Ανταπόκριση: DESERTFEST ATHENS 2017 – Day 1 @Ιερά Οδός, Αθήνα (06/10/2017)

Απ'ότι φαίνεται, τα συναυλιακά δρώμενα στη χώρα έχουν αλλάξει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το γράφουμε για όσους τυχόν θεωρούν ακόμα ότι βλέπουν τα ίδια και τα ίδια, όχι ότι έχουν άδικο, αλλά ουδείς παραδέχεται ότι δίνει το παρών μόνο στα ίδια και τα ίδια, και όταν έρχεται η ώρα της διαφορετικότητας, ρίχνει το κλασσικό γείωμα του Ελληνάρα και φυσικά στη συνέχεια κράζει και πάλι χωρίς αύριο. Το 2ο Desertfest ήταν γεγονός για άλλη μία φορά στο 1ο Παρασκευοσάββατο του Οκτώβρη, με συνολικά 17 συγκροτήματα σε δύο μέρες, 8 την 1η για την οποία θα διαβάσετε εδώ και 9 την επόμενη, δε νομίζω ότι είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πληθώρα, ποσότητα και ποιότητα, οπότε καλό είναι να το πάρουμε λίγο αλλιώς και να χαιρόμαστε την εκάστοτε στιγμή. Ευτυχώς απ'ότι είδα, υπήρχε κόσμος που ήθελε αυτό ακριβώς, να πάει, να περάσει καλά και να έχει κάτι όμορφο να θυμάται από την όλη εμπειρία. Αξίζει να σημειωθεί -διότι με πράγματα που συμβαίνουν τελευταία, τίποτα δεν είναι δεδομένο- ότι η διοργάνωση κύλησε άψογα σε γενικές γραμμές και το χρονοδιάγραμμα με μία-δύο αποκλίσεις τηρήθηκε κατά γράμμα. Μοναδικά ''φάουλ'' εντός εισαγωγικών, η επιλογή για το χώρο της μικρής σκηνής όπου στο πλάι κανείς δεν έβλεπε τίποτα (και ΔΕΝ πρέπει να ξαναχρησιμοποιηθεί σαν χώρος) και το εξαντλητικό της όλης εμπειρίας.

 

BUS

Το φεστιβάλ άνοιξε με τους Bus, δικά μας άξια παλικάρια που υπηρετούν το σκληρό ήχο έχοντας ως εικονίσματα τους μεγάλους της βαριάς πλευράς της μουσικής. Όταν βλέπεις τραγουδιστή/κιθαρίστα με ταυράκι, το μυαλό πάει στο Μουστάκι όλου του μεταλλικού και μη ήχου. Σαφές σημείο αναφοράς στη μουσική τους οι βαρύτατες κιθάρες και τα δυνατά τύμπανα, ενώ και ο μπασίστας είναι μεγάλη παιχτούρα και μορφάρα, φορούσε και το vintage Black Cobra μπλουζάκι και έδειξε ότι από θέμα γούστου, κατέχει το άθλημα μια χαρά. Αν τσέκαρα καλά και δεν είδα λάθος λόγω φωτισμού, ο έτερος κιθαρίστας έπαιζε με κάτι σαν γαλαζοπράσινη Stratocaster, κάτσε καλά δικέ μου. Για 1ο συγκρότημα (που συνήθως αντιμετωπίζουν προβλήματα), είχαν φοβερό ήχο, ενώ κάνανε τον κόσμο να κουνάει κεφάλια στο υλικό τους. Παίξανε για 45-50' και κέρδισαν τις εντυπώσεις σε κάθε περίπτωση, αντικειμενικά αν το δούμε και με βάση ότι απευθύνομαι σε άτομα που νιώθουν στοιχειωδώς από μουσική, όποιος τους είδε και δεν του άρεσαν, τον λες και φελλό ή επικίνδυνο να βρίσκετε ανάμεσα μας. Τα παλικάρια τα δώσανε όλα και στο σημείο αυτό οφείλω να τους ζητήσω προσωπικά συγνώμη που δεν τους ήξερα και δεν τους είχα ακούσει. Η ατέλεια αυτή διορθώθηκε με τον καλύτερο τρόπο και πλέον εγώ και πολλοί στη θέση μου δηλώνουμε οπαδοί. Αξίζουν τα καλύτερα σ'αυτά τα παιδιά, εύχομαι να τα βρουν μπροστά τους.

