Αφιέρωμα OM: Τελετουργικός διαλογισμός μέσα από νότες!

Om: 1) Η ινδουιστική συλλαβή που είναι γνωστότερη ως η φυσική δόνηση του σύμπαντος και συχνά χρησιμοποιείται σαν mantra, όπου mantra μία τελετουργική λέξη που οι Ινδουιστές χρησιμοποιούν και επαναλαμβάνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν μπαίνουν σε υπνωτική νοητική κατάσταση. 2) Το συγκρότημα που σχημάτισαν οι Al Cisneros (μπάσο/φωνητικά) και Chris Hakius (τύμπανα) το 2003 μετά την διάλυση των Sleep, το οποίο και εξισώνεται εύκολα με την πράξη Om = Sleep - Matt Pike! To 2003 λοιπόν τα 2/3 των Sleep -τα οποία πορευόντουσαν μαζί από το 1989 (μαζί και με τον Pike) στους Asbestos Death, οι οποίοι αποδείχθηκαν βραχύβιοι και στην ουσία το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Sleep - σχημάτισαν τους Om. Όταν οι Sleep διέλυσαν το 1998, ο Matt Pike σχημάτισε σχεδόν αμέσως τους High On Fire, έχει υπάρξει ανάλογο αφιέρωμα για το συγκρότημα του πριν 1μιση χρόνο περίπου, σας παραπέμπω εκεί για τις λεπτομέρειες προς αποφυγή επαναλήψεων (να έρθει η ώρα να κάνω κι ένα για τους Sleep να τριτώσει το καλό)! Οι Cisneros/Hakius έμειναν 5 χρόνια χωρίς να δραστηριοποιούνται σε άλλη μπάντα και όταν ήρθε το νέο του σχηματισμού των Om, αρκετά μεγάλη μερίδα οπαδών του λασπώδη ήχου ήταν σαν από καιρό έτοιμοι να τους ακολουθήσουν και στην νέα τους περιπέτεια, σχεδόν σίγουροι ότι θα μεγαλουργήσουν ξανά όπως έκαναν με τους Sleep.

 

 

Αυτό που μάλλον ποτέ δε θα φανταζόντουσαν οι οπαδοί, είναι το γεγονός ότι οι Om θα παρέμεναν δίδυμο και ότι δε θα υπήρχε κιθαρίστας στο συγκρότημα! Και όντως τελικά έτσι έγινε και ήρθε η στιγμή που το συγκρότημα έδωσε στον κόσμο το πρώτο του δείγμα, το ντεμπούτο ''Variations On A Theme'' το οποίο κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου του 2005 (αγάπη μόνο!) μέσω της Holy Mountain (πόσο τυχαίο μπορεί να είναι αυτό τώρα;), ένας δίσκος ηχογραφημένος στο Τhe Groove Room και μιξαρισμένος στο Take Root, σε San Rafael και San Francisco στην California αντίστοιχα, με παραγωγό τον Billy Andersson. Το πρώτο που γινόταν άμεσα αντιληπτό ήταν ότι οι Om δεν ήταν η φυσική συνέχεια των Sleep όπως πολλοί μπορεί να περίμεναν (το ίδιο ίσχυε και για τους High On Fire του Matt Pike από την άλλη πλευρά για να είμεθα δίκαιοι). Οι Om δεν υστερούσαν σε βαρύτητα και βρωμιά στον ήχο, αλλά σαν άκουσμα ήταν ξεκάθαρα κάτι που δεν υπήρχε το παραμικρό που να τους μοιάζει εκεί έξω. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, μπορεί να μην είχαν κιθάρα, αλλά ποιος χέστηκε την εποχή εκείνη ακούγοντας το μπάσο του Cisneros να έχει ΑΥΤΟ τον ήχο και να ακούγεται σαν να ριφφάρει ασύστολα; Εξωπραγματικά μπουκωμένος ο ήχος του, με τον Al να παίζει και με τέτοιο τρόπο που ούτε βιρτουόζοι κιθαρίστες δε θα μπορούσαν να μιμηθούν τέτοιο στυλ.

