Σαν σήμερα 17/10: Φτωχότερη η μουσική χωρίς τον Criss Oliva..Ακόμη: Οι Nevermore μεγαλουργούν,οι AC/DC μένουν αγέραστοι,οι Morbid Angel γράφουν με την καρδιά τους και οι Skynyrd προχωρούν ανυποψίαστοι

 

 

 

 

 

 

 

 

A STAR FALLS 

 

19 χρόνια πριν η μοίρα φέρεται με τον πιο σκληρό τρόπο σε ένα τεράστιο μουσικό ταλέντο που έχει περάσει ποτέ από το χώρο, τον μεγάλο Criss Oliva. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε απίστευτα αυτό που έκανε, που μάγευε με τις συνθέσεις του και τον καταπληκτικό τρόπο παιξίματός του. Στόχος του ήταν πάντα να βελτιώνει τον ήχο του και δούλευε σκληρά προκειμένου να το πετύχει. Είχε γράψει πολλά διαχρονικά riff και σόλο στην διάρκεια της σύντομης καριέρας του και αναμφίβολα η απώλεια του ήταν μεγάλο πλήγμα για τη μουσική. Το RockOverdose.gr τίμησε τον μεγάλο κιθαρίστα πέρσι τέτοιο καιρό, μέσα από το αφιέρωμα του Αποστόλη “Astaldo” Πανταζόγλου που αξίζει να διαβάσετε στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.rockoverdose.gr/news_details.php?id=6706

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Πριν από 12 χρόνια η metal δισκογραφία γίνεται ακόμα πλουσιότερη προσθέτοντας στους κόλπους της ένα από τα κορυφαία άλμπουμ του 2000, το Dead Heart, in a Dead World, των Nevermore. Όπως και να το κάνουμε, το να προέρχεσαι από μια εξαιρετική κυκλοφορία όπως το “Dreaming Neon Black” και να συνεχίζεις με κάτι ακόμα ανώτερο, δείχνει ότι προφανώς τίποτα δεν γίνεται στην τύχη αλλά όλα είναι αποτέλεσμα δουλειάς και ωριμότητας. Οι Αμερικανοί, κρατούν τη βασική τους σύνθεση σταθερή, βελτιώνονται και εξελίσσονται σε κάθε κυκλοφορία τους και φτιάχνουν ένα σύνολο ο ήχος του οποίου εντυπωσιάζει, διατηρώντας ακέραιη τη συνέπεια που τους διακρίνει. Πλέον τα κιθαριστικά καθήκοντα εκτελεί μόνο ο Jeff Loomis ο οποίος κρατάει μια αξιοσημείωτη συνοχή στο άλμπουμ σε σχέση με τις προηγούμενες προσπάθειες τους. Οι συνθέσεις μαγεύουν, τα κομμάτια γενικά ξεχειλίζουν από μελωδία και χρωματίζονται από την απίστευτη χροιά και τις παθιασμένες ερμηνείες του Warrel Dane. Τα μουσικά στοιχεία που ενσωματώνονται ποικίλλουν με τη μεγαλύτερη βαρύτητα να δίνεται στο progressive είδος. Όλοι οι μουσικοί είναι ιδιαίτερα τεχνικοί πιάνοντας ιδανική απόδοση, όμως ο Loomis πραγματικά εντυπωσιάζει και δίκαια θεωρείται από τους κορυφαίους κιθαρίστες της γενιάς του. Οι στίχοι έχουν σοβαρό ύφος, ασχολούνται με τις αρνητικές πτυχές του μάταιου τούτου κόσμου και βγάζουν μπόλικο θυμό, δημιουργώντας μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους δίσκους τους, η παραγωγή εδώ είναι αρκετά καθαρότερη και γίνεται επίσης χρήση επτάχορδων κιθάρων.  Το “Dead Heart, in a Dead World”, είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Nevermore. Οι οπαδοί τους σίγουρα θα ένιωσαν ευτυχισμένοι από τη δουλειά αυτή, ενώ αυτοί που δεν είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με την μπάντα, βρήκαν σίγουρα έναν καλό λόγο για να το κάνουν.

