Ανταπόκριση: Diamanda Galás @ Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (20/5/2017)

Ένα κονσέρτο της Diamanda Galás πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται ως ένα πολύ σοβαρό γεγονός. Πέρσι στο Roadburn, εν μέσω ενός κυκεώνα εμφανίσεων κι ονομάτων, έκανα το ατόπημα να μη του προσδώσω τη δέουσα σημασία και μου επιστράφηκε ως ένα τεράστιο χαστούκι στο πρόσωπο, από μία μάλιστα εμφανώς ασθενή και ταλαιπωρημένη Galás. Τούτη τη φορά, θα περνούσα το κατώφλι της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη με πλήρη συναίσθηση του τι ήμουν έτοιμος -αλλά όχι απαραίτητα προετοιμασμένος- να παρακολουθήσω.

 

Εστιάζοντας στη Galás καθώς περπατάει προς το grand piano της, διαπιστώνει κανείς ότι στην έβδομη πλέον δεκαετία της ζωής της, παραμένει επιβλητική τόσο ως φιγούρα, όσο κι ως περσόνα. Ντυμμένη στα μαύρα και λουσμένη ένα κόκκινο φως για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, μας χάρισε μια εμπειρία, την οποία η λέξη “έντονη” φαντάζει ως η πιο ταιριαστή για να την περιγράψει, ενδεχομένως όμως να μην αντικατοπτρίζει το πλήρες μέγεθος της.



Τα χέρια της ακουμπούν το κλαβιέ, το παίξιμο της άλλοτε ντελικάτο κι άλλοτε δριμύ, στα όρια του βάναυσου. Ο αέρας με τον οποίο μπλέκει αμανέδες, blues, δυσαρμονία και ετερόκλητες μουσικές παραδόσεις, απαράμιλλος. Ο τρόπος που τονίζει τα ισχυρά μέρη των μέτρων, υποδειγματικός.

 

Η φωνή της βεβαίως, δε θα γινόταν ποτέ να ακουστεί αγγελική. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, τραγουδώντας για την Αγάπη και τον Θάνατο; Συνήθως βαθιά και υποβλητική, πολλές φορές σχεδόν απαγγέλοντας, άλλες κάνοντας πράγματα που απλά δε δύνανται να περιγραφούν. Κι όταν η ανάγκη το απαιτούσε, άγγιζε τα δυσθεώρητα ύψη, που όλοι γνωρίζουμε ότι μπορεί να φθάσει.


https://www.youtube.com/watch?v=-vj-yzZjU5M


Δε θα ήταν υπερβολή αν πούμε, ότι έσβησε και την τελευταία ηλιαχτίδα από τον “Πρόσφυγα” του Μανώλη Αγγελόπουλου ή ότι η ερμηνεία της στο “La Llorona” ακούμπησε τη φόρτιση της Chavela Vargas. Το ανατριχιαστικό “Artémis”, η κορυφαία ίσως εκτέλεση του “O Death” που έχω ακούσει ποτέ, το αυθεντικό blues συναίσθημα στο μετoυσιωμένο “(Pardon Me) I've Got Someone To Kill”, το ανεξίτηλο κλείσιμο με το άφθαρτο “Let My People Go”, δεν αποτελούν παρά snapshots μιας πραγματικά καθηλωτικής εμφάνισης από την αρχή ως το τέλος.

Η δε, πραγματική συνειδητοποίηση της αξίας της παράστασης έλαβε χώρα με το "έβγα" από την αίθουσα, όταν το ρίγος στα χέρια και το αλλόκοτο μούδιασμα στο θώρακα τα είπαν καλύτερα από ότι οι παραπάνω γραμμές θα μπορούσαν ποτέ.


 

Comments