 

 

Ο θείος Al (όπως είναι ευρέως γνωστός στους στενούς κύκλους όσων λατρεύουν την δουλειά του, τιμητικότατος χαρακτηρισμός αν σκεφτούμε ότι ο μόνος που απολάμβανε κάτι ανάλογο ήταν ο μέγας Lemmy) έπαιζε και παίζει μία ζωή το μπάσο του με ένα τρόπο λες και κάνει ένα αδιάκοπο tapping, κυριολεκτικά πατάει πάνω στις χορδές του μπάσου λες και θέλει να τις κάνει να βγάλουν υγρό και να ματώσουν οι ίδιες κι όχι τα δάχτυλα του, η πένα είναι άγνωστη λέξη και το άκρον άωτον της πώρωσης; Αυτό το ανεπανάληπτο και αμίμητο στρουθοκαμηλίστικο μπρος-πίσω του κεφαλιού του ενώ καμπουριάζει παίζοντας. Η τσιτιά των αιώνων, μοιάζει λες και βγαίνει από κάνα λαγούμι με το Rickenbacker του (ίδιου τύπου μπάσο με τον θείο Lemmy, τυχαίο κι αυτό;) και απλά πάει μπρος-πίσω-πάνω-κάτω-εντός, εκτός κι επί ταυτά. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το απολαμβάνεται ζωντανά. Κατά πόδας πίσω του, ο μέγας Hakius, ο πιο τελετουργικός σε παίξιμο ντράμερ στην ιστορία της ακραίας μουσικής (και δεν ξέρω αν χρειάζεται και ο έξτρα προσδιορισμός). Ένας τύπος που το άνοιγμα των χεριών του έμοιαζε με τα πλοκάμια του Cthulhu την ώρα που αναδύεται για να καταβροχθήσει ότι κινείται κι ότι μένει ακίνητο. Χτυπήματα τόσο δυνατά και τζαζεμένα σε ρυθμό που σε συνδυασμό με τον όγκο του μπάσου, σου μένουν για πάντα χαραγμένα βαθιά μέσα σου.

 

 

Το ''Variations On A Theme'' περιείχε μόλις 3 κομμάτια, αλλά ήταν αρκετά για να κάνουν τους Om εξ'αρχής υπολογίσιμη δύναμη του βαρύ ήχου. Άνοιγμα με το τερατώδες ''On The Mountain At Dawn'', πάνω από 21' σε διάρκεια, το μεγαλύτερο κομμάτι που έχουν γράψει στην καριέρα τους και μάλλον δεν προβλέπεται να το ξεπεράσουν σε διάρκεια γιατί έχουν πλέον ξεφύγει αρκετά από αυτή τη λογική παιξίματος. Ο ήχος βαθύς, τραχύς, βαρύς όσο δεν πάει, γλυκά ακατέργαστος και με τη βρωμιά που θα ήταν παράξενο αν δεν υπήρχε σε δίσκο που συμμετείχε το συγκεκριμένο δίδυμο. Δαιδαλώδεις ρυθμοί, αλλά παράλληλα και ένα κλίμα κατάνυξης και εσωτερικής ηρεμίας, σαν να κηρύττουν μέσω της μουσικής το Ευαγγέλιο μίας θρησκείας που μοναδικό σκοπό έχει να μεταδώσει στους πιστούς της την απόλυτη εσωτερική ηρεμία και την πεποίθηση ότι όταν ακούς τους Om, προστατεύεσαι από ένα αόρατοι τείχος (πνευματικό κατά προτίμηση) το οποίο δεν αφήνει τίποτα να σε αγγίξει και όλα γίνονται αρμονικότερα και έχουν συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. Τώρα θα λέτε μερικοί και μερικές ''τι ναρκωτικά παίρνει ο τύπος και τα γράφει αυτά'', αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν πίνω, δεν καπνίζω, δε μπαφιάζω, γενικά δεν ''γίνομαι'' με/για κανένα λόγο και σε κάτι τέτοια είμαι πιο ξενέρωτος κι από τη Gwyneth Paltrow όταν το παίζει μοιραία.

