Ανταπόκριση: WOVENHAND – Emma Ruth Rundle @Fuzz Live Music Club, Αθήνα (13/05/2017)

Δύο εβδομάδες είχα να πάω σε συναυλία. Δεν είναι ούτε πολύ, ούτε λίγο, αλλά μετά το δίδυμο Amenra/Oathbreaker και Chelsea Wolfe, η αλήθεια είναι ότι ένα διάστημα για να συνέλθω το χρειαζόμουν. Ακόμα κι αν μετράς εκατοντάδες συναυλίες, κάπου θες μία ανάπαυση να ανταπεξέλθεις στο μέγεθος των όσων έχουν προηγηθεί κάποιες φορές. Αυτή την εμφάνιση των Wovenhand στην Αθήνα όμως, την είχα σημαδέψει από καιρό, με το που έμαθα ότι θα μας (ξανά)έρθουν. Δυστυχώς παρ'ότι μας τιμούν συχνά με την παρουσία τους, ήταν μόλις η πρώτη φορά που θα είχα τη δυνατότητα να τους παρακολουθήσω, οπότε όπως καταλαβαίνετε η αγωνία και η προσδοκία για μία τέτοια εμφάνιση ήταν αρκετά μεγάλη. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι συμπληρωματική παρουσία θα είχε η χαρισματική Emma Ruth Rundle, την οποία είχα παρακολουθήσει αρκετά χρόνια πριν με τους Red Sparowes, τότε γίνεται αντιληπτό από όλους ότι το όλο πακέτο ήταν ελκυστικό και πολλά υποσχόμενο. Το γειτονικό σε μένα Fuzz γίνεται για άλλη μία φορά χώρος συγκέντρωσης με γνωστούς που έχω να δω καιρό, και παρά την ασυνέπεια κάποιων που παραλίγο να μου στερήσουν την είσοδο στην ώρα μου, καταφέρνω τελικά και εισέρχομαι στο κλαμπ ακριβώς την ώρα που η Αμερικανίδα τραγουδοποιός ξεκινάει να τραγουδάει με την υπέροχη αιθέρια φωνή της.

 


Μοναδικός σύντροφος επί σκηνής της Emma Ruth Rundle, η ακουστική της κιθάρα, την οποία παίζει χωρίς να χρησιμοποιεί πένα, αλλά γρατζουνώντας την με τα νύχια της όσο χρειάζεται για να βγάλει αυτό τον πεντακάθαρο ήχο. H 33χρονη χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο μισάωρο στο οποίο την απολαμβάνουμε, με το 2ο κομμάτι να ονομάζεται ''Hand Of God'' και το 3ο ''Protection'' από τους τίτλους που κατάφερα και έπιασα, μας τονίζει ότι η καλύτερη συναυλία που έχει δώσει στη ζωή της ήταν στην Αθήνα όταν ήρθε με τους καταπληκτικούς Red Sparowes και ότι ήταν εκπληκτική εμπειρία για εκείνη, ενώ μετά τα πρώτα 5 κομμάτια της, παίρνει την ηλεκτρική της κιθάρα και συνεχίζει, για να τελειώσει το σετ της μετά από 9 κομμάτια σύνολο. Φοβερή, καταπληκτική, πεντακάθαρη και πολύ δυνατή φωνή, μινιμαλιστική προσέγγιση του υλικού της, εκείνη και η κιθάρα της, βγάζουν τόσο ζεστό συναίσθημα που προετοιμάζει κατάλληλα το έδαφος γι'αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Μπορεί η άποψη μου να βρει διαφωνίες, αλλά πάντα τόνιζα ότι όταν έχεις Αμερικάνο/α με μία κιθάρα μόνο επί σκηνής, είναι σχεδόν αδύνατο το αποτέλεσμα να μην είναι όμορφο. Το έχουν στο αίμα τους να δένονται με τέτοιου τύπου μουσικές και να τις παρουσιάζουν με ουσία και πειθώ. Μπράβο της γιατί έπαιξε με σπασμένο πλευρό απ'όσο άκουσα, ενώ υποφέρει κι από αδενομύωση. Σκυλί του πολέμου, της βγάζω το καπέλο!

 


