Ανταπόκριση: MADRUGADA, Luke Elliot @Γήπεδο Tae Kwon Do, Αθήνα (7/4/2019)

Ο θάνατος ενός συντρόφου ήταν παραπάνω από αρκετός για να τους χωρίσει, το μόνο σωστό θα ήταν η αντάμωση με έναν παλιόφιλο να τους φέρει πάλι κοντά. Η αναθέρμανση της σχέσης των κυρίων Høyem και Jacobsen με τον αρχικό τους ντράμερ Jon Lauvland Pettersen ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την επαναδραστηριοποίηση του σχήματος, σχεδόν έντεκα χρόνια μετά τη διάλυση του.

Η φετινή τους περιοδεία τιμά εκείνα τα πρώιμα χρόνια των Madrugada, όταν ο Sivert, o Robert, o Frode και ο Jon κλεισμένοι σε ένα στούντιο στο κέντρο του Oslo έγραφαν ένα δίσκο, ο οποίος έμελλε να αποτελέσει την αρχή μιας υπέρoχης πορείας, που προς στιγμήν φάνηκε να λήγει πρόωρα και με πικρό τρόπο. Σε αυτή την επιστροφή τους, την αρχική τριάδα συνοδεύουν οι Cato Thomassen (lead κιθάρα), Christer Knutsen (κιθάρα/πλήκτρα) και ο Erland Dahlen, o άνθρωπος πίσω από τα τύμπανα την περίοδο 2005-2008, αυτή τη φορά σε ρόλο percussion-ίστα.

 

 

Στις 21:45 άπαντες οι παραπάνω κύριοι πάτησαν πόδι στη σκηνή του Κλειστού Παλαιού Φαλήρου, βάζοντας τέλος σε μια αναμονή ετών. Με το που ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Vocal”, η αίθουσα πλημμύρισε από εκδηλώσεις αποθέωσης για τους Νορβηγούς κι εκείνοι φρόντισαν να τις δικαιώσουν με την απόδοση τους. Η επιλογή να μην ακολουθηθεί πιστά το tracklist του “Industrial Silence”, προς όφελος ενός ιδιότυπου shuffle ήταν ένα ρίσκο που κερδήθηκε, μιας και η σειρά, με την οποία αποδόθηκαν ζωντανά τα κομμάτια έδειξε να διευκολύνει την ομαλή συναυλιακή ροή. Έτσι τα “Belladonna” και “Ηigher” προωθήθηκαν προς τα επάνω, με τα “Beautyproof” και “Electric” να τοποθετούνται στο τέλος της ουράς. Το τελευταίο μάλιστα, που ανέλαβε να κλείσει το πρώτο σκέλος του live, υπήρξε εκ των highlights -αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν τέτοια σε ένα τόσο ποιοτικό άλμπουμ- μαζί με τα “Strange Colour Blue” (ανεπανάληπτη στιγμή όταν με σβηστά τα φώτα ο Høyem έστρεψε τον προβολέα προς το κοινό) και “Norwegian Hammerworks Corp”, όπου έπεσαν τα τσιμέντα με τη σαγηνευτική ψυχεδέλεια τόσο της μουσικής, όσο και του απαστράπτοντος σακακίου του Høyem.

 

 

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα το συγκρότημα επέστρεψε για το δεύτερο σκέλος της συναυλίας, όπου πλέον θα έπαιζαν τραγούδια από την υπόλοιπη δισκογραφία τους. Όπως ήταν λογικό το “Nightly Disease” -το έτερο άλμπουμ με τον Pettersen στα drums- είχε την τιμητική του με τρεις επιλογές (“Black Mambo”, “Hands Up – I Love You”, “Only When You're Gone”). Για τη συνέχεια χρονικό άλμα στο ομώνυμο του 2008 με τα “Honey Bee” και “What's On Your Mind?”, πριν την απόλυτη κορύφωση με τις δύο πιο δημοφιλείς τους συνθέσεις, το πάντα φορτισμένο “Majesty” και το άκρως συναυλιακό “The Kids Are On High Street”, οι στίχοι των οποίων τραγουδήθηκαν από άπαντες παρόντες. Κι ενώ είχαμε καλυφθεί από τα εκατοντάδες γυαλιστερά χαρτάκια, που είχαν εκτοξευθεί στον αέρα εν μέσω πανηγυρικού κλίματος, οι Madrugada μας είχαν φυλαγμένο εκεί στα χασομέρια το “Valley Of Deception”, έτσι για το καλό κατευόδιο.

 

 

Η επί σκηνής επιστροφή των Madrugada στην Αθήνα δικαίωσε πέραν πάσης αμφιβολίας τις υψηλές προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει. Η ερμηνεία & σκηνική παρουσία του Høyem, οι εμπνευσμένες μπασογραμμές του Jacobsen, το παθιασμένο παίξιμο του Pettersen ήταν όλα παρόντα σε υπερθετικό βαθμό, υποβοηθούμενα τα μέγιστα από μια εξαιρετική παραγωγή. Ακούσαμε κρυστάλλινο ήχο σε ένα χώρο που δε φημίζεται για την ακουστική του, απολαύσαμε ένα άψογο light show και μπήκαμε στο πετσί των συνθέσεων χάρη στις εντυπωσιακές προβολές στο background. Κυρίως όμως, γίναμε μέρος της κληρονομιάς ενός σχήματος, η οποία δικαιώθηκε από τον αυστηρότερο κριτή· το χρόνο.

 

 

Νωρίτερα, ο εκ του New Jersey ορμώμενος Luke Elliot και η μπάντα του έκαναν φιλότιμη προσπάθεια να ζεστάνουν το κοινό εν όψει των υψηλών προσκεκλημένων της βραδιάς. Τα γυρίσματα στη φωνή και οι κινήσεις του παρέπεμπαν καρφί στον Nick Cave, η μουσική του όμως κουβαλούσε κάτι από την ελαφρότητα του συντοπίτη του Bruce Springsteen και τη folk παράδοση της πατρίδας του. Αν και προφανώς ταλαντούχος, μου άφησε την αίσθηση πως ακόμα άγεται και φέρεται από τις επιρροές του. Εφόσον ανθίσει μουσικά ως ο εαυτός του, διαθέτει όλα τα φόντα για να μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον.

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Σούρσος

Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέξανδρος

 

 

 

Comments