 

 

Με πολιορκητικό κριό το προαναφερθέν έπος και με βοηθητικούς καταπέλτες τα ''Kapila's Theme'' και ''Annapurna'', τα οποία έχουν αμφότερα φοβερό μπάσιμο και γαμηστερές δομές που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον σε όλη τους τη διάρκεια, το ''Variations On A Theme'' ήταν η ιδανική αρχή για το συγκρότημα και σίγουρα αποτελεί το πλέον αναγνωρίσιμο σε ύφος άλμπουμ τους, καθώς η συνέχεια ήταν αισθητά διαφοροποιημένη, προς το καλύτερο θεωρώ. Ο δίσκος κυκλοφόρησε σε βινύλιο στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους και τυπώθηκε σε μαύρο, διάφανο και διάφανο μωβ χρώμα. Οι Om δε θα χάσουν καθόλου χρόνο και σχεδόν ένα χρόνο μετά θα κυκλοφορήσουν τον 2ο δίσκο τους -πάλι μέσω της Holy Mountain και πάλι με τον Billy Andersson στην παραγωγή, ηχογραφημένο και μιξαρισμένο στα Prairie Sun, στο Cotati της California- στις 24 Φεβρουαρίου του 2006 (αν και η ημερομηνία αμφισβητείται και υπάρχει και εναλλακτικά η 17η του Απρίλη). Το ''Conference Of The Birds'' αυτή τη φορά είχε μόλις 2 κομμάτια, αλλά τι κομμάτια! Με το χέρι στην καρδιά όταν άκουσα τότε το ''At Giza'' πίστεψα ότι αν ποτέ γίνει η Δευτέρα Παρουσία κάτι τέτοιο θα ακούγεται στο υπόβαθρο...''Rise aviator, sun will follow'', με στοιχειώνει ακόμα ο αρχικός στίχος, ήταν κάτι σχεδόν σαν εξωσωματική εμπειρία!

 

 

Σε σχέση με το ντεμπούτο τους, ο ήχος έχει καθαρίσει λιγάκι και δεν έχει το ίδιο μπούκωμα, ενώ αυτή τη φορά ο Hakius δε χρειαζόταν να είναι τόσο τελετουργικός, όχι ότι δεν τα σπάει φυσικά, ενώ από την άλλη, ο θείος Al χρησιμοποιεί τη φωνή του πιο ζεστά και έξυπνα και αφήνει τα κομμάτια να σε πάνε εκεί που θέλουν, με την ατμόσφαιρα να είναι ο πρωτεύοντας στόχος και τους στίχους κυρίως να λειτουργούν περισσότερο για να γεμίσουν ένα κενό που δε θα έδινε δικαιοσύνη στο υλικό, παρά γιατί χρειαζόταν να υπάρχουν στίχοι ντε και καλά. Το δε ''Flight Of The Eagle'' που είναι ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια είναι ίσως το μοναδικό κομμάτι που θα μπορούσε να συνυπάρχει σε δίσκο με το ''At Giza'' και να μην υποφέρει από το βάρος του προαναφερθέντος, δύο κομμάτια με 33μιση λεπτα διάρκεια που ενώ από τη μία είναι μεγάλα, από την άλλη κυλάνε σαν το νερό και φανερώνουν την σωστή εξέλιξη που πήρε ο ήχος των Om συνολικότερα. Ένας ήχος που εδώ κάνει τη μετάβαση γι'αυτό που θα ακολουθούσε στην πορεία. Ο δίσκος κυκλοφόρησε σε βινύλιο στις 15 Μαϊου και τυπώθηκε σε μαύρο (2000 αντίτυπα), διάφανο πορτοκαλί (500 αντίτυπα) και διάφανο πράσινο βινύλιο (επίσης 500 αντίτυπα). Μέσα στο ίδιο έτος, οι Om συμμετείχαν σε δύο split κυκλοφορίες.

 

 

Η πρώτη ήταν το ''Inerrant Rays Of Infaliable Sun (Blackship Shrinebuilder)'' στο οποίο συμμετείχαν με το κομμάτι ''Rays Of The Sun/To The Shrinebuilder'' (έπος με σχεδόν υπνωτικά φωνητικά από τον Al) στη 2η πλευρά, ενώ στην 1η πλευρά συμμετείχαν οι Current 93 με το ''Inerrant Infaliable/Black Ships At Nineveh And Edom''. Κυκλοφόρησε στις 28 Ιουνίου του 2006 από τη Neurot Recordings (εταιρεία των Neurosis) σε 10'' βινύλιο 45 στροφών στις εξής εκδόσεις: Διάφανο μπλε βινύλιο αποκλειστικά για παραγγελίες από τη Neurot Recordings, διάφανο πράσινο βινύλιο για τη Βορειοαμερικάνικη αγορά (1500 αντίτυπα) και διάφανο, διάφανο μωβ και ημιδιάφανο κόκκινο για την Ευρωπαϊκή αγορά. Το εξώφυλλο τυπώθηκε σε μεταλλικό χάλκινο μελάνι έχοντας τους στίχους. Οι Current 93 αφιέρωσαν την πλευρά τους στη μνήμη του Howard Logan (1935-2006) με την υποσημείωση ''Αναπαύσου στην αγάπη του Θεού'', ενώ οι Om αφιέρωσαν την δική τους πλευρά στην Lucille (1913-200), αγνώστων λοιπών στοιχείων. Κυκλοφόρησε και σαν maxi single digipack από την Durtro και τη Jnana Records. Το άλλο split ήταν μέσω της Holy Mountain με τους Six Organs Of Admittance. Οι Om συμμετέχουν στην 1η πλευρά με το ''Bedouin's Vigil'', το μικρότερο κομμάτι που είχαν γράψει ως τότε, μόλις 4μιση λεπτά, ενώ οι Six Organs Of Admittance συμμετείχαν με το ''Assyrian Blood''.

