Ανταπόκριση: ENSLAVED – Lucifer’s Child @ Fuzz Live Music Club, Αθήνα (10/5/2019)

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και περισσότερα ονόματα να ξετσεκάρονται από την άλλοτε μακρά λίστα συναυλιακών απωθημένων του ελληνικού metal κοινού. Το ότι οι Enslaved παρέμεναν στη συγκεκριμένη λίστα εν έτει 2019, μετά από 28 έτη συνεπέστατης δισκογραφικής πορείας και έχοντας σταθεί καταλυτικοί για την εξέλιξη δυο-τριών υποιδιωμάτων του σκληρού ήχου, το λες και μουσικό έγκλημα. Ευτυχώς, η τάξις θα αποκαθίστατο την Παρασκευή 10 Μαίου, όταν οι Νορβηγοί extreme metal πρωτοπόροι θα πατούσαν -έστω και καθυστερημένα- σε ελληνική σκηνή.



Το πάντα απαιτητικό έργο του να ανοίξουν για ένα σχήμα με τόσο μακρά διαδρομή, είχαν επωμιστεί οι Lucifer's Child, με μόλις έξι χρόνια ύπαρξης πίσω τους. Στον αντίποδα, είχαν να αντιτάξουν νεανική ορμή, ενεργητική σκηνική παρουσία και μια άρτια επιλογή κομματιών μέσα από τους δύο δίσκους τους The Wiccan” και The Order”. Παρουσιάζοντας πλήρως επαγγελματικό στήσιμο, που χρωστάει πολλά στους Watain (όπως και η μουσική τους, εδώ που τα λέμε) κι έναν υπέρ του δέοντος επικοινωνιακό frontman να τους οδηγεί, στάθηκαν στο ύψος τους κι αποτέλεσαν με το σύγχρονο mainstream black metal τους μια ιδιαίτερα ευχάριστη εισαγωγή σε μία ιστορική βραδιά.



Η καθυστέρηση κάποιων λεπτών μέχρι να ανέβουν οι Enslaved στη σκηνή του Fuzz Live Music Club, μόνο ως αμελητέα θα μπορούσε να εκληφθεί εμπρός στα 28 χρόνιας ιώβειας υπομονής των Ελλήνων ακροατών τους. Το “Ethica Odini” έμελε να φέρει τον βαρύ τίτλο του “πρώτου κομματιού Enslaved που ακούστηκε ζωντανά στην Ελλάδα”, με το ορμητικό του riff να κάνει σαφείς εξαρχής τις προθέσεις των Νορβηγών για μία βραδιά που θα αποζημιώσει για τη μακρόχρονη απουσία τους. Τα καθαρά φωνητικά στο ρεφρέν -και τα καθαρά φωνητικά εν γένει- είχαν αναληφθεί από τον νέωπα στα πλήκτρα Håkon Vinje, ο οποίος φάνηκε να ανταποκρίνεται αξιοπρεπέστατα στο συγκεκριμένο ρόλο. Το “Roots Of The Mountain” που ακολούθησε, μας κράτησε στην τρέχουσα δεκαετία, ο κάπως άνισος ήχος όμως που έβγαινε από τα ηχεία του Fuzz και η “χαμένη” κιθάρα του ογκόλιθου Ivar Bjørnson , με οδήγησε προς τις πρώτες σειρές, όπου τα πράγματα ήταν σαφώς βελτιωμένα.



Για τη συνέχεια οι Νορβηγοί μας ταξιδεύουν στην προηγούμενη δεκαετία, εκείνη που τους καθιέρωσε ως ηγέτες του progressive black με τα “Ruun” και “Ground”. Σε αυτό το πρώτο μέρος του set το συγκρότημα, μοιάζει με μια καλοκουρδισμένη prog μηχανή. Οι κιθάρες τoυ Ivar Bjørnson συνδυάζονταν αρμονικά με εκείνες του διόσκουρου Arve Isdal και το rhythm section των Iver Sandøy και Grutle Kjellson ακολουθούσε αβασάνιστα τον απαιτητικό βηματισμό τους. Ο τελευταίος αποδείχθηκε και πολύ επικοινωνιακός ως frontman απευθυνόμενος συχνά πυκνά στο κοινό, κάνοντας αστεία και προλογίζοντας τα κομμάτια.



Κάπως έτσι, μας σύστησε στο επόμενο σκέλος της συναυλίας, η οποία θα είχε σε περίοπτη θέση τρία back to back κομμάτια (“Loke”, “Fenris” και Isöders Dronning”) από την παγωμένη black metal κορυφή του 1994 Frost”, το οποίο είχε την τιμητική του, μιας και φέτος κλεινουν 25 χρόνια από τη κυκλοφορία του. Εκεί το συγκρότημα άρχισε να αποδιοργανώνεται ελαφρώς, με κάποιες στιγμές ασυνεννοησίας και εμφανή λάθη συγχρονισμού από τον ντράμερ τους Iver Sandøy να πληγώνουν την ως στιγμής αψεγάδιαστη εικόνα τους. Έχω την αίσθηση ωστόσο, ότι το ψυχρό riffing και τα στρυφνά φωνητικά του Kjellson -που κατάφεραν να αναπαράγουν επιτυχημένα την ατμόσφαιρα του δίσκου- έσωσαν οριακά την παρτίδα.



Η επιστροφή στην κανονικότητα επήλθε με δύο κομμάτια έκαστα αφενός από το δίσκο που τους έμπασε για τα καλά στα prog χωράφια, το “Below The Lights” (“As Fire Swept Clean The Earth”, “Havenless”) κι αφετέρου από το ζωτικής σημασίας παρόν τους, το E” (“Sacred Horse”, “Storm Son”), όπου και τα κομμάτια του εκτελεστικού παζλ ξαναμπήκαν καλώς στη θέση τους.



Σύντομη αποχώρηση από τη σκηνή κι εν συνεχεία καταφυγή σε ένα από τα παλαιότερα κόλπα στο εγχειρίδιο του “Δίνω Συναυλίες”: drum solo. Όσο ενδιαφέρον κι αν ήταν αυτό που μας είχε ετοιμάσει ο Iver Sandøy -πέρα από ότι δεν κολλούσε με τίποτα στο κλίμα της βραδιάς- προσωπικά δε μπορώ παρά να βαριέμαι οικτρά σε τέτοιου είδους στιγμές.

Ευτυχώς, το υπόλοιπο συγκρότημα επέστρεψε σύντομα για το encore, εκεί όπου μας επεφύλασσαν το “Isa” και τη μεγάλη έκπληξη “Allfǫðr Oðinn”, πηγαίνοντας μας πίσω στο Hordanes Land” του 1993!



Το χειροκρότημα που ακολούθησε γενναίο, σημάδι ότι οι Νορβηγοί έδωσαν τη συναυλία, που άρμοζε στα 28 χρόνια αναμονής. Έμειναν στη σκηνή σχεδόν δύο ώρες, κάλυψαν ένα υπολογίσιμο μέρος της τεράστιας σε όγκο δισκογραφίας τους, είχαν -με την εξαίρεση του Frost” μέρους- κορυφαία απόδοση και ξόδεψαν φανερά και την τελευταία ρανίδα δύναμης, σεβόμενοι ένα κοινό που τους στήριξε επί σειρά ετών και εξακολουθεί να τους στηρίζει ακόμα. Και Vikings και gentlemen.


 

Comments