Σαν σήμερα 14 Σεπτεμβρίου… [Jeff Loomis: Θα έπαιζε στους Megadeth από τα 16 του αλλά απορρίφθηκε λόγω ηλικίας! Ακόμη: André Matos – The System has failed]

A STAR IS BORN

Ο Jeff Loomis, ηγετική φυσιογνωμία των Nevevermore, γίνεται σήμερα 41 ετών. Ο Αμερικανός κιθαρίστας, μεγάλωσε στο Wisconsin, μια πολιτεία στη Βόρεια – Κεντρική Αμερική και έλαβε την πρώτη του κιθάρα από τον πατέρα του στα εννιά του χρόνια, την άφησε όμως στην άκρη γιατί δεν του άρεσε. Την ξαναέπιασε στα 15 του και εκεί συνειδητοποίησε ότι είχε το χάρισμα να έχει ένα πολύ καλό αυτί, αφού μπορούσε αυτά που άκουγε σε δίσκους να τα βγάζει στην κιθάρα. Δεν πήγε ποτέ σε κάποιο κολλέγιο για να σπουδάσει μουσική και τα μαθήματα που έκανε ήταν ελάχιστα, κάτι που για τον ίδιο δεν έχει καμία σημασία. Ως έφηβος  έπαιξε σε κάποια γκρουπάκια που έκαναν διασκευές και σε τρεις death metal μπάντες. Στα 16 του χρόνια, έχοντας κερδίσει και σε τοπικό διαγωνισμό κιθαριστικών ταλέντων, πέρασε από ακρόαση για τους Megadeth, την εποχή του “So Far, So Good...So What!” αφού  ο Jeff Young είχε απολυθεί και έψαχναν τον αντικαταστάτη του.  Μάλιστα ο νεαρός , που ως τότε δεν είχε πετάξει ποτέ με αεροπλάνο στη ζωή του, είχε έναν φίλο που έμενε στο Los Angeles, γνωστό του Mustaine, ο οποίος του είπε: «Μπορώ να σου εξασφαλίσω την οντισιόν, αν πάρεις πτήση για εδώ». Αυτό και έκανε, αν και ο ίδιος ένιωθε πως παρ ότι καλός κιθαρίστας δεν θα ήταν κατάλληλος για την μπάντα. Όπως έχει πει σε συνέντευξη του: «Μπήκα στο δωμάτιο που έκαναν πρόβες όπου ο Mustaine εξακολουθούσε να κάνει βαριά χρήση ηρωίνης και άλλων ναρκωτικών. Έμοιαζε με τρελό όταν τον είδα. Είχα μάθει τρία κομμάτια, τα "Wake Up Dead", "The Conjuring" και "In My Darkest Hour". Όταν μπήκα μέσα για να παίξω, δεν τραγουδούσε σε κανένα από αυτά οπότε ένιωθα ψιλοχαμένος αφού απλά με κοίταζε, κάτι που μου φάνηκε τρελό. Μετά την ακρόαση ήρθε και μου είπε πως είμαι πολύ μικρός σε ηλικία για να παίξω μαζί τους αλλά μια μέρα θα γίνω ένας  εξαιρετικός κιθαρίστας». Το 2005 θα τον έβρισκε να μοιράζεται την ίδια σκηνή με τους Megadeth ως lead κιθαρίστας των Nevermore  στα πλαίσια του Gigantour festival. Η συνέχεια των βρήκε για μικρό χρονικό διάστημα στους  Sanctuary. Λίγο μετά τη διάλυση τους, ο Loomis μαζί με τον τραγουδιστή Warrel Dane και τον μπασίστα Jim Sheppard, πρώην μέλη των Sanctuary, ίδρυσαν τους Nevermore το 1994. Ο κιθαρίστας αποτέλεσε το βασικό συνθέτη της μπάντας και πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτηριστικό, μοναδικό τους ήχο με τον οποίο έχουν ξεχωρίσει, λογικά επομένως κατατάσσεται στους κορυφαίους κιθαρίστες της εποχής του. Μετά από έξι κυκλοφορίες, το 2005, ο Loomis ανακοίνωσε την πρόθεση του να κάνει ένα διάλειμμα και να ξεκινήσει με τις ηχογραφήσεις ενός σόλο άλμπουμ. Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβρη του 2008, κυκλοφόρησε εν τέλει  το “Zero Order Phase”.  Την ίδια εποχή μάλιστα, ο Dave Mustaine, τον κάλεσε να ενσωματωθεί στην μπάντα, αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί ήθελε να ασχοληθεί με τη σόλο δουλειά του. Τον Απρίλιο του 2012, κυκλοφόρησε και το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, με guest παρουσίες των Marty Friedman, Tony MacAlpine και Chris Poland.Είχε προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, η ανακοίνωση της αποχώρησής του από τους Nevermore, λόγω προσωπικών και μουσικών διαφορών μεταξύ των μελών της μπάντας. Το συγκρότημα έχει σταματήσει τις μουσικές του δραστηριότητες, ο ίδιος ο Loomis όμως, θεωρεί πιθανόν να επαναδραστηριοποιηθούν. Ο κιθαρίστας μεταξύ άλλων διατηρεί και μια μηνιαία στήλη στο περιοδικό Guitar World στην οποία εξηγεί πως παίζονται τα riff και τα σόλο των κομματιών των Nevermore. 

