Σαν σήμερα 16/11… Death: Οι λεπροί ορίζουν τις βάσεις του Death Metal! Ακόμη: Αγνό ατσάλι στον οίκο του Ατρέα!

ALBUM ANNIVERSARY

Ένα άλμπουμ που θα μνημονεύεται στους αιώνες των αιώνων, για την καταλυτική σημασία που έπαιξε στη ανάδυση της death metal σκηνής στην Αμερική, το Leprosy των Death, συμπληρώνει σήμερα 24 χρόνια ζωής. Ο πατέρας του death, Chuck Schuldiner, ένα χρόνο μετά το “Scream Bloody Gore”, μελετά προσεκτικά τις κινήσεις του για το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας και δημιουργεί τον μεταβατικό σταθμό για το μέλλον. Μπορεί λοιπόν η βιαιότητα, το νοσηρό κλίμα και οι ταχύτητες να διατηρούνται, είναι όμως πιο κοντρολαρισμένες από πριν, ενώ τη μεγάλη αλλαγή σηματοδοτεί η πιο μελωδική προσέγγιση μαζί με τα πιο τεχνικά στοιχεία που ο Schuldiner, ενσωματώνει στον ήχο. Το άλμπουμ έρχεται πραγματικά πιο ενισχυμένο από πριν σε όλους τους τομείς. Οι κιθάρες έχουν βαρύτερο τόνο, τα riff έχουν ωριμάσει, τα τύμπανα βαράνε σε πιο ποικιλόμορφο στυλ, το μπάσο έχει μια πιο ηχηρή παρουσία και η παραγωγή είναι ασφαλώς βελτιωμένη. Η θεματολογία θανάτου αποδίδεται με έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο αυτή τη φορά και το συγκρότημα δείχνει ένα καλύτερα δεμένο σύνολο, με τον ηγέτη τους να αξιοποιεί στο έπακρο τις ικανότητες των τριών συνοδοιπόρων του στην μπάντα. Ο ρυθμός εναλλάσσεται συχνά, ο ήχος αμφιταλαντεύεται μεταξύ του thrash και του death και τα φωνητικά του μεγάλου Chuck , είναι πιο δαιμονισμένα από ποτέ. Το συγκρότημα προσπαθώντας να αποφύγει τη χρήση τραγουδιών με χαρακτήρα γεμίσματος, συνθέτει οκτώ και μόνο κομμάτια, αποστάγματα εξέλιξης, έμπνευσης και ωριμότητας. Ακόμα και αν το “Spiritual Healing” που ακολούθησε θεωρείται από κάποιους ότι ήταν ο σταθμός για την πορεία του συγκροτήματος, το Leprosy ήταν αυτό που ενσωμάτωσε πρώιμης μορφής στοιχεία που θα όριζαν τον ήχο των Death στο μέλλον. Είναι απλά η στιγμή που ο Schuldiner, αρχίζει και δίνει μια πρώτη υπόσταση στο όραμά του, βάζοντας τις βάσεις πάνω τις οποίες θα πατήσουν οι Αμερικανοί και θα αναδειχθούν σε πραγματική υπερδύναμη του είδους.

 

 

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, λίγοι από εμάς θα έχουν διαβάσει τη μνημειώδη Ορέστεια του Αισχύλου. 13 χρόνια πριν όμως οι Virgin Steele, διδάσκουν τόσο ελληνική μυθολογία όσο και το τι θεωρείται κορυφαίου επιπέδου metal όπερα εν έτη 1999. Το  The House of Atreus Act I, το επόμενο βήμα της μπάντας, μετά την τριλογία “The Marriage of Heaven and Hell”, αποτελεί προσωπική έμπνευση του David DeFeis, ο οποίος μεγάλωσε διαβάζοντας ελληνική μυθολογία σε σημείο που είχαν γίνει μέρος τους εαυτού του όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Το έναυσμα για τη δημιουργία ενός άλμπουμ βασισμένο στην ιστορία των Ατρειδών, ήρθε μετά το τηλεφώνημα ενός καλλιτεχνικού διευθυντή ενός θεάτρου στη Γερμανία που του ζήτησε να γράψει κάποιου είδους όπερα. Η ιδέα του ήρθε άμεσα και το πρώτο μέρος του έργου ήρθε να σηματοδοτήσει την πιο ποικιλόμορφη κυκλοφορία του συγκροτήματος. Οι μεγαλοπρεπείς, πομπώδεις συνθέσεις με τα στομφώδη μελωδικά riff αφθονούν και η ατμόσφαιρα είναι απίστευτα επική. Η δημιουργικότητα της μπάντας έχει φτάσει πλέον στο ζενίθ της. Ο ήχος είναι heavy metal, με πολλά power και speed στοιχεία, αναμεμειγμένα περίτεχνα με κλασσική μουσική. Το δράμα του Αισχύλου ξετυλίγεται στην ένατη κυκλοφορία των Αμερικανών και μπορεί να βιωθεί μόνο μέσα από την ολοκληρωμένη ακρόαση του άλμπουμ.  Η συνοχή του είναι αξιοσημείωτη και η ιστορία εξελίσσεται σα να πρόκειται για βιβλίο, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, υπάρχουν μεταξύ των ρυθμικών metal κομματιών και 12 ιντερλούδια καθώς και ορισμένες μπαλάντες, αφηγηματικού χαρακτήρα συνήθως. Οι ερμηνείες του DeFeis είναι ισχυρές και επιβλητικές όπου χρειάζεται αλλά και πιο συναισθηματικές σε άλλες περιπτώσεις. Η χρήση πλήκτρων γίνεται στον ιδανικό βαθμό ώστε αυτά να συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα και να γεμίζουν τον ήχο, χωρίς καμία υπερβολή. Πρόκειται για ένα άκρως φιλόδοξο εγχείρημα των Virgin Steele που αποδείχθηκε άκρως επιτυχημένο και θεωρείται από τις καλύτερες δουλειές της μπάντας. 

 

 

A STAR IS BORN

 

 

46 ετών γίνεται ο Flake Lorenz, ο άνθρωπος πίσω από τα πλήκτρα των Rammstein, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Βερολίνο, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Επέλεξε να ασχοληθεί με το πιάνο γιατί ένας παιδικός του φίλος έπαιζε από τα τρία του χρόνια. Φοίτησε σε μουσικό σχολείο και το πρώτο του πιάνο, δώρο των γονιών του, το απέκτησε σε ηλικία 15 ετών. Από μικρός λάτρευε την rock and roll σε σημείο που όταν στα δεκάξι του μπήκε στην πρώτη του μπάντα, τους Feeling B, δεν μπορούσε να παίξει τίποτα μοντέρνο. Τελικά ξεκόλλησε γρήγορα και έφτασε να μείνει μαζί τους σχεδόν για δέκα χρόνια. Το συγκρότημα ξεκίνησε από την underground punk σκηνή και με τον καιρό άρχισε να εδραιώνει το όνομα του όλο και περισσότερο, φτάνοντας να γίνει ένα από τα πιο αξιοσέβαστα γκρουπ της Ανατολικής Γερμανίας, έχοντας ασκήσει και έντονες επιρροές. Στον ελεύθερο χρόνο του, ο Lorenz πούλαγε μπουφάν από υφάσματα σεντονιών και ξεσκονόπανων στη μαύρη αγορά, κάτι που του απέφερε αρκετά χρήματα. Η διάλυση των Feeling B το 1994, συνέπεσε με την ίδρυση των Rammstein. Όταν έγινε πρόσκληση στον μουσικό να συμμετάσχει, αυτός ήταν αρκετά διστακτικός γιατί πίστευε ότι η μπάντα θα ήταν βαρετή. Στο τέλος δέχτηκε και έτσι ξεκίνησαν να ηχογραφούν το πρώτο τους άλμπουμ. Στα βίντεο και τις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας, έχει το ρόλο του αουτσάιντερ και συχνά μένει σε απόσταση από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, ίσως λόγω του ότι δεν είχε ποτέ σχέση με το heavy metal. Μάλιστα η ιστορία θέλει τους άλλους να τον κοροιδεύουν και κυρίως ο Lindemann. Μέσα από αυτό το θεατρικό concept ο Flake έχει κερδίσει την μεγάλη αγάπη των οπαδών της μπάντας.  Στην προσωπική του ζωή είναι χωρισμένος με τρία παιδιά και ξαναπαντρεμένος από το 2008.

 

 

Τα 42 του χρόνια κλείνει ο Logan Mader, Καναδός κιθαρίστας που έγινε περισσότερο γνωστός από την πενταετή θητεία του στους Machine Head. Συμμετείχε στη σύνθεση της μπάντας  από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της, το 1992 και πέντε χρόνια αργότερα αποχώρησε έχοντας συμμετάσχει σε δύο άλμπουμ τους. Ο λόγος ήταν πως ήθελε να διοχετεύσει το χρόνο και την ενέργεια του σε διάφορα project. Έτσι, η συνέχεια τον βρήκε στους Soulfly,με τους οποίους έπαιξε κιθάρα στην παγκόσμια περιοδεία τους το 1998 και μετά από 8 μήνες αποχώρησε για να ασχοληθεί με τα δικά του project. Για τέσσερα χρόνια κράτησε την heavy rock μπάντα, Medication την οποία σχημάτισε με το πρώην μέλος των Ugly Kid Joe, Whitfield Crane. Ακολούθως, ίδρυσε τους Stereo Black, αλλά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν κάποιο δισκογραφικό συμβόλαιο. Τον τελευταίο καιρό έχει σημαντικό ρόλο από τη θέση του παραγωγού στην εταιρεία Dirty Icon Productions. Κατοικεί στο Los Angeles με τη γυναίκα και τους τρεις γιους του.

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

 

 

Comments