Ανταπόκριση: MINSK, Allochiria @Κύτταρο, Αθήνα (25/10/2018)

Έχει καταντήσει κλισέ κάθε φορά, που μας επισκέπτεται κάποιο συγκρότημα απωθημένο για το ελληνικό κοινό, να γράφουμε “αυτή τη συναυλία την περιμέναμε [εισάγετε τυχαίο αριθμό] χρόνια”. Έψαχνα τρόπο να το αποφύγω, αλλά όπως έχει τραγουδήσει κι ο μεγάλος Fish, κάποιες φορές ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι με ένα παλιό καλό κλισέ.

Οπότε, ναι, μια συναυλία των Minsk την περιμέναμε κάμποσα χρόνια, από τον καιρό, που το “The Ritual Fires Of Abandonment” έσκασε σα κεραυνός εν αιθρία και κράτησε την post metal φάση ζωντανή σε μια εποχή σχετικής εσωστρέφειας για το χώρο. Έντεκα χρόνια μετά λοιπόν, με πολύ νερό να έχει κυλήσει στο δισκογραφικό αυλάκι και πολλές αλλαγές στη σύνθεση του συγκροτήματος, θα είχαμε την ευκαιρία να τους παρακολουθήσουμε, σε μια μάλλον μεταβατική περίοδο για το σχήμα.

 

 

Η διοργάνωση επέλεξε να τους “ζευγαρώσει” με τους Allochiria, απολύτως δικαιωματικά, μιας και πρόκειται για τη δημοφιλέστερη μπάντα, που έχει βγάλει η τοπική σκηνή τα τελευταία χρόνια στον εν λόγω ήχο. Στην ώρα τους, αλλά δυστυχώς με λίγο κόσμο από κάτω, έδειξαν να έχουν από την αρχή με το μέρος τους το -έτσι κι αλλιώς- σε μεγάλο βαθμό, μυημένο κοινό. Ελαφρώς μαγκωμένοι στην αρχή, με πιο έκδηλη την περίπτωση της Ειρήνης, η οποία τραγουδούσε με γυρισμένη πλάτη για τα πρώτα λεπτά. Σύντομα λύθηκαν και απέδωσαν όσο καλύτερα γινόταν το ιδιαίτερο brand του post metal τους, που παίζει οριακά με τον flat ήχο και δεν αγαπάει την ένταση στις κιθάρες.

 

 

Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με τους Minsk, οι οποίοι φάνταζαν πραγματικό μεγαθήριο ήδη από τις πρώτες νότες του “To The Garish Remembrance Of Failure”, ορίζοντας τον τόνο της βραδιάς από νωρίς. Η ατμόσφαιρα και το νοητικό ταξίδι, που βγάζουν δισκογραφικά, αφέθηκαν σε δεύτερο πλάνο και στην πρώτη γραμμή πέρασε η ωμή δύναμη. Κι από αυτή οι Minsk διαθέτουν άφθονη, είτε μιλάμε για τις κιθάρες των κυρίων Bennett και Austin, που τσάκιζαν τα πάντα στο διάβα τους, είτε το rhythm section, που τράνταζε συθέμελα το Κύτταρο (έπαθα πλάκα με το αρτιότατο και απαιτητικό παίξιμο του Zachary Livingston), είτε για τη φωνή-βοή τιτάνα του Timothy Mead. Πέρα από το καθαρά τεχνικό, η Ψυχή που σου μετέδιδε η εμφάνιση τους ήταν αίσθημα μοναδικό. Κι αυτό είναι κάτι, που δεν προβάρεται. Είτε το έχεις, είτε όχι. Και βάζω στοίχημα ότι έπαιξε το ρόλο του και το γεγονός, ότι οι τύποι γούσταραν πραγματικά που ήρθαν να παίξουν εδώ, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Mead, με ειλικρινέστατο ύφος ευγνωμοσύνης και από μικροφώνου.

 

 

Το set τους, χωριζόταν ουσιαστικά σε τρεις σουίτες: Αρχικά, κομμάτια από το τελευταίο “The Crash And The Draw”, για τη συνέχεια παλαιότερες συνθέσεις και στο τέλος τα δύο κομμάτια από το πρόσφατο split με τους Zatokrev. Κι αν στα “Three Moons” και “White Wings” η ψυχολογία μνήμης χτύπησε κόκκινα, η πραγματικά κορυφαία στιγμή της βραδιάς υπήρξε το κλείσιμο του κανονικού set με το “Invoke Revive”. Και εκεί να είχε τελειώσει η βραδιά, πραγματικά δε θα είχα κανένα παράπονο. Έλα όμως, που οι αθεόφοβοι μας κρατούσαν και το “Within And Without” για το encore, χαρίζοντας μας ακόμα οκτώ λεπτά post metal τελειότητας.

 

 

Κυρίως καταιγιστικοί, εν μέρει ατμοσφαιρικοί, μα πάνω από όλα Ψυχωμένοι, αυτοί ήταν οι Minsk ζωντανά την περασμένη Πέμπτη. Πίνω στην ευδαιμονία τους και σε πολλές ακόμα τέτοιες μεσοβδόμαδες συναυλιακές απολαύσεις.

 

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Σούρσος

Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέξανδρος

 

Comments