 

 

14 Σεπτεμβρίου του 1971, είχαμε διπλά γεννητούρια για τη metal σκηνή, αφού μια γνώριμη μορφή της power metal από τη Βραζιλία, έχει σήμερα επίσης την τιμητική της. Ο André Matos, φωνή που έχει περάσει από Viper, Angra και  Shaaman κλείνει και αυτός τα 41 του χρόνια. Μεγαλωμένος στο São Paulo, ξεκίνησε να ασχολείται σοβαρά με τη μουσική στα δέκα του χρόνια, όταν οι γονείς του, του έκαναν δώρο ένα πιάνο. Οι φίλοι του με τους οποίους άκουγαν μαζί τα αγαπημένα τους συγκροτήματα,  άρχισαν κι εκείνοι να μαθαίνουν μουσική και έτσι μαζί έφτιαξαν τους  Viper.  Για πρώτη τους φορά έπαιξαν ζωντανά τον Απρίλη του 1985, όταν ήταν δεκατριών ετών και παράλληλα ηχογράφησαν το πρώτο τους ντέμο. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αποτελούσαν μουσικό φαινόμενο στη Βραζιλία ξεχωρίζοντας για το επίτευγμα τους να αναμείξουν την κλασσική μουσική με τη heavy metal. Ο Matos στους Viper είχε ερμηνευτικά καθήκοντα αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε αφού η επιλογή του ήταν το πιάνο και ό,τι είχε σχέση με πλήκτρα. Η επιλογή των υπόλοιπων μελών των Viper για έναν πιο heavy μουσικό προσανατολισμό έγινε αιτία αποχώρησης του τραγουδιστή που ενδιαφερόταν περισσότερο για την κλασσική μουσική. Έτσι ολοκλήρωσε τις μουσικές του σπουδές και πήρε ειδίκευση στη διεύθυνση ορχήστρας και τη σύνθεση μουσικής. Το 1991, μαζί  με δύο κιθαρίστες από το μουσικό κολλέγιο Santa Marcelina, ιδρύουν τους Angra και με την πρώτη τους κυκλοφορία δύο χρόνια αργότερα, το “Angels Cry”, γίνονται δημοφιλείς σε Ευρώπη και Ιαπωνία. Ακολούθησαν τα “Holy Land” και “Fireworks” με το συγκρότημα να κερδίζει τις εντυπώσεις και τις κριτικές  για το μελωδικό power metal στυλ μουσικής , συνδυαζόμενο με heavy metal στοιχεία και επιρροές από κλασσική και βραζιλιάνικη παραδοσιακή μουσική. Διαφορές που ξέσπασαν στους κόλπους των Angra μεταξύ των μελών τους, οδήγησαν στη διάλυση τους. Η συνέχεια βρήκε τον Matos να ιδρύει τους Shaman που στη συνέχεια μετονομάστηκαν σε Shaaman και έκαναν διεθνή επιτυχία μέσα από δύο δουλειές τους. Η συνεργασία του καλλιτέχνη με την μπάντα έληξε επίσημα τον Οκτώβρη του 2006 και εκείνος ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ, το “Time to be free” με τη βοήθεια και των αδελφών  Mariutti που επίσης αποχώρησαν από τους Shaaman. Την εποχή που διανύουμε, ο Matos συνεχίζει την προσωπική του καριέρα συνεργαζόμενος με τα δυο αδέρφια, μολονότι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια μπάντα με το όνομα του. Το 2009, ήρθε και η δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά με τίτλο “Mentalize”. Κατά τα άλλα έχει συμμετάσχει στα άλμπουμ “Metal Opera” των Avantasia και έχει εμφανιστεί και live μαζί τους. Το Νοέμβριο του 2010, ενσωματώθηκε στους Symfonia, ένα power metal supergroup, αποτελούμενο επίσης από τους Timo Tolkki, Uli Kusch, Jari Kainulainen και Mikko Härkin. Πέρσι έβγαλαν και την πρώτη τους δουλειά που τιτλοφορείται “In Paradisum” στη συνέχεια όμως ανακοινώθηκε πως διαλύονται. Μένει να δούμε κατά πόσο ο Tolkki θα μείνει αμετακίνητος στην απόφαση του να τα παρατήσει με τη μουσική, διότι σε τέτοια περίπτωση δύσκολα θα υπάρξει συνέχεια για τους Symfonia. Τον Απρίλη που μας πέρασε ανακοινώθηκε η επανένωση του τραγουδιστή με τους Viper και η επερχόμενη reunion περιοδεία τους. 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Οκτώ χρόνια νωρίτερα, μετά από αρκετό παρασκήνιο, οι Megadeth κυκλοφορούν το δέκατο άλμπουμ τους, The system has failed. Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Mustaine μετά το σοβαρό τραυματισμό στο χέρι του και το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ώστε να επανέλθει, επέστρεψε το Μάιο του 2004 στο στούντιο για να ξεκινήσει τις καινούριες του ηχογραφήσεις, που προορίζονταν ως σόλο προσπάθεια.  Εξ αιτίας όμως εκκρεμοτήτων με τις υποχρεώσεις του συμβολαίου της δισκογραφικής της μπάντας στην Ευρώπη, EMI, αναγκάστηκε να κυκλοφορήσει ένα ακόμη δίσκο με το όνομα των «Megadeth».  Έτσι αποφάσισε να ξανασχηματίσει το γκρουπ με την αγαπημένη σύνθεση των φαν του «Rast in Peace». Προσπάθησε τηλεφωνικώς να λύσει τις όποιες διαφορές με τους Friedman, Menza και Eleffson. Ενώ ο Menza αρχικά υπέγραψε, ο Friedman με τον Ellefson δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία μαζί του. Ο Menza έφυγε λίγο μετά την έναρξη των προβών με το συγκρότημα αφού η συνεργασία τους κατά τον Mustaine δεν απέδιδε. Ο αρχικός κιθαρίστας Chris Poland προσλήφθηκε απ’ τον Mustaine για τα κιθαριστικά σόλο του δίσκου. Ο Poland επέλεξε να υπηρετήσει μόνο για τις ανάγκες του δίσκου αφού επιθυμούσε να μείνει επικεντρωμένος στο jazz fusion project του OHM. Στα τύμπανα ανέλαβε ο Vinnie Colaiuta και στο μπάσο ο Jimmy Sloas. Το “The system has failed” σηματοδότησε μια νέα εποχή για τους Megadeth και θεωρήθηκε ως ένα βαθμό η επιστροφή τους, κυρίως λόγω της χλιαρής αποδοχής των δύο προκατόχων του και ιδίως του “The World Needs a Hero”. Το άλμπουμ  κερδίζει την πλειοψηφία των ακροατών και μεγάλη μερίδα οπαδών τους, με ορισμένα κομμάτια εύκολα να  παραπέμπουν σε “Countdown to Extinction” ή “Rust in Peace” εποχές, απογοητεύει όμως μάλλον αυτούς που περίμεναν μα δουλειά σε παρεμφερή ήχο και στυλ της χρυσής εποχής των Megadeth. Ο ήχος σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται ως μοντέρνος thrash, με αιχμή του δόρατος τα όμορφα, δυνατά κιθαριστικά riff, τα σόλο και ορισμένα ρεφρέν ικανά να κολλήσουν για τα καλά στο μυαλό. Το άλμπουμ περιέχει ορισμένα δυνατά κομμάτια  και συνολικά δίνεται μια αίσθηση, πως υπάρχουν στιγμές που αυτό που ακούς σου φαίνεται αρκετά light για Megadeth ενώ κάποιες άλλες μοιάζει περισσότερο thrash απ ότι μας είχαν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Το άλμπουμ έλαβε πολύ θετικές κριτικές, έκανε το ντεμπούτο του στο νούμερο 18 του Billboard 200 και το πρώτο κομμάτι που ξεχώρισε απ’ τα ραδιόφωνα ήταν το “Die dead enough”. Αναντίρρητα οι Megadeth κάνουν την πρώτη τους δυνατή επίθεση για τη νέα χιλιετία και ξαναβάζουν ρότα προς την κορυφή αφού πλέον βρίσκουν τα πατήματα τους και η συνέχεια έρχεται ολοένα και καλύτερη.

 

1.    Blackmail the universe

2.    Die dead enough

3.    Kick the chair

4.    The scorpion

5.    Tears in a vial

6.    I know Jack

7.    Back in the day

8.    Something that I'm not

9.    Truth to be told

10.  Of mice and men

11.  Shadow of deth

12.  My kingdom

 

Για το RockOverdose.gr:   Χαρά Νέτη

Comments