 

 

BLACK RAINBOWS

Στη συνέχεια κάνανε την εμφάνιση τους οι φοβεροί και τρομεροί Black Rainbows, γειτονόπουλα από την Ιταλική πρωτεύουσα Ρώμη, άρα αυτό σημαίνει ότι τους συμπαθούμε πριν καν ακούσουμε τη μουσική τους, μιά και είμαστε Ιταλολάτρεις γενικά (αρκεί να μην υποστηρίζουν τη φασιστο-Λάτσιο). Το δυναμικό τρίο ανέβηκε στη σκηνή και έντυσε τον μεγάλο χώρο με τον ψυχεδελικής υφής τους ήχο, βγάζοντας αποτέλεσμα πολύ ζεστό και χωρίς βαβούρα. Άλλος ένας με ταυράκι στη διάθεση του, ο Gabriele σε φωνητικά/κιθάρα έδινε το έναυσμα για να τον ακολουθεί η ρυθμική βάση. Πολύ ωραία τα περάσματα του μπασίστα που χωρίς να ξεσκίζεται, έπαιζε όμορφα πάνω στις χορδές του γεμίζοντας τον ήχο, ενώ ο ντράμερ έχει ένα απαράμιλλο στυλάκι, το οποίο σε πρώτη ανάγνωση σε κάνει να νομίζεις ότι βαριέται, αλλά απλά είναι άνετος και επιδεικνύει/αποδεικνύει την κλάση του στα γεμίσματα των κομματιών με φοβερά γυρίσματα και αντοχές σε πολλαπλά χτυπήματα χωρίς καν να ιδρώσει. Δεν ξέρω πως τα κατάφεραν, αλλά παίξανε σχεδόν μία ώρα, λες και δεν ήθελαν να κατέβουν από τη σκηνή, πρέπει να τους έγινε και επισήμανση να τελειώνουν κάποια στιγμή, αλλά επιδεικτικά ''γράψανε'' την όλη προειδοποίηση και απλά συνέχισαν μέχρι οι ίδιοι να θελήσουν να κατέβουν. Νομίζω ήταν και πέρυσι μέρος του φεστιβάλ, όταν τους είδα κατάλαβα το γιατί. Μεγάλη εμφάνιση, άξια παλικάρια. Forza Italia!

 

 

MAHAKALA

Τους Mahakala δεν τους πήγε η δεύτερη σκηνή δυστυχώς, όπως και όλα τα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν σε αυτή. Αν και την ίδρωσαν τη φανέλα -κυριολεκτικά, μιας και η ζέστη ήταν αποπνικτική- κι έπαιξαν αλάνθαστα το occult θεματολογίας και υφής heavy metal τους, εν τούτοις ο κακός ήχος τους χαντάκωσε και δεν τους άφησε να ξεδιπλώσουν τις αδιαμφισβήτητες αρετές τους. Ευτυχώς, τους έχουμε δει -και θα τους ξαναδούμε- υπό πολύ καλύτερες συνθήκες.

STONED JESUS

Επιστροφή στη μεγάλη σκηνή για τους Stoned Jesus, οι οποίοι γνωρίζουν αρκετή δημοφιλία στη χώρα μας. Οι Ουκρανοί εγκολπώνουν στη μουσική τους όλα τα κλισέ του ήχου, πράγμα που τους καθιστά ακόμα ένα σχήμα στον ωκεανό συγκροτημάτων που παίζουν stoner. Το καλό είναι ότι οι τύποι ξέρουν να παίζουν σωστά με τη δοσολογία τους, ώστε να μην ακούγονται της σειράς. Ζωντανά βγάζουν έντονη ενέργεια και το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να γράψουν χιτάκια στυλ “I'm The Mountain” και “Electric Mistress” σίγουρα βοηθάει. Δε με συγκίνησαν, αλλά δε μπορώ να πω ότι βαρέθηκα κιόλας ή ότι δεν ίδρωσαν τη φανέλα.

