Σαν σήμερα 16/10: Η αρχή της ιστορίας του death metal είναι γεγονός! Επίσης η ανάσταση του Ozzy και η επιβίωση των Judas Priest!

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Σαν σήμερα, 27 χρόνια πριν, μια παρέα δεκαεπτάχρονων συμμαθητών από τo Bay Area του San Francisco, με έντονα ακούσματα από Venom, Slayer και Motörhead φτιάχνει ένα ντέμο που πέφτει στα έμπειρα χέρια του Brian Slagel, της Metal Blade Records και τους εξασφαλίζει συμμετοχή στη θρυλική συλλογή Metal Massacre. Το κομμάτι "Swing of the Axe" τραβά την προσοχή της Combat Records που προχωρά σε συμβόλαιο μαζί τους. Εκείνοι προχωρούν στην κυκλοφορία ενός στούντιο δίσκου, οι ηχογραφήσεις του οποίου πραγματοποιούνται όταν οι Jeff Becerra και Larry LaLonde έχουν κενό χρόνο από τις σχολικές τους υποχρεώσεις. Το Seven Churches, ότι πιο ωμό και βάρβαρο έχει εμφανιστεί ποτέ στη metal σκηνή, είναι γεγονός. Πρόκειται για την πιο σκοτεινή, σατανική και χαοτική εκδοχή του thrash metal, ένα σύνολο από λυσσασμένα τύμπανα που βαράνε ασταμάτητα, καινοτόμα φωνητικά βγαλμένα από την κόλαση με σαφείς αναφορές στους Venom, έντονα επιθετικά στοιχεία και περίπλοκες συνθέσεις στις κιθάρες. Τα riff που πέφτουν βροχή, είναι όσο πιο heavy μπορούν να ακουστούν και γίνεται επίσης μεγάλη χρήση της τεχνικής του τρέμολο. Οι στίχοι έχουν έντονες επιρροές από ταινίες τρόμου και κύριο θέμα τους είναι ο εωσφόρος και ο θάνατος κάτι που συμβαδίζει με την όλη εικόνα των ανάποδων σταυρών, τα καρφιά και το αίμα. Ο τίτλος του είναι αναφορά στις επτά εκκλησίες της Ασίας που αναφέρονται στην Αποκάλυψη.  Ακόμη είναι από τα πρώτα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν με αυτοκόλλητο για απαραίτητη γονική συναίνεση λόγω των ακραίων στίχων του. Παρά το γεγονός ότι το άλμπουμ στερείται τεχνικότητας προφανώς λόγω του ότι η μπάντα βρίσκεται ακόμα στο ξεκίνημα, θεωρείται μνημειώδες κυρίως για τη συμβολή του στην ανάπτυξη του death metal και συχνά αποκαλείται ο πρώτος δίσκος του συγκεκριμένου μουσικού είδους, αν και στην πορεία πολλά από τα χαρακτηριστικά του ήχου αυτού άλλαξαν στην πορεία. Το “Seven Churches” έχει έναν εξαιρετικά ακραίο ήχο που κάνει δύσκολη την ακρόαση του, είναι όμως ένα ιστορικής σημασία ντεμπούτο, ό, τι σημαντικότερο έκαναν οι Possessed στη σύντομη αλλά ουσιαστική καριέρα τους. Επηρέασε πλήθος συγκροτημάτων όπως οι Napalm Death, Morbid Angel, οι Cannibal Corpse και οι Death καθώς και κάποιες black metal μπάντες. 

 

 

Στις αρχές του 2000 ο μεγάλος σταρ Ozzy Osbourne έχει δει την μουσική πορεία του να διαγράφει φθίνουσα τροχιά και τους περισσότερους να τον έχουν ξεγράψει, αφού πέρα από την τελευταία του κυκλοφορία έξι χρόνια πριν, το “Down to Earth” που έτυχε μέτριας αποδοχής, οι αναφορές στο πρόσωπο του γίνονται πια μόνο σχετικά με το γραφικό τηλεοπτικό πρόγραμμα “The Osbournes” που προκαλεί την αποστροφή των οπαδών της μουσικής και του έργου του από τις ένδοξες μέρες του στους Black Sabbath και τις όποιες αξιόλογες σόλο κυκλοφορίες έκανε στη συνέχεια. Το 2001 όμως αποδεικνύεται σωτήριο για το όνομα και την καριέρα του και ο λόγος ακούει στο όνομα Down to Earth. Στη σύνθεση του έχει τον μπασίστα Robert Trujillo που λίγο αργότερα αποχωρεί ώστε να ενσωματωθεί στους Metallica και στα ντραμς τον Mike Bordin των Faith No More. Το σύνολο, πέρα από τον τραγουδιστή, συμπληρώνει ο Zakk Wylde, που συμμετέχει στο εκτελεστικό κομμάτι αλλά όχι στο συνθετικό, αφού τα περισσότερα κομμάτια είχαν γραφτεί πριν την επανένταξη του στην μπάντα του Osbourne, είτε από τον πρώην κιθαρίστα του Joe Holmes, είτε από τους Tim Palmer και Marti Frederiksen που δεν έχουν κατά τα άλλα σχέση με τον Ozzy.  Το άλμπουμ είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, με κάποια κομμάτια πολύ δυνατά που πατάνε έντονα πάνω στις κιθάρες και κυρίως στα εκπληκτικά σολαρίσματα. Ο ήχος δεν αποτελεί κάποια καινοτομία, άλλωστε ο Ozzy δε φημίζεται για κάτι τέτοιο, έχει όμως όλα τα στοιχεία που να το συγκαταλέγουν στις πολύ καλές κυκλοφορίες του. Οι στίχοι έχουν βιωματικό χαρακτήρα  και συνδέονται είτε έτσι είτε αλλιώς με τη ζωή του. Τα φωνητικά του είναι εκπληκτικά και η παραγωγή καθαρή. Το άλμπουμ έφτασε στο νούμερο19 στα charts των βρετανικών άλμπουμ και το νούμερο 4 στο βρετανικό Billboard 200 albums chart. Έγινε επίσης πλατινένιο, έχοντας πουλήσει πάνω από 1,5 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.

