Παρουσίαση – Lamb of God “Ashes Of The Wake” (2004)

Βρισκόμαστε στα 2004. Οι Pantera συμπληρώνουν ένα χρόνο από την – και επίσημα - διάλυσή τους και αναζητάται στην Αμερική εντατικά ο άτυπος διάδοχός της επιδραστικότερης 90’s μπάντας στον σκληρό ήχο, ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτού που αργότερα θα ονομαστεί καταχρηστικά NWOAHM ή αλλιώς metalcore (metalcore = metal + hardcore για να εξηγούμεθα, χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί σε πολλούς εκ των οποίων ελάχιστοι τον αξίζουν). Ανάμεσα σε συγκροτήματα της σειράς, metalcore μειράκια και σε επίδοξους «επί τούτου» μεσσίες, υπάρχει και μία μπάντα, οι Lamb Οf God, μετονομασθέντες από το «politically incorrect» Burn The Priest, οι οποίοι βρίσκονται αισίως στον δεύτερό τους δίσκο (υπό τη νέα ονομασία), το από κάθε άποψη εξαιρετικό As The Palaces Burn που τους ανέδειξε ως ένα αν μη τι άλλο ανερχόμενο metal σχήμα. Τον Αύγουστο του 2004 λοιπόν, την εποχή που εμείς γιορτάζαμε το πιο δαπανηρό πανηγύρι ever, οι metallers από το Richmond της Virginia κυκλοφορούν τον καλύτερο, πιο επιτυχημένο, πιο χιλιοπαιγμένο, πιο χαρακτηριστικό, τον πιο «δεν περιγράφω άλλο» δίσκο της καριέρας τους, το Ashes Of the Wake.

Ξέρω πιο ερώτημα βασανίζει το μυαλό σου, φίλε αναγνώστη, τουλάχιστον το ίδιο διερωτώμαι και εγώ: γιατί το τρίτο πόνημα των Αμερικάνων κερδίζει τις δάφνες του magnum opus τους, και όχι το Ashes Of The Wake ή το καθοριστικό As The Palaces Burn που τους έβγαλε από το underground, ή ακόμη το Sacrament που τους έκανε γνωστούς τοις πάσοι και τους έδωσε την πρώτη τους υποψηφιότητα για Grammy;

Και απαντώ (στον εαυτό μου και σε σένα):

Oι Lamb Of God με αυτό τον αριστουργηματικό δίσκο γίνονται η μπάντα που είναι σήμερα. Η ΜΕΓΑΛΗ μπάντα που είναι σήμερα. Ξεχάστε ο γεγονός ότι έκανε ντεμπούτο στο νούμερο 27 του Billboard και πούλησε 35.000 κόπιες μόνο την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και επίσης αγνοήστε τις πάνω από 400.000 κόπιες που έχει πουλήσει μέχρι σήμερα, κάνοντάς το το πιο επιτυχημένο εμπορικά album των LOG.

Το Ashes Of The Wake είναι μακράν το πιο «make or break» album της καριέρας τους. Το γεγονός ότι έχουν κερδίσει την προσοχή του metal κοινού στην Αμερική με το δεύτερο album τους, η υπογραφή τους στην μεγαλύτερη Epic Records, μέχρι και ο αδικαιολόγητος παραλληλισμός τους με τους Pantera (πρωτίστως λόγω attitude, δευτερευόντως μουσικά) συνθέτουν ένα κλίμα πίεσης. Κάποια άλλη μπάντα θα υπέκυπτε, θα χάιδευε αυτάκια κριτικών και κοινού και θα αποχωρούσε από το προσκήνιο έχοντας πάρει τα 15 λεπτάκια δημοσιότητάς της. Όχι όμως ετούτοι εδώ, έχουν έρθει για να μείνουν.
Οι Lamb Of God λοιπόν όχι απλά δεν μαλακώνουν τον ήχο τους, όχι απλά δε βάζουν νερό στο κρασί τους (τς, αστειεύεσαι;) αλλά παίρνουν όλα τα μαμάτα μοτίβα των προηγούμενων μαμάτων albums τους – τα γρήγορα licks, τα groove-άτα riffs, τα βαρβάτα breakdowns, τις καταιγιστικές δικασιές - τα μπουκώνουν με τσαμπουκά και τσαντίλα για τον George W. και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και «εδώ είμαστε». Εν τω μεταξύ μικραίνουν λιγάκι τις διάρκειες, κάτι που ναι μεν τα κάνει σχετικά πιο εύκολο άκουσμα απ’ τα προηγούμενα αλλά δεν αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο από την ουσία τους και μας δίνουν ένα άλμπουμ που μνημονεύεται μέχρι σήμερα (και θα μνημονεύεται για πολύ καιρό ακόμα πιστεύω) ως το κορυφαίο LOG.

