Σαν σήμερα 1/11… 30 χρόνια για το δίσκο που βάφτισε το black metal! και Αγαπημένο ή όχι το Youthanasia κλείνει τα 18!

ALBUM ANNIVERSARY

Επέτειος τριάντα χρόνων για μια από τις πλέον καθοριστικές κυκλοφορίες στη διαμόρφωση του thrash, death και black metal είδους. Το γιγαντιαίο Black Metal δεύτερη δουλειά των Venom, έρχεται να γίνει από μόνο του μια διαχρονική, μόνιμη κληρονομιά για τους οπαδούς της metal σε όλον τον κόσμο. Και μπορεί το όνομα του άλμπουμ να παραπέμπει στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, ο ήχος τους όμως προσεγγίζει περισσότερο το thrash συνοδευόμενο όμως από σατανικούς στίχους. Αυτό που ήθελε το συγκρότημα μέσω του τίτλου “Black Metal” ήταν να ξεχωρίσει, να καταλάβει ο κόσμος, πως αυτό που έκαναν ήταν κάτι διαφορετικό σε σχέση με τους άλλους. Μέσα από την απλότητα των συνθέσεων τους, χωρίς κάτι ιδιαίτερο από άποψη τεχνικότητας, αλλά με ήχο ωμό, ακατέργαστο και ένα λυσσασμένο και άγριο αποτέλεσμα, καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ολόκληρο είδος εν αγνοία τους. Δείχνοντας σημάδια εξέλιξης, η μπάντα τώρα ακούγεται πιο δεμένη σαν σύνολο και εκπέμπει μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα σε σχέση με το “Welcome to Hell” που προηγήθηκε. Ο κιθαρίστας τους, Mantas, ξεχωρίζει για ορισμένα αξέχαστα riff που βγαίνουν από την κιθάρα του και ο Cronos, δίνει την κατάλληλη διάσταση στα κομμάτια μέσα από τις ερμηνείες του. Η παραγωγή του δίσκου είναι σαφώς καλύτερη από το ξεκίνημα. Μεγάλο επίτευγμα της μπάντας, αποτελεί το γεγονός πως παρά τον ακραίο ήχο της καταφέρνει μέσα από πιασάρικα riff και ρεφρέν να κάνει τη μουσική, ικανή να μείνει στο μυαλό. Το “Black Metal”, στιχουργικά και άποψη στυλ επηρέασε την πρώιμη Νορβηγική black metal σκηνή. Από την άλλη μεγάλα ονόματα που διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη thrash και metal σκηνή, δανείστηκαν αρκετά στοιχεία από τους Venom. Πρόκειται απλά για τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε τύπου μουσικής που ανήκει στο extreme είδος.

 