Το πρόγραμμα έλεγε ότι οι Wovenhand θα βγαίνανε στις 22:30, αλλά 5' πριν, αρχίζουν κι ακούγονται Ινδιάνικες ιαχές, o Αρχηγός David Eugene Edwards κάνει την εμφάνιση του και το υπόλοιπο συγκρότημα ακολουθεί. O Ordy Garrison στα τύμπανα μορφάρα με το καπελάκι του, βαράει πιο ανορθόδοξα από οποιοδήποτε ντράμερ έχω δει στη ζωή μου, ή απλά δε χρειάζεται να κάνει τόσο τεράστια ανοίγματα για να παίξει αυτό που μπορεί όπως εγώ έχω συνηθίσει. Απίστευτο στυλάκι, χτίζει την tribal ατμόσφαιρα που ξεκινάει με το ''Hiss'' και διαρκεί για 85' μέχρι να κατέβουν από τη σκηνή. Τρομερά υποστηρικτικοί ο μπασίστας Neil Kenner, χωμένος δίπλα στον ένα ενισχυτή και κρυμμένος πίσω από τον φοβερό και τρομερό Chuck French στην άλλη κιθάρα, ο οποίος βοηθάει στο να χτιστεί όγκος και να προσφέρει βοήθειες στον Edwards με έξτρα φωνητικά. Αυτό που ξεχωρίζω με τη μία είναι ο όγκος τους σε σχέση με τους δίσκους τους, σίγουρα ακούγονται πολύ προτιμότεροι και δυνατότεροι από όταν τους ακούς στο σπίτι, αυτό είναι και το ζητούμενο βασικά, αλλά είναι προφανές ότι αυτοί ειδικά, είναι φτιαγμένοι για να λειτουργούν κατά πολύ καλύτερα σαν ζωντανό συγκρότημα. Μπορεί να υπάρχουν 1-2 πραγματάκια που προσωπικά με ενοχλούν, όπως το γεγονός ότι τα φωνητικά του Αρχηγού βγαίνουν με ένα ήχο που περισσότερο αντηχεί και δεν ακούγονται τόσο καθαρά όσο θα ήθελα, αλλά είναι τέτοια η φύση της μουσικής τους που δεν είναι και κάτι το φοβερά παράταιρο.

 


Το άλλο που με ενοχλεί όσο περνάει η ώρα είναι η παντελής απουσία παλιών κομματιών από τη δισκογραφία τους. Το σετ βασίστηκε κυρίως στο πρόσφατο άλμπουμ τους ''Star Treatment'' (λογικό ως ενός σημείου) και το προηγούμενο του 2014 ''Refractory Obdurate''. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι όσοι τους ακούσανε κάποτε πρώτη φορά μέσω της δημοφιλούς σειράς ''10η Εντολή'' και τους είχαν συνδέσει με συγκεκριμένα κομμάτια, βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Από την άλλη, η συναυλία τους τολμώ να πώ ότι διήρκησε όσο έπρεπε, καθώς είναι τόσο ιδιαίτερο συγκρότημα που με παραπάνω δόση του υλικού τους, μπορεί και να κούραζαν λιγάκι. Η θεατρικότητα του Edwards είναι κάτι στο οποίο πρέπει να σταθώ, εύκολα συγκεντρώνει τα βλέμματα πάνω του, με το υπόλοιπο συγκρότημα να του αφήνει και το χώρο να εκφραστεί όπως θέλει. Αυτά τα Ινδιάνικα τερτίπια του που κάνει ότι κρεμιέται και τραβάει το κεφάλι του προς τα πίσω, ή ότι πυροβολείται και γέρνει προς την κατεύθυνση της σφαίρας που έφαγε, το γεγονός ότι πιάνει τα ρετάλια από τις σημαίες που είναι κρεμασμένες στο μικρόφωνο του, σαν να παίρνει ενέργεια από αυτά, ακουμπώντας του πάνω του και ότι και καλά μας σημαδεύει με τόξο, είναι φοβερά ενσταντανέ που σίγουρα σου μένουν για πάντα χαραγμένα μέσα στο μυαλό, ξέρεις ότι το κάνει επειδή το νιώθει.

 


Mετά από σχεδόν 70' εμφάνισης, το συγκρότημα αφήνει το σανίδι, μόνο και μόνο για να επιστρέψει και πάλι υπό Ινδιάνικες ιαχές και κάτω από το θερμό χειροκρότημα του κόσμου, για να παίξει τρία ακόμα κομμάτια, με τα ''Five By Five'' και ''Low Twelve'' να είναι άκρως ταιριαστά για να παιχτούν στα καπάκια και το ''King O King'' να είναι το μοναδικό κομμάτι που ακούστηκε από το ''The Laughing Stalk'' του 2012 και να κλείνει την εμφάνιση τους. Στις 12 παρά 20 το συγκρότημα αποχωρεί από τη σκηνή, με τους πάντες να ευχαριστούν το κοινό, ο Αρχηγός μπορεί να μην υπήρξε ομιλητικός ιδιαίτερα, αλλά το βλέπεις στα ιδιαίτερα μάτια του ότι όταν μας λέει ότι το εκτιμάει που ήρθαμε στη συναυλία, το εννοεί πέρα για πέρα. Συνολικά κι επειδή δεν έχω μέτρο σύγκρισης με τις προηγούμενες εμφανίσεις τους, μπορώ να πω ότι σίγουρα άξιζε να το ζήσω σαν εμπειρία και ότι το Σαββατιάτικο βράδυ μου κύλησε πολύ όμορφα. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ενώ πάντα θέλω τα γκρουπ να παίζουν πολύ, αυτοί παίξανε όσο έπρεπε, γιατί πραγματικά από ένα σημείο τα κομμάτια που διαλέξανε δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη καμπή και ακουγόντουσαν σαν κάτι απόλυτα ενιαίο, ούτε απαραίτητα καλό, ούτε κάτι κακό. Θα μετάνιωνα για όλη μου τη ζωή αν ήξερα τι θα έβλεπα και το έχανα, από την άλλη, μετά από αυτό που είδα, αισθάνομαι πληρότητα και δεν ξέρω αν θα τη χαλούσα για να τους ξαναδώ όταν σίγουρα θα μας ξανάρθουν σε 1-2 χρόνια.

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

Φωτογραφίες: Καταστρόφος Αλέξανδρος

 

 

Comments