 

 

Δεκαπέντε χρόνια πριν, οι Judas Priest προχωρούν σε ένα τολμηρό και αρκετά φιλόδοξο εγχείρημα, τη δημιουργία ενός άλμπουμ, χωρίς τον άνθρωπο που το όνομα του ταυτίστηκε απόλυτα μαζί τους, έγινε ο καθρέφτης τους, χωρίς τον Rob Halfod.Μετά την αποχώρηση του επί σχεδόν 20 χρόνια τραγουδιστή τους, το μέλλον των Judas Priest φάνταζε αβέβαιο για πολλούς.  Τα εναπομείναντα μέλη τους όμως δεν το έβαλαν κάτω και πηγαίνοντας κόντρα στις προβλέψεις, προσέλαβαν τον Tim 'Ripper' Owens και προχώρησαν στην δέκατη τρίτη κυκλοφορία της μπάντας, το Jugulator. Σίγουρα το να ακούσεις Judas Priest χωρίς τον Halford, σου γεννά ένα παράξενο συναίσθημα. Έτσι παρά το γεγονός ότι το άλμπουμ ήταν μια καλή προσπάθεια, γέννησε ποικίλες αντιδράσεις στον κόσμο, αφού υπήρχαν αυτοί που τους άρεσε το άλμπουμ αυτό καθεαυτό, αυτοί που τους άρεσαν οι συνθέσεις αλλά χαλάστηκαν από την απουσία του Halford και οι τρίτοι που δεν τους άρεσε γενικότερα. Οι Priest κρατάνε κάποια στοιχεία του ήχου τους όπως τα heavy riff και τις διπλομποτιές στα τύμπανα, όμως γενικά το Jugulator διαφέρει από κυκλοφορίες του παρελθόντος. Είναι αρκετά σκοτεινό και ζοφερό και κάποιες στιγμές φλερτάρει με το thrash είδος. Η θεματολογία του είναι σκληρότερη από ότι συνήθως και εστιάζει στο τέλος του κόσμου από ένα μηχανικό τέρας, το Jugulator, μια μεταφορά του κακού που καταστρέφει τον κόσμο. Πρόκειται για το κακό που έχει ο άνθρωπος μέσα του και εκφράζει μέσα από τις πράξεις του. Έχει καλά στοιχεία και ποιοτικές συνθέσεις να επιδείξει αλλά μπορεί πιο εύκολα να σταθεί μόνο του, ως ανεξάρτητη κυκλοφορία του συγκροτήματος. Η επιλογή του Owens αποδεικνύεται σωστή δεδομένου της δύναμης και του εύρους της φωνής του. Παρ όλα αυτά δεν συγκαταλέγεται στα άλμπουμ της μπάντας που έχουν διακριθεί ιδιαίτερα, πιθανόν λόγω του ότι δεν τα κομμάτια δεν είχαν διαχρονικό χαρακτήρα και δεν ήταν τόσο αξιομνημόνευτα και σίγουρα γιατί η απουσία του Halford αποδείχθηκε σημαντική. Το σίγουρο όμως είναι πως οι Judas Priest κατάφεραν να σταθούν και μάλιστα με μια φιλόδοξη απόλυτα αξιοπρεπή κυκλοφορία, που εξασφάλισε τη συνοχή του συγκροτήματος.

 

A STAR IS BORN

 

50 ετών γίνεται σήμερα ο Michael Peter Balzary, γνωστός με το σκηνικό του όνομα Flea, μπασίστας, συνθέτης και ιδρυτικό μέλος των Red Hot Chili Peppers. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη αλλά στα πέντε του οι γονείς του μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και μπορεί ο πατριός του να του έδωσε το έναυσμα να ασχοληθεί με τη μουσική, αφού ήταν μουσικός της jazz και στο σπίτι τους μαζεύονταν κι άλλοι μουσικοί και έπαιζαν, ήταν όμως και ένας αλκοολικός που συνέχεια καβγάδιζε, με αποτέλεσμα όπως έχει πει ο ίδιος ο Flea, να μεγαλώσει σε ένα βίαιο, νοσηρό περιβάλλον και να καπνίζει χασίς καθημερινά από τα 13 του! Στο σχολείο γνώρισε τον Anthony Kiedis και έγιναν σύντομα κολλητοί. Το ενδιαφέρον του για τη ροκ μουσική ξεκίνησε από τη γνωριμία του με τον Hillel Slovak, ο οποίος του πρότεινε να γίνει μπασίστας στη punk rock μπάντα που ξεκίναγε. Μαζί και με τον Kiedis, άρχισαν να κάνουν εμφανίσεις και να καθιερώνονται με το όνομα Red Hot Chili Peppers. Αφού υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο  κυκλοφόρησαν μια σειρά από άλμπουμ και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία προς το τέλος της δεκαετίας του ’90. Το 2008 που το συγκρότημα σταμάτησε τις δραστηριότητες του, ξεκίνησε μαθήματα μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, που περιελάμβαναν μουσική θεωρία και σύνθεση και μελέτη στη τζαζ τρομπέτα. Δραστήριος όντας, έχει συνεργαστεί με πολλούς καλλιτέχνες, συμμετέχοντας και σε διάφορα άλμπουμ. Μερικοί από αυτούς είναι, ο Mick Jagger, η Alanis Morissette, ο Johnny Cash και ο Tom Waits. Επίσης συμμετέχει στους Atoms for Peace του Thom Yorke και τους Rocketjuice, με τους Damon Albarn και Tony Allen, που το Μάρτιο του 2012 κυκλοφόρησαν και ένα ομώνυμο άλμπουμ. Την ίδια χρονιά ο μουσικός κυκλοφόρησε και την πρώτη του σόλο κυκλοφορία, ένα EP ονόματι “Helen Burns”, με ορχηστρικά κομμάτια κυρίως και τη συμμετοχή της Patti Smith σε ένα. Τον Ιούνιο του 2011, ψηφίστηκε από τους αναγνώστες του περιοδικού Rolling Stone ο καλύτερος δεύτερος μπασίστας όλων των εποχών. Ο Flea μεταξύ άλλων είναι συνιδρυτής του μη κερδοσκοπικού οργανισμού μουσικής εκπαίδευσης, του “Silverlake Conservatory of Music”.  Είναι παντρεμένος δύο φορές και έχει ένα παιδί από κάθε γάμο του. Από τα μέσα της δεκαετία του ’80 ξεκίνησε και μια μικρή καριέρα ηθοποιού συμμετέχοντας σε κάποια φιλμ ενώ έχει εμφανιστεί ουκ ολίγες φορές σε τηλεοπτικές εκπομπές.  

 

 

Ο Σουηδός τραγουδιστής Tomas Lindberg, γίνεται 40 ετών. Ο μουσικός ασχολείται ενεργά με τη μουσική από το 1988 περίπου και  έχει υπάρξει frontman αρκετών metal συγκροτημάτων. Ξεκίνησε ως τραγουδιστής του συγκροτήματος  Grotesque, όταν όμως αυτοί διαλύθηκαν, ίδρυσε μαζί με κάποια πρώην μέλη τους, τη μελωδική death metal μπάντα, At the Gates. Μετά από έξι χρόνια δραστηριοτήτων και με πιο επιτυχημένο άλμπουμ τους το “Slaughter of the Soul”, διαλύθηκαν το 1995, για να επανενωθούν για λίγο δώδεκα χρόνια αργότερα. Το 1995 έκανε φωνητικά σε τρία κομμάτια του άλμπουμ "Carpet" των Ceremonial Oath, ενώ από τότε ανακατεύτηκε με διάφορα project της metal και punk σκηνής. Έχει τραγουδήσει για τους Hide, The Crown, Disfear, Skitsystem καθώς και στο supergroup Lock Up. Ακόμη επαινέθηκε για το σχηματισμό των The Great Deceiver, μπάντας που εδρεύει στο Γκέτεμποργκ με ήχο τους ένα μείγμα melodic death metal με επιρροές από Cure και Joy Division. Το 2003, ήρθε και στους Nightrage του Μάριου Ηλιόπουλου συμμετέχοντας στα άλμπουμ "Sweet Vengeance" και "Descent Into Chaos" δύο χρόνια μετά. Μάλιστα στην τελευταία δουλειά των Nightrage, το Insidious του 2011, ο Σουηδός κάνει guest φωνητικά σε τρία κομμάτια.  Κατά καιρούς έχει κάνει και άλλες guest συμμετοχές. Τέλος ο Lindberg πιστώνεται και το σχεδιασμό του λογοτύπου των Darkthrone.

Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη & The Unknown Force

 

Comments