Μετά την εκκωφαντική επιτυχία του “Countdown to Extinction” στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το επόμενο δισκογραφικό βήμα για τους Megadeth, ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Στην προσπάθεια επιλογής της μουσικής τους συνέχειας και με τον παραγωγό τους Max Norman να πιέζει για έναν πιο αργό και εμπορικό ήχο, γεννήθηκε μεγάλη ένταση στο εσωτερικό της μπάντας. Οι συγκρούσεις αφορούσαν αφενός τη δημιουργική κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν ώστε να διατηρηθεί η φόρμουλα του προκατόχου του και όλοι να είναι ευχαριστημένοι μουσικά και αφετέρου το μέρος που θα λάμβαναν χώρα οι ηχογραφήσεις. Εν μέσω όλων αυτών λοιπόν, δεκαοκτώ χρόνια πριν κυκλοφόρησε, το έκτο άλμπουμ των Megadeth, με τίτλο Youthanasia. Βαδίζοντας στα χνάρια του προκατόχου του, το άλμπουμ χαρακτηρίζεται από έναν φρέσκο ήχο σε thrash γραμμές, που αν και απευθύνεται σε ένα πιο ευρύ ακροατήριο δε θυσιάζεται ποιοτικά στο βωμό της εμπορικότητας. Το συγκρότημα, βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα συνθετικά και επικεντρώνεται σε πιο δυνατές φωνητικές μελωδίες και συνθέσεις απλές, προσιτές, με πιασάρικα ρεφρέν και περισσότερο φιλικές προς τα ραδιόφωνα. Η ταχύτητα των riff και των ντραμς έχει μειωθεί λίγο σε σχέση με πριν, τα περισσότερα κομμάτια όμως διατηρούν τη δύναμη τους και ξεχωρίζουν για την έντονη μελωδικότητα τους. Ο τόνος από τις κιθάρες πηγαίνει μισό βήμα κάτω ώστε να δημιουργηθεί μια πιο σκοτεινή αίσθηση. Στιχουργικά, το άλμπουμ καταπιάνεται με διάφορα θέματα, όπως η κατάθλιψη, η βία, τα ναρκωτικά, ο πυρηνικός πόλεμος, η αυτοκτονία και ο τζόγος. Το μεγάλο παράπονο πολλών σκληροπυρηνικών οπαδών τους είναι η απομάκρυνση της μπάντας από τον σκληρό thrash ήχο του παρελθόντος, που εδώ γίνεται μάλλον εντονότερη. Σε αυτό μεγάλο ρόλο παίζει και η καλογυαλισμένη παραγωγή του που του δίνει μια επίσης περισσότερο εμπορική χροιά. Το πρώτα δύο κομμάτια του δίσκου “Train of consequences” και “A tout le monde” ήταν αυτά που κυρίως ξεχώρισαν. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι πως το “Youthanasia” δεν είναι ό, τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν δισκογραφικά οι Megadeth, περιέχει όμως μοναδικές στιγμές και κλασσικές επιτυχίες και πραγματικά αξίζει να υπάρχει σε κάθε δισκογραφική συλλογή. Το συγκρότημα δείχνει πως το  πρώτο μισό της δεκαετίας του ανήκει ολοκληρωτικά και δικαιωματικά, με μια απίστευτη τριλογία που ξεκίνησε το 1990 με το έπος Rust in Peace, με το οποίο βέβαια δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση και ολοκληρώνεται με την συγκεκριμένη πολύ καλή δουλειά. 

 

Μια πρωτοπόρος δύναμη της ροκ, οι Queen, 38 χρόνια πριν, προσφέρουν ένα άλμπουμ οδηγό για το μέλλον, τόσο των ίδιων όσο και πολλών συγκροτημάτων που θα εμπνευστούν από αυτό και θα υιοθετήσουν μερικά από τα ξεχωριστά του στοιχεία. Το Sheer Heart attack, τρίτη δισκογραφική τους δουλειά, έρχεται να αποδείξει πως οι Queen είναι μια μπάντα που δε χωρά σε μουσικά καλούπια, συνθέτοντας κατά βούληση διαφόρων ειδών μουσικές που έχουν την ιδιότητα να ξεχωρίζουν για την ποιότητα, την ομορφιά και την πρωτοτυπία τους. Μπορεί να βρίσκονται σχεδόν στο ξεκίνημα ακόμη, όμως τα δείγματα ωριμότητας τους δεν περνούν απαρατήρητα, όπως και η όρεξη και ο ενθουσιασμός τους, που τους παρακινούν να πειραματιστούν με τον ήχο τους. Η μπάντα διανύει το στάδιο κατά το οποίο παραμερίζει σε ένα βαθμό τα progressive στοιχεία των προηγούμενων δίσκων της, και μέσα στη γενικότερη rock χροιά που διαλέγει, εισάγει rock n roll στοιχεία, blues αναφορές καθώς και λίγα πρώιμα pop στοιχεία. Πλέον το στυλ του ήχου που θα τους χαρακτηρίσει, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, ενώ εδώ εντοπίζονται τα πρώτα ψήγματα της εμπορικότητας τους, κάτι που θα πάρει τις μεγάλες του διαστάσεις στη συνέχεια. Στο “Sheer Heart attack”, συναντάμε μεταξύ άλλων, πολυεπίπεδα φωνητικά με πληθώρα οπερατικών στοιχείων και μακροσκελή κιθαριστικά σόλο, με τον Brian May να κλέβει την παράσταση. Η κιθάρα του, μέσα από τους ποικίλους ήχους που εκπέμπει, με τις αρμονίες και τις μελωδικές γραμμές της, θυμίζει από μόνη της μια ολόκληρη ορχήστρα και το ασύλληπτο τρίλεπτο σολάρισμα του στο “Brighton Rock”, αντικατοπτρίζει το τεράστιο ταλέντο και την τεχνικότητα του. Απόσταγμα των πειραματισμών του συγκροτήματος, αποτελούν τα, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, thrash στοιχεία στα οποία παραπέμπει το Stone Cold Crazy. Οι Βασιλιάδες, κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ με εξαιρετική ροή και σφιχτή δομή, χωρίς τίποτα να μοιάζει παράταιρο, παρά το ότι δεν περιορίζονται σε ένα μουσικό είδος. Το πρώτο single, "Killer Queen" έφτασε στο νούμερο 2 των βρετανικών charts και οδήγησε τους Queen στο πρώτο Top 20 hit τους στις Η.Π.Α., φτάνοντας στη 12η θέση του  Billboard singles chart. . Έχει διακριθεί σημαντικά σε λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και θεωρείται κομβικό για την εξέλιξη της μπάντας. 

