστας- ή καλύτερα εγχορδίστας(!) της μπάντας σ’ ένα mini talk με το πέρας του show), Brassens, bluesy vibes, Tiger Lillies, βάλε και λίγο Tom Waits, ε, σουρεαλιστικά μιλώντας τους πάει το funeral rock n’ roll και το show τους αναδεικνύει κάθε συστατικό στοιχείο του ήχου και του γενικότερου attitude. Ένα video wall με στίχους(ε, δεν τους ξέρουμε κι όλους απ’ έξω!) με γοτθική γραμματοσειρά θα κέρδιζε σε μυστικισμό, αλλά από την άλλη άντε να πάρει κανείς το βλέμμα του από τις απαλές groove- άτες κινήσεις του σκοτεινά αρμονικού χορού των μελών. Όποια δισκογραφική περίοδο κι αν αγγίζουν, η όρεξη είναι εμφανής και η ανταπόκριση του κόσμου, είτε τραγουδάει τους στίχους, είτε λικνίζεται, είτε μένει στο λα-λα-λα, δείχνει ότι το κοινό των Νεκρών Αδερφών έχει αγαπήσει κάργα τo (τεραστίων διαστάσεων) γάμο επιρροών και της παρουσίας επί του σανιδιού.

 

Black Humor, εξαιρετικές γκριμάτσες, τρομερή αντίθεση του κόκκινου βελούδου της πλαϊνής κουρτίνας με τα μαύρα παπιγιόν, αλάνθαστη απόδοση και χορταστικό set. Στο είδος τους, μιλάμε για παράσταση, η οποία, όμως, παρά το αντικειμενικό άριστα, δεν ένιωσα ότι κλότσησε το ήδη τρομερό επίπεδο των ηχογραφήσεων με την (προσωπικά) αναμενόμενη live καρατιά. Ένα full kit θα βοηθούσε περισσότερο, κατά την ταπεινή μου άποψη, ενώ και οι συνθέσεις σα συνθέσεις βασίζονται πολύ στη δυναμική της όλης εικόνας. Χωρίς να τις θεωρώ αδύναμες, αισθάνθηκα ότι το σφαιρικό σχέδιο της ζωντανής παρουσίασης αναδεικνύει περισσότερο από άλλες μπάντες αυτό που ήδη γράφει το πεντάγραμμο. Μου έλειψε ένα μανιασμένο ακορντεόν και μια χιονοστιβάδα(από την Ελβετία που γράφουν!) με περισσότερα γκάζια, αλλά, υπογραμμίζω ότι, όπως και να ‘χει, η ραψωδική εξιστόρηση του κυρίου Croubalian ήταν τρομερά ψαρωτική από μόνη της.

 

Οι λέξεις “rain”, “pain”, “kill” ακούγονται με την πρέπουσα ειρωνική χροιά της ζωής που κοροϊδεύει το θάνατο, γεγονός που αποδεικνύει τη δυναμική της χροιάς και της προσέγγισης μιας συγκεκριμένης θεματολογίας από καλλιτέχνες με ταυτότητα. Η επικοινωνία με το κοινό είναι αξιοσημείωτη και μοναδική και το κρεσέντο σίγουρα συγκίνησε τους πάντες, αφού στο τέλος μπάντα και κόσμος ξανάγιναν ένα στην αρένα του fuzz, για ένα unplugged εορταστικό πανδαιμόνιο. Γάμος, κηδεία, τι σημασία έχει αν η μουσική ανασταίνει και νεκρούς; Ολοζώντανοι και με τη βούλα, οι Dead Brothers έκλεισαν τη βραδιά με τραγούδι, χορό, περήφανες τυμπανοκρουσίες και έναν ολοκληρωμένο καμβά με χαρούμενα και ιδρωμένα πρόσωπα.

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Θοδωρής Καλουδιώτης 

 

 

Comments