 

 

Από λάθος οι ετικέτες της πλευράς Α και Β τοποθετήθηκαν αντίστροφα (και είπα δε θα τύχει άλλη ιστορική μαλακία σε αφιέρωμα που κάνω; Νά'τη/φά'τη)! Το ''Bedouin's Vigil'' χρησιμοποιήθηκε και σαν έξτρα κομμάτι στην κυκλοφορία του ''Conference Of The Birds'' στην Ιαπωνική έκδοση του δίσκου από την Leaf Hound Records. H μηχανή των Om ήταν πλέον καλοκουρδισμένη και λειτουργώντας σε ρυθμούς ακατάπαυστους, προσέφερε λίαν συντόμως ξανά το 3ο άλμπουμ της μπάντας, όπου και το πράγμα άρχισε να σοβαρεύει από όλες τις απόψεις. Παραγωγός θα ήταν ο ''πολύς'' Steve Albini αυτή τη φορά, ηχογραφημένο στο Electrical Audio του Chicago στο Illinois, το ''Pilgrimage'' όπως ονομάστηκε, κυκλοφόρησε στις 13 Σεπτεμβρίου (ή 2 Οκτωβρίου) του 2007 μέσω της Southern Lord και σηματοδοτεί το απόγειο του ήχου των Οm της πρώτης εποχής. Και λέω πρώτης εποχής διότι δυστυχώς μετά το πέρας του δίσκου ο μέγας Chris Hakius άφησε το συγκρότημα και από το 2008-9 γενικά άφησε και τη μουσική, μία τρομακτική δυσαναπλήρωτη απώλεια στο σύνολο της και ένας ντράμερ που όμοιος του σε στυλ παιξίματος και δύναμη κρούσης δεν πρόκειται να υπάρξει. Το ''Pilgrimage'' χαιρετήθηκε ως το άλμπουμ που τους πέρασε στο επόμενο επίπεδο, με το στυλ να γίνεται πιο βαθύ και υποτονικό, τα φωνητικά πιο ψιθυριστά σε πολλά σημεία και το κλίμα κατάνυξης να μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

 

 

Το ομότιτλο κομμάτι ειδικά ήταν ότι διαφορετικότερο είχαν γράψει μέχρι στιγμής, από την άλλη το ''Unitive Knowledge Of The Godhead'' έδειχνε ότι πλέον δεν ήταν σύμπτωση και οι μικρές διάρκειες θα αποτελούσαν μέρος του μέλλοντος τους, ενώ το μπάσο του Al στο έμπα του ''Bhima's Theme'' πιστεύω ότι θα το ζήλευαν και όσοι θεωρούνται ριφφομάστορες της κιθάρας, μιλάμε για χώσιμο από τα λίγα και για ανάπτυξη κομματιού για σεμινάριο, μαζί με το ''At Giza'', κατά την ταπεινή μου άποψη, οι 2 μεγάλες στιγμές της εποχής Hakius στο συγκρότημα. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε και στην Ιαπωνία μέσω της Daymare Recordings στις 31 Οκτωβρίου του 2007 και περιέχει ως έξτρα μία ζωντανή εκτέλεση του ''To The Shrinebuilder'', ηχογραφημένο στη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Μάρτυρα στο Toronto του Καναδά το 2006 (μόνο στα Ελληνικά μπορεί να αποτυπωθεί το μεγαλείο αυτό, σόρρυ). Λίγο πριν ο Chris αφήσει τους Om, το δίδυμο πρόλαβε να κάνει μία εικονική εμφάνιση στις 5 του Δεκέμβρη του 2007, στην Ιερουσαλήμ, όπου και παίξανε για πάνω από 5 ώρες (!!!!!) και ένα μέρος αυτής της εμφάνισης αυτής κυκλοφόρησε στις 28 Μαΐου του 2008 σαν ''Live At Jerusalem'' μέσω της Southern Lord σε 3.100 αντίτυπα 12'' βινυλίου 33 στροφών.

 

 

Φήμες λένε ότι παίξανε όλα τους τα κομμάτια και στο τέλος ακολούθησε ένα τζαμάρισμα που κράτησε σχεδόν 3 ώρες, μακάρι κάποτε να γίνει κάτι και να μπορέσουμε να το παρακολουθήσουμε όλο! Το ''Pilgrimage'' μεταξύ άλλων διακρίσεων επιλέχθηκε από το Mojo Magazine ως το άλμπουμ της χρονιάς, ενώ παίχτηκαν κομμάτια εκείνο τον καιρό στις συναυλίες τους τα οποία θα κατέληγαν σε μελλοντικές κυκλοφορίες τους. Ο Hakius τελικά αφήνει το συγκρότημα στις 31 Ιανουαρίου του 2008 και αντικαταστάτης του θα είναι ο Emil Amos των Grails. Νομίζω κάπου εκεί ξέραμε όλοι μας ότι οι Om δε θα ακουστούν ποτέ ξανά όπως παλιά και σίγουρα εδώ αρχίζει η 2η εποχή τους, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή αρχίζει αμέσως με την κυκλοφορία του ''Pilgrimage'' κι αυτό διότι εκεί αρχίζουν και τα εξώφυλλα-αγιογραφίες που θα τους ορίζουν στο μέλλον, αυτό του ''Pilgrimage'' απεικονίζει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Η πρώτη τους κυκλοφορία με τον Amos στα τύμπανα θα είναι το 7'' single ''Gebel Barkal'', κυκλοφόρησε από την Sub Pop Records σε βινύλιο 45 στροφών μόλις σε 1.500 κόπιες και σε μαρμάρινο χρώμα. Το κομμάτι ήταν από αυτά που προϋπήρχαν σαν σκελετός λίγο πριν φύγει ο Hakius από το συγκρότημα και ακούμε τους Om πιο απλούς από ποτέ (θεωρητικά πάντα), πιο άμεσους και με τον Amos να έχει ένα τελείως διαφορετικό στυλ από τον Hakius (και να ήθελε δε θα μπορούσε να παίξει έτσι).

 

 

 

Αποτέλεσμα της συνεργασίας του νέου διδύμου των Om ήταν το ζωντανό άλμπουμ ''Live Conference'', όπου και συναντάμε τα 2 κομμάτια του ''Conference Of The Birds'' σε ζωντανές εκτελέσεις, όμορφα ξεχειλωμένες όσο δεν πάει. Ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 στη Νέα Υόρκη και κυκλοφόρησε στις 26 Μαϊου του 2009 από την Important Records σε 12' βινύλιο 33 1/2 στροφών. Επόμενο βήμα και κρίσιμο για το συγκρότημα ήταν ο 4ος ολοκληρωμένος δίσκος τους με τον λιτό, απέριττο, ιντριγκαδόρικο για σκατόψυχους τίτλο ''God Is Good''. Ηχογραφημένος όπως και το ''Pilgrimage'' στο Εlectrical Audio και πάλι με παραγωγό τον Steve Albini, το άλμπουμ παρουσιάζει τους Om περισσότερο απογυμνωμένους και διάφανους προς το κοινό τους απ'ότι είχαν υπάρξει μέχρι στιγμής και το εναρκτήριο ''Thebes'' -το οποίο ήταν και αυτό μεταξύ των τελευταίων κομματιών που είχαν παιχτεί στην τελευταία περιοδεία με τον Hakius- φανερώνει την περισσότερο βαθιά διαλογιστική προσέγγιση του συγκροτήματος, αυτό που σταδιακά είχε αρχίσει να φαίνεται από άλμπουμ σε άλμπουμ, στο ''God Is Good'' κάνει εντονότερα από ποτέ την εμφάνιση του και οι αισθήσεις σχεδόν μουδιάζουν και αφήνονται έρμαια του Al και του Emil, οι οποίοι σε συνδυασμό με τον ακόμα ζεστότερο ήχο που τους προσφέρει ο μάστορας Albini, κάνουν ένα ακόμα μεγάλο βήμα μπροστά ικανοποιώντας πλήρως το κοινό τους.

 

 

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε αυτή την φορά από την Drag City στις 29 Σεπτεμβρίου του 2009 και στην Ιαπωνία κυκλοφόρησε πάλι από την Daymare Recordings. Το ''Thebes'' αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας τους και σίγουρα αυτό το οποίο ορίζει τον δίσκο, από την άλλη όμως δε μπορεί να παραγνωρίσει κανείς την όλη νοητική μαστούρα που προσφέρει το ''Meditation Is The Practice Of Death'', γνωρίζω μάλιστα αρκετούς που λένε ότι πρόκειται για το κορυφαίο τους κομμάτι και μπορώ να καταλάβω το γιατί. Το δε ''Cremation Ghat'' που χωρίζεται σε δύο μέρη αποτελεί ένα φοβερό τύπο τζαμαρίσματος όπου και ο ήχος τους πεντακάθαρος και πειραματικός, προσφέρει μονοπάτια που δεν είχαν εξερευνήσει μέχρι στιγμής και είναι επίσης ιδιαίτερη στιγμή στην δισκογραφία τους. Ο Θεός αποδεικνύεται όντως καλός όσον αφορά και το Ελληνικό κοινό, και στις 7 Φεβρουαρίου του 2010 τους φέρνει πρώτη φορά από τα μέρη μας στο An Club. Σουρρεάλ το σκηνικό καθώς δεν έχω ενημερωθεί επ'αυτού κι έχω κατέβει τότε Αθήνα να δω Saint Vitus, οπότε ένας φίλος μου λέει ''θα κάτσεις και για Om;'' και τελικά μπόρεσα να παρατείνω την παραμονή μου και να δω μία μεγαλειώδη εμφάνιση που δε θα ξεχαστεί ποτέ. Μαζί τους και ο Robert Aiki Aubrey Lowe, o οποίος αρχικά είχε τον ρόλο του support ως Lichens και τους βοήθησε με τα κρουστά και κάποιες κιθάρες, οπότε τους είδαμε σαν τρίο.

 

 

Ο Lowe βοήθησε και στο ''God Is Good'' με κάποια έξτρα φωνητικά και κρουστά κι από τότε έγινε μόνιμο μέλος τους, μορφάρα από τις λίγες και με έντονο το αίσθημα του ρυθμού μέσα του, ήταν απόλαυση πραγματικά να τον βλέπεις στο πλάι τους. Και ώ του θαύματος, σε λιγότερο από ένα χρόνο, οι Om επιστρέφουν ξανά στην Ελλάδα! Στις 2 Φεβρουαρίου του 2011 τους παρακολουθώ στο Eightball στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά, αλλά ίσως ο αντίκτυπος της πρώτης εμφάνισης και το γεγονός ότι μου φάνηκαν κάπως υποτονικοί δε με γέμισε το ίδιο με την πρώτη φορά, βέβαια ήταν και πάλι φοβεροί, ενώ ήμασταν πιο τυχεροί από το Αθηναϊκό κοινό, όπου και μάθαμε ότι έσκασε ο ενισχυτής του Al την ώρα που έπαιξε με αποτέλεσμα ο ίδιος να εκνευριστεί τότε πάρα πολύ και από τότε να ακούει Ελλάδα και να τρέμει το φυλοκάρδι του. Το 2012 είχε έρθει η ώρα για το 5ο άλμπουμ το οποίο θα ερχόταν σχεδόν τρία χρόνια μετά την επιτυχία του ''God Is Good''. Το ''Advaitic Songs'' θα κυκλοφορήσει στις 24 Ιουλίου του 2012 πάλι μέσω της Drag City και στο εξώφυλλο απεικονίζεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Σίγουρα αν ο Al είχε εξ'αρχής ένα όραμα για το πως θα ήθελε να ηχήσουν κάποτε οι Om, το κοντινότερο αποτέλεσμα θα ήταν αυτό του ''Advaitic Songs'', το οποίο έχει και τα περισσότερα κομμάτια που εμφανίστηκαν ποτέ σε δίσκο τους, πέντε στον αριθμό!

 

 

Ακόμα πιο διαλογιστικό, πιο υπόκωφο και χαμηλό σε τέμπο, το άλμπουμ χαιρετήθηκε και πάλι από πολλούς οπαδούς σαν μία πολύ αξιόλογη δουλειά, χωρίς να λείψουν κάποια παράπονα από παλιότερους οπαδούς που κατάλαβαν κι επίσημα ότι η παλιά βαρύτητα είχε δώσει τη θέση της σε κάτι πιο πνευματικό σαν άκουσμα και σκοπός ήταν πλέον η δημιουργία ακόμα περισσότερης ατμόσφαιρας. Φυσικά το μπάσο του Al παραμένει αμώνι και δεν λείπουν οι πολύ μεγάλες στιγμές στο δίσκο, ενώ γυρίστηκε και το πρώτο βίντεο κλιπ για τη μπάντα, το ''State Of Non-Return'', όπου βλέπουμε τη μπάντα στο στούντιο σαν να τζαμάρει και το αποτέλεσμα φυσικά είναι εκπληκτικό. Το ''Haqq al - Yaqin'' που κλείνει το δίσκο μεταφράζεται ως ''η απόλυτη πραγματικότητα της βεβαιότητας'' (...) και κάπου εκεί εντοπίζεται και το τελευταίο ολοκληρωμένο δισκογραφικό τους πόνημα, καθώς έχουν περάσει 6 χρόνια σχεδόν και ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, αν και μάλλον κάτι ετοιμάζουν υποχθόνια, όπως έκανε ο Al και με το φετινό αριστούργημα των Sleep, ''The Sciences'' το οποίο έσκασε χωρίς κανείς να καταλάβει τι τον χτύπησε (λογικό με τέτοιο αποτέλεσμα). Μοναδικές κυκλοφορίες της μπάντας από τότε ήταν το 12'' βινύλιο 45 στροφών ''Αddis Dubplate'' στις 19 Μαρτίου του 2013, όπου συναντάμε δύο διαφορετικές εκδόσεις του ''Addis'' και στις 21 Μαΐου του ίδιου έτους το ''Gethsemane Dubplate'', ακριβώς στην ίδια έκδοση. Αμφότερα από την Drag City.

 

 

Tον Δεκέμβριο του 2014 εντοπίζεται η τελευταία τους μέχρι στιγμής κυκλοφορία, ένα ζωντανό άλμπουμ που ονομάζεται απλά ''Live'' και κυκλοφόρησε μόλις σε 200 αντίτυπα από την Outer Battery Records, 12'' 33 1/2 στροφών και σε κόκκινο βινύλιο. Σίγουρα οι Om είναι μοναδική περίπτωση συγκροτήματος εκεί έξω, δεν υπήρξε και μάλλον δεν θα υπάρξει ποτέ κάτι ανάλογο μουσικά, είναι θαυμαστό το πως κατάφεραν να εξελίξουν τον ήχο τους τόσο, από το ακατέργαστο βαρύ μονολιθικό ''Variations On A Theme'' στο έντονα μυστικιστικό ''Advaitic Songs'' χωρίς μάλιστα να ανοίξει μύτη και με όλο και περισσότερο κόσμο να ανακαλύπτει το μεγαλείο τους. Έχουν περάσει 7μιση χρόνια από την τελευταία τους επίσκεψη στην Ελλάδα, από την οποία δεν έφυγαν με τις καλύτερες αναμνήσεις την τελευταία φορά, κάτι όμως μου λέει ότι αυτή τη φορά θα μας χαρίσουν την καλύτερη τους δυνατή εμφάνιση και ίσως να επιστρέψουν πάλι σύντομα στη συνέχεια, όπως κάνανε τη 2η φορά σε σχέση με την 1η. Ασχέτως του τι σας γράφω από προσωπικό βίωμα και εμπειρίες εδώ και 13 χρόνια με τη μουσική τους, αν δεν τους ψάξετε και ανακαλύψετε σε βάθος, ότι και να δείτε εδώ γραμμένο δε θα έχει ούτε 1% σχέση με την πραγματικότητα. Η πτήση του αετού συνεχίζεται αδιάκοπη και σ'αυτό είμαστε κερδισμένοι όλοι όσοι τους αγαπάμε. Με κομμένη την ανάσα περιμένω να δω πόσο θα μας εκπλήξουν. In uncle Al we trust!

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας 

Comments