 

 

Μετά από 8 χρόνια απουσίας το βαρύ πυροβολικό της Αυστραλίας ξαναχτυπά και το νέο του όπλο ονομάζεται Black Ice. Οι AC/DC στο πιο χαλαρό ίσως άλμπουμ της καριέρας τους, κρατάνε τη δοκιμασμένη συνταγή τους απείραχτη και δείχνουν απλά ότι ο χρόνος δεν περνά από πάνω τους. Δεν έχουν καμιά χρονική πίεση, δεν καλούνται να αποδείξουν κάτι. Μπαίνουν στο στούντιο και ηχογραφούν δεκαπέντε κομμάτια, βασισμένα στα riff που συνέθεσαν οι αδερφοί Young και στην αναλλοίωτη δύναμη και χροιά της φωνής του Brian Johnson. Έχουν ένα ακόμη δυνατό χαρτί στα χέρια τους, τον παραγωγό Brendan O'Brien, που προσπαθεί να ανακτήσει τον χαρακτηριστικό ροκ ήχο της μπάντας και κάνει τελικά τα κομμάτια να ακούγονται λες και βγήκαν από την εποχή που οι AC/DC μεσουρανούσαν τη δεκαετία του ’70, κάνοντας μια από τις καλύτερες δουλειές της καριέρας του. Ανάμεσα στις δεκαπέντε συνθέσεις υπάρχουν αυτές που κάνουν τη διαφορά, που θα μπορούσαν να σταθούν σε κάποιο από τα θρυλικά τους άλμπουμ και υπάρχουν και οι πιο αδύναμες. Γεγονός όμως είναι πως ακούγοντας το άλμπουμ μπορείς να ξαναβρεθείς νοερά στο Ο.Α.Κ.Α., σε εκείνη τη μαγική βραδιά της 28ης Μαΐου, τρία χρόνια πριν, όταν οι  Αυστραλοί άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο στους Έλληνες οπαδούς στα πλαίσια της Black Ice Tour. Αν δυστυχώς έλειπες από αυτή τη μοναδική βραδιά, μπορείς και πάλι να φανταστείς ότι είσαι εκεί  αφού η live αίσθηση που εκπέμπει το άλμπουμ είναι πολύ έντονη κάτι που οφείλεται σίγουρα και στο γεγονός ότι τα περισσότερα κομμάτια ηχογραφήθηκαν ζωντανά στο στούντιο. Το “Black Ice” συγκαταλέγεται στα άλμπουμ της δεκαετίας και είναι μέσα στα κορυφαία για τη χρονιά κυκλοφορίας του με τις πωλήσεις να αγγίζουν τα 6 εκατομμύρια αντίτυπα μέσα σε ενάμιση μήνα. Οι κριτικές που έλαβε μπορεί να μην ήταν διθυραμβικές, στην πλειονότητα τους όμως ήταν καλές. 

 

 