MOS GENERATOR 

Φεύγουμε λίγο νωρίτερα από τη μεγάλη σκηνή, ώστε να μη χάσουμε ούτε δευτερόλεπτο από τους Mos Generator. Η μπάντα του Tony Reed είναι αδιαμφισβήτητα κεφάλαιο για τη heavy μουσική, παρά το ότι στη χώρα μας παραμένουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό μεταξύ των μυστών του ήχου. Το μπάσιμο τους δυναμικό, δείχνοντας ότι είχαν διάθεση να μας παραδώσουν μια αξέχαστη συναυλία, δυστυχώς όμως αυτό δεν έφτανε. Ο ήχος τους που τα τελευταία χρόνια λοξοκοιτάζει όλο και περισσότερο προς το prog, δε μπορούσε σε καμία περίπτωση να αναδειχθεί εντός των τειχών της μικρής σκηνής, η οποία παρουσίασε γενικότερα προβλήματα καθ'όλη τη διάρκεια της πρώτης μέρας. Ευτυχώς οι διοργανωτές αφουγκράστηκαν την κατάσταση και μετακίνησαν τους Radio Moscow στο main stage την επομένη. Κρίμα, γιατί πιθανότατα δε θα έχουμε την ευκαιρία να τους ξαναδουμε από τα μέρη μας.

 

CHURCH OF MISERY

Στο main stage οι Church Of Misery έπαιρναν την ώρα τους με το soundcheck, οπότε το πρόγραμμα πήγε λίγο πίσω και τελικά έκαναν την εμφάνιση τους μισή ώρα αργοπορημένοι. Κανένα πρόβλημα, αν είναι να δίνουν συναυλίες σαν αυτή. Μια περιέργεια κι ένα καλώς εννοούμενο άγχος για το τι θα παρουσιάσουν μετά τις ριζικές ανακατατάξεις στις τάξεις τους σίγουρα υπήρχε, αλλά ευτυχώς φρόντισαν να το διαλύσουν ήδη από τις πρώτες νότες. Πρώτο βιολί παραμένει ο Tatsu Mikami, που με την αρχοντική fuzz-αριστή μπασαδούρα του μας έπαιρνε τα μυαλά, όμως πλέον έχει δίπλα του και φοβερούς συναγωνιστές. Το λαρύγγι του Hiroyuki Takanosith δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους προκατόχους του, να μη σας πω ότι είναι και πιο αληταράς κιόλας. Γιατί όταν μιλάμε για Church Of Misery το attitude παίζει ρόλο 100%. Η κιθάρα του μικροκαμωμένου Yasuto Muraki ξέρναγε τεράστια riffs, ενώ η νευραλγική θέση του ντράμερ καλύφθηκε από τον σωστό κανονιοβολιστή Junichi Yamamura. Το setlist έκανε βόλτα από όλη τη δισκογραφία τους, με μια παραπάνω έμφαση στο “Houses Of The Unholy”, ενώ ακούστηκαν κομμάτια και από το “And Then There Were None” -όπως ακριβώς μας είχε υποσχεθεί ο Tatsu στη συνέντευξη που μας παραχώρησε- με το “Make Them Die Slowly” να ξεχωρίζει. Ιδανικό το reboot για τους Ιάπωνες, οι οποίοι αφήνουν υποσχέσεις για μεγάλη συνέχεια στην πορεία τους.

