Ανταπόκριση: SOLSTAFIR, Nochnoy Dozor @Fuzz Club, Αθήνα (16/12/2018)

Η μουσικομάνα Ισλανδία πάντα έχαιρε του απαραίτητου σεβασμού ανάμεσα στις τάξεις των μουσικόφιλων. Μπορεί η μουσική εξαγωγή της να μην είναι τεράστια σε ποσότητα, η ποιότητα της όμως στέκει αδιαμφισβήτητη. Ο σκληρός ήχος δεν υπήρξε ποτέ αιχμή του δόρατος της, βλέπουμε όμως κι αυτό να αλλάζει τα τελευταία χρόνια, χάρη σε μπάντες όπως οι Sólstafir. Οι Ισλανδοί διανύουν περίοδο τρομερής φόρμας και κυκλοφορούν το ένα καταπληκτικό άλμπουμ μετά το άλλο, κατακτώντας τα ευρωπαϊκά ακροατήρια με το ταξιδιάρικο post rock/metal τους.

 

 

Ένα από αυτά είναι και το ελληνικό, το οποίο τους υποδέχθηκε με ανοικτές αγκάλες την περασμένη Κυριακή. Η σύγχρονη ψυχεδελική εμπειρία που ακούει στο όνομα Sólstafir, εκκίνησε με το “78 Days In The Desert”, μια εννιάλεπτη instrumental περιήγηση στης ερήμους του μυαλού μας. O blackmetal απόηχος που κουβαλάει το “Köld”, ήρθε να συμπληρώσει ιδανικά, αυτή τη μάλλον ανορθόδοξη έναρξη με δύο κομμάτια από τον ομώνυμο δίσκο του 2009, τον οποίο πάντως μπάντα και κοινό εξακολουθούν να έχουν ψηλά σε εκτίμηση. Άλλωστε, δεν ήταν τα μοναδικά κομμάτια, που ακούστηκαν από τη συγκεκριμένη κυκλοφορία.

 

 

Το “Silfur-Refur” με το ξεσηκωτικό groovy riff του ήταν εκείνο, που άνοιξε το χορό των κομματιών από το “Berdreyminn” του 2017, με αφορμή το οποίο άλλωστε επισκέπτονταν τα μέρη μας. Η μπασογραμμάρα του “Isafold” συνέχισε εξαίρετα τη δουλειά, μεταφέροντας μας σε κάποιο φαντασιακό post rock dancefloor. Με το τελείωμα του, η cowboy περιβολή του κιθαρίστα Sæþór Maríus Sæþórsson ήρθε να συναντήσει τη styling τελείωση της, μιας και στα χέρια θα έπιανε επιτέλους το περίφημο banjo του. “Ótta” λοιπόν, με τη μελωδία που παράγει το αμερικάνικο παραδοσιακό όργανο να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ταξιδεύοντας μας αντί για το far west, σε αρχέγονα νορδικά τοπία. Το κοινό έχει αρχίσει πλέον να μπαίνει στο παιχνίδι πιο ενεργά, με την όλη κατάσταση να γνωρίζει την κορύφωση της στα sing alongs του σαγηνευτικά μελαγχολικού “Hula”. Κάπου ενδιάμεσα είχε παρεμβληθεί το “Ljósfari” για να χαρούν οι πρωτοδισκάκηδες, ενώ το κυρίως μέρος της τελετής έλαβε τέλος με το “Svartir Sandar” ή αλλιώς “Μαύρη Άμμος” σύμφωνα με την ελληνική απόδοση εκλεκτού μέλους του κοινού, κατόπιν παράκλησης του Addi.

 

 

To encore θα είχε μια κάπως φορτισμένη έναρξη, με τον Addi να απευθύνεται στο κοινό και να προλογίζει το “Fjara”, εξηγώντας ότι στιχουργικά πραγματεύεται το σοβαρότατο θέμα της κλινικής κατάθλιψης και εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στα θύματα της. Το ξεσηκωτικό “Blafjall” μας πήγε ένα βήμα πριν τη λήξη, η οποία και θα ερχόταν με ένα ακόμα κομμάτι από το “Köld”. Ο επικοινωνιακότατος frontman Aðalbjörn Tryggvason αφήνει στην άκρη την κιθάρα του και δε διστάζει να κατέβει ανάμεσα στις πρώτες σειρές για να τραγουδήσει το φέρον ατμοσφαιρικό doom αέρα “Goddess Of The Ages”. Η επαφή του με το κοινό καθ όλη τη διάρκεια του live υπήρξε ισχυρή, ενώ ταυτόχρονα αλώνιζε τη σκηνή με την κιθάρα του, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει χώρος για το καλώς εννοούμενο rockstar-ιλίκι σε μια post rock συναυλία. Οι πανέμορφες κιθαριστικές μελωδίες του Gringo πατούσαν υπέροχα πάνω στις φαντεζί χαμηλές, που παρήγαγε το Rickenbacker του Svavar Austman, ενώ ο Hallgrímur Jón Hallgrímsson με το πολύμορφο παίξιμο του στα drums, αποδείχθηκε το αφανές βαρόμετρο της μπάντας.

 

 

Ταξιδιάρικα μελωδικοί, έντονα ρυθμικοί, σχεδόν χορευτικοί διέγειραν τις αισθήσεις και έγραψαν ένα fade out Κυριακής, όπως θα έπρεπε πάντα να είναι. Βάλσαμο, μπροστά στη Δευτέρα, που πλησιάζει αμείλικτη.

 

Νωρίτερα, οι Αθηναίοι Nochnoy Dozor είχαν φροντίσει να αποτελέσουν την καλύτερη εισαγωγή για τους Ισλανδούς. Metal τεχνοτροπία, pop ευαισθησία και ambient ατμόσφαιρα μπλέχθηκαν παραδειγματικά επί σκηνής του Fuzz, έχοντας στην πρώτη γραμμή δυο δυναμικές γυναικείες φωνές, που αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά. Δηλώνω κατενθουσιασμένος.

 

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Σούρσος

Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέξανδρος

 

 

 

 

Comments