12 χρόνια νωρίτερα κυκλοφορεί η έκτη δουλειά των Morbid Angel με τίτλο Gateways to Annihilation. Οι Αμερικανοί αποφασίζουν να αλλάξουν το μουσικό τους ύφος, επιστρέφοντας σε έναν ήχο κοντινότερο της δεύτερης εξαιρετικής τους προσπάθειας, του “Blessed Are The Sick”. Οι γεμάτες ένταση υψηλές ταχύτητες λιγοστεύουν και δίνουν τη θέση τους σε ένα πιο αργό τέμπο και μια πιο ζοφερή ατμόσφαιρα. Η ένταση παραμένει σίγουρα σε ότι αφορά τις κιθάρες, η παρουσία των οποίων είναι ισχυρότερη από πριν. Μάλιστα η κάθεμια από τις δύο κιθάρες εκτελεί διαφορετικά πράγματα μέσα στο ίδιο κομμάτι με το αποτέλεσμα να δένει η πολύ καλή ενορχήστρωση του άλμπουμ. Τα τύμπανα είναι μέσα στα χαρακτηριστικά που επίσης διακρίνονται στο άλμπουμ, μαζί με τα φωνητικά του Steve Tucker τα οποία είναι περισσότερα ποικιλόμορφα και με τον καιρό παρουσιάζουν μεγάλα σημάδια βελτίωσης. Ο τραγουδιστής και μπασίστας της μπάντας, που εδώ για πρώτη φορά συνεισφέρει και από στιχουργική και συνθετική άποψη, έχει δηλώσει για το Gateways to Annihilation: «Πρόκειται για ένα άλμπουμ που γράψαμε με την καρδιά μας. Θα μπορούσα να το περιγράψω με τρεις λέξεις: σκοτεινό, παθιασμένο και ατμοσφαιρικό. Είναι απίστευτα σκοτεινό και η αίσθηση που αφήνει είναι μια σταθερή ροή ενέργειας». Κατά τον ίδιο, οι μουσικές του επιρροές του έρχονται ασυζητητί από τους Slayer ενώ όσον αφορά την ερμηνευτική του έμπνευση, αυτή όσο περίεργο κι αν ακούγεται,είναι ο Ronnie James Dio. Συγκεκριμένα λέει: «Ξέρω ότι πολλοί δε θα καταλάβουν γιατί κάνω μια τέτοια σύγκριση αλλά υπάρχει ένας σαφής συσχετισμός που εντοπίζεται στη δύναμη. Έχει σκληρό τρόπο ερμηνείας. Δεν είναι  death metal, είναι όμως μια από τις πιο ισχυρές φωνές που έχω ακούσει στη ζωή μου». Το άλμπουμ ικανοποίησε τους περισσότερους φίλους της μπάντας και απέσπασε πολύ θετικές κριτικές.

 

 

35 χρόνια συμπληρώνονται από την κυκλοφορία ενός ιδιαίτερου δίσκου των Lynyrd Skynyrd, του Street Survivors. Survivors και με το παραπάνω όσον αφορά την παραμονή τους με αξιώσεις στη ροκ σκηνή, όχι όμως και όσον αφορά το παιχνίδι της μοίρας απέναντι τους. Τρεις μέρες αφότου κυκλοφόρησε ο δίσκος, το ναυλωμένο αεροπλάνο της μπάντας έπεσε καθ’οδόν προς το  Baton Rouge της Louisiana, με αποτέλεσμα να χάσουν  τη ζωή τους τρία από τα μέλη της μπάντας, οι Ronnie Van Zant, Steve Gaines και Cassie Gaines και να τραυματιστούν σοβαρά οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες. Το άλμπουμ είναι από τις πιο δυνατές προσπάθειες που έκανε ποτέ το συγκρότημα, γεννώντας τεράστιες επιτυχίες μεταξύ των οποίων και το πάντα διαχρονικό “That smell”. Η δουλειά έγινε με μεγάλη σχολαστικότητα, η παραγωγή του ήταν αρκετά καθαρή, τα τραγούδια ρυθμικά στο κλασσικό ροκ στυλ του συγκροτήματος, ενώ σημαντική παρουσία έχουν και πιο slow κομμάτια. Η προσθήκη του Steve Gaines, για τον οποίο έμελε να είναι η μοναδική του συμμετοχή σε δίσκο των Skynyrd, τους έχει δώσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και η παρουσία του είναι σημαντική τόσο σε φωνητικό όσο και κιθαριστικό επίπεδο. Ο Ronnie Van Zant μάλιστα εκθείαζε το ταλέντο του ανοιχτά λέγοντας ότι κάποια μέρα όλοι οι υπόλοιποι θα βρίσκονταν στη σκιά του. Το “Street Survivors” ήταν το πρώτο των Skynyrd που μπήκε στην πρώτη πεντάδα των chart, έγινε χρυσό μόλις 10 ημέρες μετά την κυκλοφορία του και αργότερα διπλά πλατινένιο. 

 

Για το RockeOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Foce

Comments