 

ORANGE GOBLIN

Μετά την όμορφη εμπειρία της 1ης ζωντανής οπτικοακουστικής πανδαισίας με τους Ιάπωνες Church Of Misery (παιδιά-βιολιά και μπράβο τους), ήταν ώρα για την ανέκαθεν συναυλιακή εγγύηση που ακούει στο όνομα Orange Goblin. 5η μου συνάντηση μαζί τους, μπορώ να τους βλέπω άνετα και 5 φορές την εβδομάδα όμως, κι αυτό διότι από την πρώτη μου συναυλία τους τον Απρίλη του 2002, κατάλαβα πόσο πολύ καλύτεροι είναι επί σκηνής σε σχέση με τους δίσκους τους. Επίσης τους έχω δεί σε διάφορες συνθήκες και μέρη και πάντα επιβεβαιώνουν την αξία τους με χαρακτηριστική ευκολία. Είτε το μέρος λέγεται Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γαλλία και είτε παίζουν σε τρύπα, κλειστό χώρο, ανοιχτό χώρο, κλαμπ ή φεστιβάλ, γκρεμίζουν τα πάντα στο διάβα τους. Αρχή με ''Scorpionica'', το ματσάκι είναι στο 4-0 πριν καν τελειώσει το κομμάτι, βλέπεις και την ψυχάρα Ben Ward με μπλουζάκι Entombed και το εξώφυλλο του ''Clandestine'' και απλά προσκυνάς. Αυτός ο υπεραγαπημένος δίμετρος, κατοστάκιλος και άκρως καυλιάρης αρκουδο-frontman είναι η πεμπτουσία της επαφής ενός ανθρώπου με το κοινό, παροτρύνει για φωνές, σφίγγει γροθιές πωρώνοντας τον κόσμο, χτυπιέται σαν 18άρης μπλέκοντας μαλλιά με μούσια και ιδρώτα με νερό που το ρίχνει πάνω του, αλλά είναι η χαρά της ζωής ο πούστης, δε γίνεται να τον δεις εκεί πάνω και να μη γουστάρεις, ενώ σε κάθε του επίσκεψη εδώ, τονίζει και φαίνεται το πόσο αγαπάει να βρίσκεται στην Ελλάδα. Άπλας!

 

 

 

Φοβερό σετ και απόδοση η οποία μετά από 75' παρακαλώ συμπεριέλαβε ύμνους όπως τα ''The Devil's Whip'', ''Saruman's Wish'', ''Getting High On The Bad Times'', ''The Philthy & The Few'', ''Made Of Rats'', ''Some You Win, Some You Lose'', ''Round Up The Horses'', ''They Come Back (Harvest Of Souls)'' και κλείνουν την αποθεωτική τους εμφάνιση σε πρώτη φάση με τον ομότιτλο ύμνο του καλύτερου τους δίσκου, ''Time Travelling Blues''. Η συνέχεια όμως περιλαμβάνει άλλα 3 κομμάτια όπως λέει ο Ben, με το ''The Fog'' να προετοιμάζει το έδαφος, το ''Quincy The Pigboy'' να βάζει φωτιά στο χώρο και το ''Red Tide Rising'' να κατεδαφίζει ότι έμεινε όρθιο, σε μία εμπειρία που όπως και να περιγραφεί είναι ελάχιστη να τονίσει το μεγαλείο τους. Για κάθε Clutch και Red Fang που γεμίζουν μεγάλους χώρους, οι Orange Goblin θα έπρεπε να γεμίζουν αεροδρόμια και να έχουμε φορεία να παίρνουν τους τραυματίες. Με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους, ένα από τα κορυφαία 10 συναυλιακά συγκροτήματα στον κόσμο σε κάθε περίπτωση και όποια χρονιά και να τους πετύχει οποιοσδήποτε. Το μόνο που αλλάζει είναι το σετ και το πόσο κοπανιέσαι σε κάθε συναυλία. Άντε και το μαλλί του μπασίστα-τοτέμ Martyn Millard, ο οποίος δείχνει λίγο χιπστεράς όπως κουρεύτηκε, αλλά από παίξιμο θερίζει ανέκαθεν, λες και είναι 2ος ρυθμικός κιθαρίστας. Βγάζουν δίσκο του χρόνου, μέχρι το 2019 βαριά τους βλέπω να ξανάρχονται. Εκεί θα είμαστε, γιατί πρέπει και γιατί το αξίζουν! Απλά αξεπέραστοι!