 

Μένοντας στο 1974 βρίσκουμε τους Scorpions, που μας ταξιδεύουν σε αλλιώτικους μουσικούς ουρανούς, μέσα από το Fly to the Rainbow, δεύτερο άλμπουμ τους. Έχοντας περάσει τη μεγάλη αναστάτωση της αποχώρησης του κιθαρίστα τους Michael Schenker, που μετακινήθηκε στους U.F.O. μετά από μια περιοδεία στην οποία άνοιγαν γι αυτούς, οι Γερμανοί περνώντας ξυστά από τη διάλυση, συγχωνεύονται τελικά με την μπάντα Dawn Road και συνεχίζουν με το ίδιο όνομα αλλά διαφορετική σύνθεση. Επιβεβαιώνοντας το ρητό που λέει «κάθε εμπόδιο για καλό», η παρουσία του νέου κιθαρίστα τους Uli Jon Roth, ωφελεί σε μέγιστο βαθμό το συγκρότημα, με τους ήχους της κιθάρας του να προκαλούν ρίγη συγκίνησης μέσα από μια πολύπλοκή τεχνική προσαρμοσμένη στα μέτρα του, που δανείζεται επιρροές από Jimi Hendrix. Στη δεύτερη δουλειά της, η μπάντα παραγκωνίζει τις τζαζ και ψυχεδελικές της τάσεις και στρέφεται σε έναν πιο εμπορικό hard rock ήχο αν και ακόμη δε φαίνεται καθαρά ποια είναι η επιθυμητή κατεύθυνση. Αναμφισβήτητα όμως, το άλμπουμ περιέχει στιγμές ασύγκριτες, μοναδικές που καμία μελλοντική κυκλοφορία του συγκροτήματος δεν ήταν σε θέση να προσφέρει. Τα τραγούδια μεταφέρουν όγκο συναισθημάτων και η ατμόσφαιρα έχει μια ηρεμία που προκύπτει τόσο από τη βασισμένη στις κιθάρες μουσική, όσο και από τις μοναδικές, ταξιδιάρικες ερμηνείες του Klaus Meine. Ο Michael Schenker μπορεί να έχει φύγει δίνει όμως βροντερό παρόν μέσα από συνθέσεις όπως “Fly People Fly” και “Far Away”. Το άλμπουμ αναδεικνύεται από μια παραγωγή που είναι πολύ μπροστά από την εποχή της αλλά αδικείται αρκετά από το εξώφυλλό του. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει το εξώφυλλο του άλμπουμ, ο πρώην κιθαρίστας του συγκροτήματος Uli Jon Roth είπε: «Μην με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό το εξώφυλλο ... Δεν μου άρεσε από την αρχή. Μου φαινόταν γελοίο τότε και μου φαίνεται το ίδιο  κακό και σήμερα. Αυτό έγινε από μια εταιρεία σχεδιαστών στο Αμβούργο, οι οποίοι είχαν κάνει πραγματικά καλή δουλειά για το προηγούμενο άλμπουμ “Lonesome Crow”, αλλά νομίζω ότι αυτή τη φορά απέτυχαν παταγωδώς. Όσον αφορά τη σημασία του, μπορώ μόνο να μαντέψω, αλλά θα προτιμούσα να μη το κάνω». Όπως και να χει, το “Fly to the Rainbow” είναι ένα άλμπουμ γεμάτο έμπνευση και δύναμη που έχει την ικανότητα να παρασύρει στη δική του μαγεία.

 

A STAR IS BORN

 

50 ετών γίνεται σήμερα ο frontman των Red Hot Chili Peppers, Antony Kiedis, με καταγωγή από Λιθουανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Γαλλία, Γερμανία και Αμερική και όχι από τη χώρα μας όπως φαίνεται.  Γεννήθηκε στο Michigan και από τα τρία του χρόνια, οι γονείς του χώρισαν, οπότε μέχρι τα δώδεκα του τον μεγάλωσε η μητέρα του και ο πατριός του. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν τον πατέρα του στο Hollywood,  ταξίδια που περιγράφει ως τις πιο ευτυχισμένες και ανέμελες μέρες της ζωής του. Τελικά, το 1974, στην ηλικία των δώδεκα, πήγε να ζήσει μαζί του. Ο πατέρας του ήταν ένας φτωχός ηθοποιός που πούλαγε ναρκωτικά και είχε μεγάλη επιρροή στο γιο του, που τον είχε ως είδωλο του. Οι δυο τους συχνά έκαναν παρέα χρήση μαριχουάνας και κοκαΐνης και μάλιστα στα 14 του, ο Kiedis, δοκίμασε για πρώτη φορά ηρωίνη κατά λάθος, αφού την μπέρδεψε με κόκα. Μέσω του εκείνου, δούλεψε για πρώτη φορά ως ηθοποιός, υποδυόμενος το γιο του Sylvester Stallone στην ταινία “F.I.S.T”.  Στο σχολείο δυσκολεύτηκε να κάνει φίλους, αλλά τελικά γνώρισε τον Flea με τον οποίο έγιναν κολλητοί. Ο Kiedis τον μύησε στην punk ροκ και οι δυο τους, είχαν και ένα περίεργο χόμπι, να πηδούν σε πισίνες από κτίρια. Στα 15 του, ο τραγουδιστής στην προσπάθεια του να πηδήξει σε μια πισίνα από ένα πενταόροφο κτίριο, απέτυχε με αποτέλεσμα να σπάσει την πλάτη του, γεγονός που του έχει αφήσει περιστασιακά προβλήματα. Λίγο αργότερα προστέθηκε στην παρέα τους ο Hillel Slovak, που έπαιζε ήδη σε μια μπάντα και είχε μεγαλύτερη αντίληψη γύρω από τα μουσικά πράγματα.  Παρά τη χρήση ναρκωτικών, ο Kiedis αποφοίτησε με άριστα από το σχολείο. Η επιδείνωση της εξάρτησης του από τα ναρκωτικά όμως, δεν του επέτρεψε να συνεχίσει και τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, πάνω στη γραφή, τις οποίες διέκοψε το δεύτερο έτος. Αφού ξεκίνησαν να γράφουν μουσική, τελικά οι τρεις φίλοι μαζί με τον ντράμερ Jack Irons, σχημάτισαν τους Τony Flow and the Miraculously Majestic Masters of Mayhem, που είχαν ένα δικό τους κομμάτι. Μέχρι το 1985, είχαν μετονομαστεί σε  Red Hot Chili Peppers και σταδιακά άρχισαν να παίζουν σε διάφορα club και bar. Μετά από μια εμφάνιση τους σε ένα στριπτιτζάδικο  του Hollywood όπου τα μέλη της μπάντας έπαιξαν φορώντας μόνο μια κάλτσα στο πέος τους, οι Red Hot απέκτησαν μεγάλη φήμη και οι ιδιοκτήτες των club τους έκλειναν εμφανίσεις με την προϋπόθεση να εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο. Στη συνέχεια κατάφεραν να εξασφαλίσουν συμβόλαιο με την ΕΜΙ και έτσι το 1984 ήρθε το πρώτο τους άλμπουμ. Η χρήση ναρκωτικών των Flea, Slovak και Kiedis, δημιούργησε πολλά προβλήματα, που μεγάλωσαν ενώ ετοίμαζαν τον τρίτο δίσκο τους, με τον ερμηνευτή να εισάγεται σε κλινική αποτοξίνωσης και κορυφώθηκαν με το θάνατο του Slovak από υπερβολική δόση. Η μεγάλη επιτυχία για την μπάντα σημειώθηκε το 1991 με το άλμπουμ “Blood Sugar Sex Magik” και η φήμη τους έφτασε στο απόγειο οκτώ χρόνια μετά με το “Californication”. O Kiedis είναι σταθερά μέλος της μπάντας μέχρι σήμερα, μαζί με τον Flea, ερμηνεύοντας, γράφοντας στίχους και συνθέτοντας, και έχει συνολικά έντεκα άλμπουμ στο ενεργητικό του. 

