Ανταπόκριση: HAMMERFALL, Armored Dawn @Principal Club Theater, Θεσσαλονίκη (27/10/2018)

Σάββατο 27 Οκτωβρίου και εν μέσω εορταστικού τριημέρου στην Θεσσαλονίκη πρέπει απόγευμα να μετακινηθώ από το ένα άκρο της πόλης στο άλλο για το live της μεγάλης επιστροφής των Hammerfall. Τελικά όλα κύλησαν ομαλά. Φτάνω, παρκάρω ανέλπιστα εύκολα και μπαίνω στο Principal. «Γεια σας, είμαι ο Τάσος από το Rock Overdose», και όλες οι πόρτες ανοίγουν.

 

 

Μιας και ακόμη δεν έχει βγει η support μπάντα και έχω μια κάποια άνεση χρόνου, περιηγούμαι στο χώρο και τσεκάρω το merchandise, το οποίο είχε κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Λίγο μετά τις 21.00 βγαίνουν οι Βραζιλιάνοι Armored Dawn . Άψογο στήσιμο επί σκηνής  διάθεση από την μπάντα να πάρει το κοινό με το μέρος της και βέβαια από τεχνικής- παικτικής απόδοσης στα επίπεδα ενός συγκροτήματος, το οποίο από την άλλη άκρη του κόσμου έρχεται για να ανοίξει τις συναυλίες μιας από τις μεγαλύτερες heavy metal μπάντες της σκηνής. Ήχος εξαιρετικός ,όπως συνέβη και με οποιονδήποτε άλλο έχει παίξει σε αυτό το χώρο και οι εξαμελής μπάντα επιδίδεται   στο προσωπικό της στυλ επικού power metal,το οποίο θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τευτονικής προέλευσης , με μια –παραπάνω του φυσιολογικού θα έλεγα- ροπή προς τα πιο βαριά riffs, η οποία για το κοινό τουλάχιστον φάνηκε να λειτούργησε καλά. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως ο πληκτράς της μπάντας σε πολλές περιπτώσεις έπιανε κ αυτός την κιθάρα εκτελώντας χρέη τρίτου (!!) κιθαρίστα. Στα των κομματιών τώρα, η έμφαση προς την επική πλευρά ήταν κάτι παραπάνω από απλά εμφανής, ειδικά στο “Men Of Odin” με τον τεράστιο τραγουδιστή της μπάντας να κραδαίνει ένα αναλόγου μεγέθους με την σωματοδομή του σπαθί, καθιστώντας τις ομοιότητες με τους Bathory όχι μόνο οπτικές αλλά και ευχάριστα μουσικές. Γενικά το (επαγγελματικό) στήσιμο και  παίξιμο της μπάντας, φάνηκε να άρεσε στο κοινό το οποίο, μη γνωρίζοντας τα κομμάτια- φαντάζομαι- συμμετείχε σε πολλές περιπτώσεις αβαντάροντας τον τραγουδιστή. Αν ρωτήσετε την γνώμη μου τώρα, θα σας  έλεγα ότι κάπως  θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το προς τα που θέλουν να κινηθούν , κάνοντας δηλαδή την κατεύθυνσή τους λίγο πιο ξεκάθαρη , στοχεύοντας πια και στην δημιουργία συνθέσεων ο οποίες θα έχουν εκείνα τα catchy σημεία , τα οποία στερούνται ως τώρα. Όπως και να έχει τέτοιες περιοδείες καταδεικνύουν την στόχευση τους στα πολύ ψηλά πατώματα της βαθμολογίας εκεί που  η κριτική είναι  αυστηρή και πολλές φορές αδυσώπητη.

 

 

Μετά και από το support ,φτάσαμε πλέον σε εκείνο το σημείο της συναυλίας όπου η γλυκιά προσμονή μετατρέπεται σε ανυπομονησία , όπως άλλωστε θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ήδη από το προτελευταίο κομμάτι των Armored Dawn , όπου το κοινό – το οποίο πια πύκνωσε πολύ- άρχισε να φωνάζει ρυθμικά  το όνομα των Hammerfall.