 

SAINT VITUS

To να μιλήσω για το μεγαλείο των Saint Vitus δεν το χωράει ο νους μου, αρκεί να πω μόνο ότι στη δική μου συνείδηση τουλάχιστον, είναι ότι είναι οι Black Sabbath για το υπόλοιπο 99,99% των ανθρώπων εκεί έξω. Η 2η τους επίσκεψη στην Ελλάδα μετά από 7μιση χρόνια ήταν και ο βασικός λόγος να παραβρεθεί κάποιος την 1η μέρα, δεδομένου ότι λίγο-πολύ τα άλλα γκρούπ κάπου μπορεί να τα έχουν πετύχει μερικοί. Το κλού της υπόθεσης όμως είναι ότι αυτή τη φορά μας επισκέφθηκαν με τον αρχικό τραγουδιστή της μπάντας, τον τεράστιο Scott Reagers, αυτό από μόνο του είναι γεγονός που δε χανόταν για κανένα πούστη λόγο. Και ποιά η καλύτερη απόδειξη αυτού, όταν ξεκινάει το σετ με 2 ύμνους από το ''Die Healing'' του '95, του τελευταίου μέχρι στιγμής δίσκου τους μαζί του. ''Dark World'' και ''One Mind'' στο καπάκι λοιπόν, ακριβώς όπως ανοίγει αυτός ο δίσκος, με τον Reagers να ακούγεται Ι-Δ-Ι-Ο-Σ και απαράλλαχτος όπως πρωτοακούστηκε το '84, σοκ και δέος πραγματικό, αλλά εκεί που χάνεται το τόπι είναι το ''War Is Our Destiny'', όπου κρυφοσπρωξίματα στο κοινό δίνουν και παίρνουν, οι Vitus πραγματοποιούν εμφάνιση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις πολύ μεγάλες μπάντες του παρελθόντος και η συνέχεια με ''κάτι που αναφέρεται στη μάχη του καλού με το κακό'' όπως λέει ο Reagers, είναι γεγονός με το ''White Magic/Black Magic'' και με τη λίμπιντο όλων να έχει ξεφύγει σε πολύ επικίνδυνα επίπεδα για την ψυχική μας υγεία.


Αν υπήρξε μία έκπληξη αυτή ήταν το ''The Sadist'', ενώ εκεί που δεν το περιμέναμε, πάρε και έπος εποχής Wino με το ''H.A.A.G.'', για να πω την αλήθεια δεν περίμενα κομμάτι από τους δίσκους που κάνανε μαζί του. Και εκεί που γίνεται το πραγματικό πανδαιμόνιο, είναι φυσικά στο ''White Stallions'', εκεί που οι προπάτορες του doom διδάσκουν πως παίζεται το...thrash, σε μία κολασμένα γρήγορη και ανέμελη εκτέλεση που δεν άφησε σβέρκο στη θέση του. Κι επίσημα μετά από αυτό, ότι δύναμη είχε μείνει στους ήρωες που είχαν δώσει το παρών εξ'αρχής στο φεστιβάλ, έσβησε σαν κιμωλία από μαυροπίνακα. Με μηχανική υποστήριξη πλέον, απολαμβάνουμε τη νέα κομματάρα ονόματι ''Bloodshed'' από το νέο προσεχή δίσκο που θα βγάλουν με τον Reagers κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον (θα σπείρει τον όλεθρο), ενώ ακολουθούν άλλα 2 έπη από τον πρώτο ομότιτλο δίσκο, το στοιχειωτικό ''Burial At Sea'' (μαθήματα του πως ακούγεσαι κριπιάρης χωρίς να το παίζεις κακία και ιστορία) και φυσικά το ομότιτλο ''Saint Vitus'' που χαιρετίζεται με θέρμη όπως ήταν αναμενόμενο. Μοναδική στενάχωρη στιγμή, η ανακοίνωση του τελευταίου κομματιού, καθώς η ώρα κοντεύει 2 τα ξημερώματα και έρχεται η ώρα του ''Born Too Late'' να κλείσει την εμφάνιση τους, μία εμφάνιση που πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια ''έτσι παίζουν οι μεγάλες μπάντες''!


Προσωπικά στεναχωρέθηκα πολύ διότι ήταν ο κύριος λόγος που ήθελα να παραβρεθώ στο φεστιβάλ (αν και γούσταρα όλες τις μπάντες σχεδόν το ίδιο), αλλά στο τέλος έμεινε η αλγεινή εντύπωση της μόλις 50-55' εμφάνισης τους. Ο Dave Chandler από την άλλη, αποχώρησε με πατερίτσες από τη σκηνή, οπότε ίσως και να μην την πολυπάλευε και για παραπάνω, επί σκηνής αποδείχθηκε κλασσικά σκυλί του πολέμου κι έβαλε φωτιά στη λευκή του Flying V (αλήθεια, τι απέγινε το μαύρο ταυράκι με τα λογότυπα της μπάντας επάνω;), ενώ ο νέος μπασίστας Pat Bruders είναι απόλαυση, τον έχω δει και με Down και με Crowbar παλιότερα, πραγματικός ογκόλιθος επί σκηνής, δένει άψογα με τον ντράμερ-τρελλοκομείο Henry Vasquez που διέλυσε τα πάντα, ειδικά τα πιατίνια του. Περάσαμε υπέροχα όλοι θέλω να πιστεύω, το μοναδικό που θα πρότεινα σαν οπαδός καθαρά και χωρίς να είμαι ειδικός σε καμία περίπτωση επί του θέματος, είναι να βρουν μία φόρμουλα οι διοργανωτές και είτε να είναι λιγότερες οι μπάντες, είτε να προστεθεί μία 3η μέρα αν είναι δυνατό, για αποφυγή ταλαιπωρίας και λιγότερη κούραση, έκλεισα 9ωρο προσωπικά, όπως αρκετοί. Όχι φυσικά ότι με χάλασε κιόλας, αλλά ο κόσμος όπως ήταν λογικό ''κρέμασε'' από ένα σημείο και μετά, ενώ το να παίζουν κοτζάμ Saint Vitus σε μισοάδειο χώρο λόγω της ώρας κι ότι πολλοί έφυγαν να προλάβουν τα μέσα, ήταν δυστυχώς άσχημη εικόνα.

Και του χρόνου και κάθε χρόνο εύχομαι στους υπεύθυνους και με ακόμα καλύτερες μπάντες (δύσκολα καλύτερες από Saint Vitus, αλλά λέμε τώρα). Μπορεί η καρδιά να γράφει πάνω της Vitus, αλλά αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές ήταν οι Orange Goblin και φυσικά λόγω της αρκετά μεγαλύτερης σε διάρκεια εμφάνισης τους! Εικόνα της βραδιάς, οι Church Of Misery στο πλάι της σκηνής να παρακολουθούν τους Black Rainbows και να κοπανιούνται, ενώ ανάμεσα στα κομμάτια τους φώναζαν και σήκωναν τα κουτάκια με τις μπύρες τους προς το μέρος των Ιταλών, παραδεχόμενοι την αξία τους. Μεγάλη μπάντα οι Ιάπωνες, μεγαλύτεροι και σαν οπαδοί. Να τα βλέπουν αυτά μερικοί δικοί μας εδώ, γιατί από υποστήριξη και μπέσα, δεν το κατέχουν πολύ το θέμα!

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας (Saint Vitus, Orange Goblin, Black Rainbows, Bus)

Δημήτρης Σούρσος (Church Of Misery, Mos Generator, Stoned Jesus, Mahakala)

Φωτογραφίες: Αλέκος Καταστρόφος 

 

Comments