Εδώ λοιπόν ο Randy Blythe αναδεικνύεται μια για πάντα ως ο απόλυτος frontman της απόλυτης μπάντας της γενιάς του (χρωστάνε πολλά στο punk rock background του), άξιος δίαδοχος και όχι κλώνος του Anselmo και τα  αντρίκεια gutteral φωνητικά του συνυφαίνονται με τη μουσική των Αμερικανών και γίνονται πιο χαρακτηριστικά και από έλατο τα Χριστούγεννα.
Εδώ οι Morton-Adler καθιερώνονται πλέον χωρίς αμφιβολία ως το κορυφαίο και πλέον δημιουργικό κιθαριστικό ντουέτο των 00’s και ίσως  το κορυφαίο κιθαριστικό δίδυμο από την εποχή των Tipton και Downing (αν θέλετε πειστήρια δεν έχετε παρά να δείτε στα ίντερνετς πόσα πιτσιρίκια ανά τον κόσμο δένουν τα δάχτυλά τους κόμπο στην προσπάθειά τους να παίξουν το «What I’ve Become» ή το «Faded Line»).
Εδώ, το «κτήνος» που ονομάζεται Chris Adler με το μετρονομικό και κυρίως εγκεφαλικό του παίξιμο και τη δημιουργική του συμβολή στο δίσκο κερδίζει επάξια μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων σύγχρονων drummers.

Κυρίως όμως, οι Lamb Of God εδώ ολοκληρώνουν τη δημιουργία και ταυτόχρονα παγιώνουν την ταυτότητά τους και «πατεντάρουν» τον ήχο τους, με μια συνταγή που με μικρές  παραλλαγές θα τους οδηγήσει μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να βγάλουν άλλους 2 εξαιρετικούς δίσκους, σχεδόν στο ρελαντί. Η μουσική των Αμερικανών πλέον δε μπορεί να μπεί σε στεγανά. Ούτε deathcore, ούτε metalcore, ούτε groove metal, όπως είπαν διάφοροι «καθηγητάδες» της μουσικής μας. Πες τους  «heavy fucking metal» και είσαι μέσα.
 

Laid To Rest: “SAY WHO GIVES A FUCK?”

Hourglass: Η ουσία της μουσικής τους, μέσα σε 4 λεπτά.

Νοw You’ ve Got Something To Die For: Το δεύτερο single του δίσκου. Εξίσου καλό με το πρώτο.

Τhe Faded Line: Το αγαπημένο μου κομμάτι από το δίσκο, οι κιθάρες να οργιάζουν, το 1:02 σημείο του θα με ανατριχιάζει πάντα και το 1:19 θα με σηκώνει πάντα απ’ όπου και αν κάθομαι.

Omerta: “Whoever appeals to the law against his fellow man is either a fool or a coward. Whoever cannot take care of himself without that law is both. For a wounded man shall say to his assailent, "If I live I will kill you, if I die you are forgiven." Such as the rule of honor”. Τέλος.

Blood Of The Scribe: Κάπου εδώ πρέπει να τους κόλλησαν το χαρακτηρισμό «Groove Metal». Riffάρα απ’ τις λίγες.

One Gun: Το πλέον αντιπολεμικό στιχουργικά κομμάτι του δίσκου.
“The eyes of the patriot fixed through the scope
The unknowing tyrant walks to the rope”.

Break You: Σε σπάει, έτσι απλά.

What I’ve Become: Ίσως η πιο γρήγορη στιγμή του δίσκου, βασίζεται στο απίστευτο εισαγωγικό riff του, ο Randy δοκιμάζει τα πιο «σκισμένα» φωνητικά του....κόλαση.

Ashes Of The Wake: Άλλη μια μούτζα στα μούτρα του Bush Jr., στην κυριολεξία ύμνος, leads από άλλον πλανήτη, ΑΥΤΟ πρέπει να είναι το μουσικό χαλί που θα παίζει όταν θα περιεργάζεσαι το artwork του album.

Remorse Is For The Dead: “A huge stinking pile of sick, pile it higher and higher.”

 

 

Υπενθυμίζουμε ότι οι Lamb Of God επιστρέφουν στην Ελλάδα για μία εκρηκτική συναυλία την Δευτέρα 28 Μαΐου στο Fuzz Club.

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάστετε στο http://rockoverdose.gr/news_details.php?id=8058

 

Για το RockOverdose.gr

Μάριος “Lazy” Πιτσαλίδης
 

Comments