 

Τα 49 του χρόνια κλείνει ο Rick Allen, ο άνθρωπος με τα τεράστια ψυχικά αποθέματα, ντράμερ των Def Leppard, που παρά τον πλήρη ακρωτηριασμό που υπέστη στο αριστερό του χέρι, δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε. Στα 15 του, η μητέρα του απαντά για λογαριασμό του στην αγγελία των Def Leppard, που τότε έψαχναν τον αντικαταστάτη του Kenning και το Νοέμβρη του 1978, ο Allen ενσωματώνεται στη σύνθεση τους. Ένα χρόνο αργότερα παρατά το σχολείο, για να αφοσιωθεί στη μουσική και έχει την τύχη από τόσο νεαρή ηλικία να ανοίγει με τους Leppard συναυλίες ονομάτων όπως ο Sammy Hagar και οι AC/DC. Το Μάρτιο του ’80 έρχεται και το πρώτο άλμπουμ της μπάντας. Στις 9 Ιουνίου του 1984 όμως, η ατυχία χτυπά αλύπητα τον ταλαντούχο μουσικό.  Εκείνη την ημέρα, ο 21 ετών τότε Allen, οδηγούσε το αμάξι του, ένα Chevrolet Corvette, πηγαίνοντας σε οικογενειακή γιορτή στο Sheffield της Αγγλίας, όταν μια Alfa Romeo τον προσπέρασε. Προσπάθησε να τον ξαναπεράσει αλλά σύμφωνα με τον ντράμερ, ο οδηγός του άλλου οχήματος τον εμπόδιζε εσκεμμένα. Στην προσπάθεια του, εκνευρισμένος όπως ήταν, δεν είδε τη στροφή του που ήταν μπροστά του, έχασε τον έλεγχο του οχήματός και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο και μετά σε ένα χωράφι. Με τη ζώνη του να μην είναι σωστά δεμένη, πετάχτηκε έξω από το αμάξι, με το αριστερό του χέρι κομμένο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί αρχικά κατάφεραν να κολλήσουν το χέρι του, λόγω μόλυνσης όμως, του το αφαίρεσαν και πάλι μόνιμα. Ενάμιση μήνα μετά, επέστρεψε στους Def Leppard. Αν και δεν  πίστευε πως θα κατάφερνε να συνεχίσει να παίζει για την μπάντα, με την στήριξη του Joe Elliott, επισκέφθηκαν κάποιους τεχνικούς και άρχισαν να σχεδιάζουν ένα κιτ προσαρμοσμένο στις ανάγκες του. Έτσι ο Allen, με τη βοήθεια της θέλησης, των συνεργατών  του και της τεχνολογίας κατάφερε να συνεχίσει την καριέρα του, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία με το συγκρότημα. 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments