Σαν σήμερα 14/11… Η θρυλική Υπέρβαση των Crimson Glory! Ακόμη: Ένας λάθος τίτλος και ένας λάθος ήχος, στη λάθος ώρα για τους Bathory!

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Στη μουσική υπάρχουν τα διαμάντια που μένουν διαχρονικά εκτεθειμένα ώστε όλοι να μπορούν να γνωρίσουν την αξία τους και τα άλλα, τα κρυμμένα που πρέπει να τα αναζητήσεις για να ανακαλύψεις την απεριόριστη ομορφιά τους. Ένα τέτοιο, ανεκτίμητης αξίας διαμάντι, έχει σήμερα την τιμητική του. Το Transcendence, των Crimson Glory συμπληρώνει σήμερα 24 χρόνια από την κυκλοφορία του και η Αμερική μπορεί να καυχιέται για μια από τις καλύτερες metal δουλειές που έγιναν επί εδάφους της σε ολόκληρη τη δεκαετία των 80’s. Το εκπληκτικό ξεκίνημα τους, δύο χρόνια πριν, μόνο τυχαίο γεγονός δεν ήταν, αφού οι άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν και εδώ πλέον το κατέστησαν απολύτως σαφές. Φτάνοντας γρήγορα στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας τους, συνέθεσαν ένα έργο αμέτρητων συγκινήσεων και κατάφεραν να συνεχίσουν να μας παρασύρουν στο δικό τους μελωδικό ταξίδι. Εδώ πλέον όλα τελειοποιούνται, από την παραγωγή που βελτιώνεται εμφανώς, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Προσφέροντας μια σαγηνευτική ατμόσφαιρα, το συγκρότημα χτίζει τον ήχο του βασιζόμενο σε κλασσικές heavy metal επιρροές και τον ντύνει με progressive στοιχεία σε αρκετά απλή μορφή καθώς και μπόλικα power metal. Πόσα πράγματα μαγεύουν εδώ… Οι υπέροχες δισολίες, οι απίστευτες κιθαριστικές γραμμές, το ευκρινές μελωδικό μπάσο, τα τεχνικά τύμπανα, όλα προσφέρουν μια αστρική μουσικότητα. Το τελειωτικό χτύπημα όμως έρχεται από την ασύγκριτη, αιθέρια φωνή του Midnight, μια φωνή έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, με χαμηλές που προκαλούν ανατριχίλες και ψηλές που θα ζήλευαν και τενόροι.  Με συνθέσεις της αξίας των "Painted Skies", "Lonely", "Lady of Winter", "Burning Bridges" και άλλων, το “Transcendence”  αποδεικνύει πως δεν έχει τίποτα ζηλέψει από άλμπουμ μεγαθήρια της εποχής του και πως οι Crimson Glory άξιζαν να συγκαταλέγονται στην ελίτ των ονομάτων της metal, η οποία υπέστη μια σημαντική απώλεια από την σύντομη αποχώρηση. Η μπάντα έκανε τη υπέρβαση της με το συγκεκριμένο μουσικό θαύμα και επειδή τα θαύματα μια φορά γίνονται, είναι σίγουρο ότι άλμπουμ όμοιο του δε μπορεί να υπάρξει ξανά.

 

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το μεγάλο μουσικό κεφάλι που ακούει στο όνομα Quorthon, ψαχνόταν και αυτό είχε γίνει αντιληπτό από την προσωρινή του απόφαση να αφήσει στην άκρη τους Bathory και κάνει σόλο άλμπουμ. Όταν όμως αποφάσισε να ξαναδώσει ζωή στην τεράστια μπάντα του και κυκλοφόρησε το άλμπουμ Requiem το 1993, οι μουσικές ανησυχίες του Σουηδού έγιναν σε όλους ξεκάθαρες. Ο συνθέτης διάλεξε να προχωρήσει σε αλλαγές οι οποίες γίνονται εμφανείς μόλις κρατήσει κανείς το εξώφυλλο του άλμπουμ στα χέρια του. Τη θέση των χρωματιστών εικόνων και των υψηλής αισθητικής αξίας έργων τέχνης, έχουν καταλάβει εδώ αμέτρητες νεκροκεφαλές σε μαύρο φόντο. Και αυτό είναι ενδεικτικό της κατάστασης που πρόκειται να ακολουθήσει. Το διαρκώς εξελισσόμενο Viking metal εγκαταλείπεται και μαζί του οι επικές συνθέσεις με τα περίπλοκα στοιχεία, τα χορωδιακά φωνητικά και τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα. Ο ήχος, επιστρέφοντας λίγο – πολύ στις πρώιμες ρίζες της μπάντας,  γίνεται απόλυτα thrash, βίαιος και επιθετικός, με απλοποιημένα riff και εμφανείς τις black metal αναφορές. Οι κιθάρες είναι αμείλικτες, τα τύμπανα επίσης και οι ταχύτητες γκαζομένες, με απότομα φρεναρίσματα και πάλι γκάζια. Ο συνθέτης αποχωρίζεται τα καθαρά φωνητικά του και υιοθετεί το γνώριμο στυλ των σατανικών ερμηνειών του. Το άλμπουμ δεν είναι κακό και έχει καλά κομμάτια να επιδείξει. Αυτό που ενόχλησε ήταν πως αφενός, διαδέχεται το μεγαλούργημα που ονομάζεται “Twilight Of The Gods”, οπότε αυτή η ξαφνική στροφή ξένισε, αφετέρου πως οι συνθέσεις έχασαν την πολυπλοκότητα και ως ένα βαθμό και την μεγαλοπρέπεια τους, κάνοντας κάποιους να μιλήσουν για έλλειψη τεχνικότητας και προχειρότητα στο εκτελεστικό κομμάτι. Είναι γεγονός ότι το “Requiem” παρουσιάζει συνθετικές ελλείψεις και στερείται ποικιλίας αφού επαναλαμβάνεται σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη μαγκιά του Quorthon, που αψηφώντας τις συνέπειες, έκανε αυτό που γούσταρε, κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ότι μπορούσε κανείς να προβλέψει και διάλεξε να παίξει αγνή thrash, κάνοντας το μάλιστα ικανοποιητικά παρά τα όποια μειονεκτήματα. 

 

 

A STAR IS BORN

 

 

 48 ετών γίνεται ο κιθαρίστας και τραγουδιστής των Iron Savior, Piet Sielck. Γεννημένος στο Αμβούργο, ξεκίνησε να παίζει πιάνο από την ηλικία των 8 ετών και δύο χρόνια μετά έπιασε και το μπάσο, το οποίο όμως σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν τον γέμιζε, οπότε προτίμησε να ασχοληθεί με την κιθάρα αντί αυτού. Την πρώτη του μπάντα, τους Gentry, τη σχημάτισε, όταν ήταν περίπου 16 ετών με τον Kai Hansen.  Το 1982, άφησε το συγκρότημα και δούλεψε αρχικά ως τεχνικός φεύγοντας στο Los Angeles για ένα χρόνο. Όταν επέστρεψε ξεκίνησε την καριέρα του ως παραγωγός. Η πρώτη του παραγωγή ήταν για το “Heading for Tomorrow”, πρώτο άλμπουμ των Gamma Ray, του φίλου του Hansen. Συνεργάστηκε επίσης με συγκροτήματα όπως, οι Uriah Heep, Saxon, και Blind Guardian, ενώ γενικά διατηρεί καλές σχέσεις με διάφορα συγκροτήματα, έχοντας συμμετάσχει ως guest μουσικός σε διάφορα άλμπουμ. Το 1996, ο Sielck σχημάτισε τη δική του μπάντα, τους Iron Savior, με την βοήθεια του Hansen και τον ντράμερ των Blind Guardian, Thomen Stauch. Οι δύο μουσικοί, αποχώρησαν στη συνέχεια, αλλά ο Sielck συνέχισε με τη βοήθεια καινούριων. Το 2004, δέχτηκε να αναλάβει την παραγωγή και να συμμετάσχει ως κιθαρίστας στους Savage Circus. Αποχώρησε το Δεκέμβρη του 2011 για να επικεντρωθεί και πάλι στους Iron Savior. 

 

Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments