Ο Έλληνας τιτάνας των τυμπάνων, από τους κορυφαίους στο κόσμο, Γιώργος Κόλλιας κλείνει τα 40 του χρόνια!

 Ημέρα εθνικής περηφάνιας σήμερα, μια και ένας από τους λίγους μουσικούς της χώρας μας που έχει καταφέρει να ξεχωρίσει ως ένας από τους κορυφαίους της παγκόσμιας metal σκηνής, ο Έλληνας τιτάνας των τυμπάνων, Γιώργος Κόλλιας, κλείνει τα 40 του χρόνια.
 
 Ο άνθρωπος που με το ακριβές και μανιώδες στυλ παιξίματός του, αποτελεί βασικό συστατικό του ήχου της μπάντας του, των Nile, κυνήγησε το όνειρο της ζωής του και κατόρθωσε να το κάνει πραγματικότητα.
 Γεννήθηκε στην Κόρινθο και μολονότι δεν προέρχεται καν από μουσική οικογένεια, από τα εφτά του χρόνια μέσω ενός φίλου, είχε μυηθεί σοβαρά στη metal μουσική και αγόραζε και δίσκους.  Κάποια στιγμή, περίπου στα δέκα του, εμπνευσμένος από τον κολλητό του αδερφού του που ήταν κιθαρίστας, άρχισε να παίζει κιθάρα. Όπως λέει εξελίχθηκε γρήγορα σχετικά και μπορούσε να παίξει τα βασικά από Metallica ή παρόμοιες μπάντες. Σήμερα, αν και δεν έχει μελετήσει ποτέ κιθάρα, κατέχει το απαιτούμενο επίπεδο ώστε να μπορεί να παίξει ή να γράφει ορισμένα κομμάτια. Όσον αφορά την αγάπη του για τα ντραμς, αυτή υπήρχε από πάρα πολύ παλιά, όταν πιτσιρικάς ακόμα, συνήθιζε να παίζει ρυθμούς πάνω σε κομμάτια που άκουγε με στυλό. Η απαγορευτική για τα δεδομένα της εποχής τιμή τους, τον ανάγκασε να σχηματίσει ένα δικό του set από κουβάδες που ήταν πολύ αξιόλογο όπως λέει, ενώ μόνος του έφτιαξε και το πρώτο του ζευγάρι μπαγκέτες. Στο σχολείο του επίσης συμμετείχε για λίγο στην μπάντα παρελάσεων όπου έπαιζε τύμπανο. Τελικά στα δώδεκα, απέκτησε το πρώτο του drum kit και κόλλησε για τα καλά, παίζοντας όλη μέρα μετά το σχολείο. Η εξέλιξη του ήταν τόσο γρήγορη, που μέσα σε τρεις μήνες έδιναν live με την μπάντα του, παίζοντας διασκευές από Sepultura, Slayer, Obituary, Death κ.α. Σύντομα συνειδητοποίησε πως πλέον ήταν ντράμερ.
 Η πρώτη του μεγάλη επιρροή όπως λέει, ήταν ο Lars Ulrich, τον οποίο θαύμαζε, ενώ ο πρώτος του δάσκαλος, ήταν ένας σπουδαίος μουσικός, κιθαρίστας μάλιστα, ο Βασίλης Μπαξεβανάκης, που τον έμαθε να διαβάζει μουσική, μια και στην Κόρινθο δεν υπήρχε ντράμερ. Μετά από ένα χρόνο, έκανε απόπειρες να γραφτεί σε σχολές της Αθήνας, αλλά δε δεχόταν να παίξει κάτι άλλο από την μεγάλη του αγάπη, τη metal, με αποτέλεσμα να μάθει τελικά ως αυτοδίδακτος, βλέποντας βίντεο και ακούγοντας μουσική, ενώ απέκτησε και εμπειρία από τις ζωντανές του εμφανίσεις με διάφορα γκρουπ. Τελικά το 2000, συνάντησε έναν σπουδαίο jazz ντράμερ, τον  Γιάννη Σταυρόπουλο και έκανε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα μαζί του. Εκείνος ήταν που τον βοήθησε όχι απλά να διευρύνει τους ορίζοντες του παιξίματος του, αλλά ν’ αλλάξει ολόκληρο το στυλ του και πέρα από δάσκαλος του, έγινε όπως λέει ο ίδιος ο Γιώργος, μέντοράς του, κάτι σαν μεγάλος αδερφός του, μια και σήμερα ακόμη τον συμβουλεύεται για κινήσεις στην καριέρα του. Επιπλέον αποτελεί και βασική του επιρροή. Πολύ σύντομα, ο Έλληνας διεθνής, άρχισε να διδάσκει ντραμς στο τοπικό μουσικό σχολείο της Κορίνθου και μετακόμισε στην Αθήνα όπου εντάχθηκε στους Nightfall, ηχογραφώντας μαζί τους τα “I Am Jesus” και “Lyssa: Rural Gods and Astonishing Punishments”.  Έδωσε πολλές συναυλίες, συμμετέχοντας και σε μεγάλα φεστιβάλ, ενώ παράλληλα σχημάτισε μια extreme death metal μπάντα, τους Sickening Horror και άρχισε να παίζει ως session μουσικός για άλλα σχήματα προκειμένου ν’ αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία στο στούντιο σε διαφορετικά μουσικά είδη.  
 Ηχογράφησε το ντεμπούτο του με τους Sickening Horror, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά το 2007, με το στυλ παιξίματος του, να φημίζεται ήδη για την τεχνική του προσέγγιση, την ακρίβεια και την απαραίτητη μουσικότητα του, είτε επρόκειτο για rock είτε για extreme metal μουσική.
Τον Αύγουστο του 2004, ήρθε η μεγαλύτερη δικαίωση και διάκριση για εκείνον, όταν συμπεριλήφθηκε στη σύνθεση των Αμερικανών death metallers NILE, οπότε και μετακόμισε στις Η.Π.Α., προκειμένου να ηχογραφήσει το άλμπουμ τους, “Annihilation of the Wicked”. Μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ, ξεκίνησε παγκόσμιες περιοδείες, συμπεριλαμβανομένων της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας κ.α. Σε σύντομο διάστημα, άρχισε να κάνει Drum Clinics, αποκαλύπτοντας τις τεχνικές του μεθόδους και την προσέγγιση του στο drumming σε νέους ντράμερ σε όλο τον κόσμο. Το 2006, ενσωματώθηκε στο Athens' Modern Music School όπου ξεκίνησε τμήμα για Extreme Drumming, κατορθώνοντας να φέρει το extreme drumming σε σχολές, κάτι που σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ένα χρόνο αργότερα, πήρε μέρος στις ηχογραφήσεις του εξαιρετικά επιτυχημένου “Ithyphallic” των Nile και αμέσως μετά η μπάντα, έπαιξε στο “Ozzfest”, όντας το πρώτο μεγάλο όνομα του ακραίου χώρου που συμμετέχει στο μεγάλο φεστιβάλ. Πάντα ανήσυχο πνεύμα με μεγάλη αγάπη γι’ αυτό που κάνει, άρχισε να δουλεύει με γνωστούς μουσικούς ηχογραφώντας ντέμο και ίδρυσε ένα δικό του jazz/fusion project με τον Έλληνα κιθαρίστα, Mike Papadopoulos. Η δίψα του δε, να μεταδώσει τη γνώση και τα μυστικά του παιξίματός του και σε άλλους ανερχόμενους ντράμερ, τον οδήγησε στην κυκλοφορία του πρώτου του εκπαιδευτικού DVD για τύμπανα με τίτλο “Intense Metal Drumming”, διάρκειας τρεισήμισι ωρών, συγκεντρώνοντας διθυραμβικά σχόλια από οπαδούς αλλά και τον Τύπο.
Ταυτόχρονα, ξεκίνησε επίσημα το επίσημο drum forum του, στο GeorgeKollias.com και να παραδίδει online μαθήματα. Ο μουσικός, συνέχισε να εκπλήσσει με την παρουσία του στο αμερικανικό συγκρότημα και ειδικά το performance του στο “Those Who the Gods Detest”, άλμπουμ που έθεσε νέα επίπεδα στο extreme metal είδος, θεωρείται το κορυφαίο ενδεχομένως της καριέρας του. Το 2015 κυκλοφόρησε νέο δικό του project (Invictus) γράφοντας και παίζοντας μουσική μόνος του, το οποίο άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις!
 Κλείνοντας, να πούμε σχετικά με τις επιρροές του, για τις οποίες λέει πως ο βασικός λόγος που ασχολήθηκε με τα τύμπανα ήταν ο Lars Ulrich, που αποτελεί την πρώτη του μεγάλη επιρροή, όπως και οι Igor Cavalera και Paul Bostaph. Αργότερα επηρεάστηκε από ονόματα όπως οι Gene Hoglan, Sean Reinert, Richard Christy τον οποίο συγκαταλέγει στις top επιρροές του και τα τελευταία χρόνια, έχουν ασκήσει επίδραση πάνω του οι Vinnie Colaiuta, Dave Weckl και Virgil Donati.

Comments