 

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να μοιραστώ τα προσωπικά μου συναισθήματα και τον  τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω το συγκεκριμένο γκρουπ από μαθητής γυμνασίου ακόμη. Ξέρετε, δεν είναι μόνο εκείνο το υπέρτατο “Glory To The Brave” το οποίο για εμένα αιώνια θα βρίσκεται μέσα στα κορυφαία τρία άλμπουμ του είδους, είναι και τόσα άλλα πράγματα αγαπημένα τα οποία η πορεία τους  ήρθε να συναντήσει και να δώσει μια ακόμη μεγαλύτερη αγάπη – συμπάθεια τόσο στην μπάντα όσο και στα ίδια τα γεγονότα. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε ότι  οι Ceremonial Oath και η αναπόφευκτη διάλυσή τους, έφερε τον Jesper Stromblad (επίσης των In Flames) σε θέση drummer στο ξεκίνημα των Hammerfall; Πως γίνεται να μην αγαπάς αυτή τη μπάντα όταν στο ξεκίνημά της οι Niklas Sundin και Mikael Stanne των  υπεραγαπημένων μου Dark Tranquillity ( και αυτοί πρώην Ceremonial Oath) , υπήρξαν ιδρυτικά μέλη της; Πως γίνεται να μην λατρεύεις την αγγελική φωνή του Joakim Cans , όταν εκείνος απογείωσε αυτό το τρομερό “Rising Out Of The Ahes “ των υπέρτατων Warlord; Ενώ, τέλος, πως γίνεται να ξεχάσεις το γεγονός ότι ο κορυφαίος όλων Chuck Schuldiner τους είχε επιλέξει για support στην ευρωπαϊκή περιοδεία των Death όταν οι δύο μπάντες περιόδευαν δηλαδή για τα αριστουργήματα “The Sound Of Perseverance “ και “Legacy Of Kings” αντίστοιχα;

 

 

Η ώρα έφτασε περίπου 22.00 και τα σκηνικά ετοιμάστηκαν για να εφορμήσουν στην σκηνή με το “Hector’s Hymn” από το “ ® evolution ” του 2014. Είναι τέτοια η διάθεση της μπάντας και φυσικά του κόσμου , που περίμενε να τους δει από το 1997, όπου η σπίθα έγινε φωτιά μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο πανύψηλος Oscar Dronjak με την custom κιθάρα του σε σχήμα σφυριού του Thorr σου δίνει την αίσθηση ότι θέλει να ξεφύγει τελείως αλλά τα εκτελεστικά του καθήκοντα τον περιορίζουν πάνω στην σκηνή από το να γίνει ένα με τον κόσμο. Η μεταδοτικότητα της μπάντας και η επαφή όλων των μελών με το κοινό ( με εξαίρεση μόνο τον drummer της μπάντας) είναι παροιμιώδης. Είναι ακριβώς το αίσθημα της στιγμής κατά της οποία διαπιστώνεις ότι μπροστά στα μάτια σου βλέπεις μια από τις κορυφαίες μπάντες του είδους. Συνέχεια κολλητά με “Riders Of The Storm” ενώ στο Renegade που ακολουθεί καταλαβαίνεις τη συνεισφορά αυτής της μπάντας στο σύγχρονο Σουηδικό Heavy Metal ήχο και το πώς και αυτοί με τη σειρά τους συνεισέφεραν στο να γαλουχηθούν οι νέες γενιές εκεί επάνω με την μουσική των Judas Priest (κυρίως) και των Iron Maiden.

Dethrone And Defy, Blood Bound , Any Means Necessary, για να έρθει η αναδρομή στο 1981 από τον Cans , 11 ετών όπως  μας είπε, όταν αγόρασε το “Denim and Leather “ των Saxon και άκουσε τον Biff να τον ρωτάει τι θέλει να κάνει στην ζωή του. “Bang Your Head” λοιπόν και αμέσως “Crimson Thunder” και “Built To Last” αφιερωμένο στον τύπο που είπε ότι δεν του άρεσε το τελευταίο άλμπουμ.”Last Man Stranding” και ένας μικρός και άκρως απολαυστικός πρόλογος για τον κιθαρίστα Pontus Norgren ( σ.σ. ο τύπος έχει δουλέψει σαν μηχανικός ήχου στις περιοδείες τόσο των Europe όσο και του King Diamond)  για το σύντομο solo του .Ακολουθεί το αναμενόμενο (μιας και ο κόσμος μαθαίνει πλέον από πριν για τα setlist) medley στο Legacy of the Kings για να κλείσει το κανονικό set. Encore με “Hammer High” και “Bushido” από τις δυο τελευταίες κυκλοφορίες τους και για το τέλος “Hearts On Fire” με τον Cans να κατεβαίνει από την σκηνή και να μου χαρίζει ένα πλάνο σαν να πόζαρε για μένα.

 

 

Συμπερασματικά μιλάμε για μια μπάντα επιπέδου Champions League , η οποία χωρίς υπερβολές και παίζοντας απλά στα δεδομένα της , ευχαριστήθηκε με τον κόσμο και τις αντιδράσεις του και φρόντισε στην επιστροφή της στην  πόλη μας να μας χαρίσει στιγμές που δύσκολα θα ξεχάσουμε. Εις  το επανιδείν λοιπόν…

 

 

 

Για το Rock Overdose - forever The Child Of The Damned,

Τάσος Δεληγιάννης

Φωτογραφίες: Γιάννης Αντωνίου 

 

Comments