Σαν σήμερα 17/11… Τα παιδιά ξέφυγαν… και έφτιαξαν την Americana! Ακόμη: Μια υποτιμημένη μπάντα και το τελευταίο εκπληκτικό της άλμπουμ και… ο άνθρωπος που ρίζωσε στους Jethro Tull!

ALBUM ANNIVERSARY

Γυρνώντας πίσω στο 1998 πόσοι θυμάστε άραγε να τραγουδάτε τα “Pretty Fly (For a White Guy)”, "The Kids Aren't Alright" ή το "Why Don't You Get a Job?" και να διασκεδάζετε στα πάρτι με τους συμμαθητές σας; Αρκετοί λογικά. Πράγματι, το Americana, πέμπτο άλπουμ των The Offspring, αν για κάτι ξεχώρισε ήταν αυτό ακριβώς: ότι κατάφερε να επηρεάσει μια ολόκληρη γενιά νέων παιδών που εκφράστηκαν μέσα από τα πιασάρικα ρεφρέν και το χαβαλεδιάρικο, ίσως και επαναστατικό ολίγον τι, στυλ του. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα οι πιτσιρικάδες της εποχής, που τότε απέκτησαν και την πρώτη ουσιαστική τους επαφή με το punk. Κεντρικό θέμα του άλμπουμ είναι η υποβάθμιση της Αμερικανικής  κοινωνίας. Μιλώντας σχετικά, λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο τραγουδιστής τους Dexter Holland εξήγησε: «Τα τραγούδια στο “Americana” δεν είναι καταδικαστικού χαρακτήρα. Θέλουμε να ανακαλύψουμε τη βαθύτερη πλευρά του πολιτισμού μας. Μπορεί να φαίνεται σαν ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς “Happy Days” αλλά μοιάζει περισσότερο με τη δραματική σειρά “Twin Peaks”. Από άποψη ήχου, εδώ το συγκρότημα υιοθετεί περισσότερα pop στοιχεία από πριν και έτσι χαρακτηρίζεται περισσότερο μάλλον pop punk παρά punk rock. Τα κομμάτια είναι έξυπνα και διασκεδαστικά, φιλικά προς το ραδιόφωνο και ξεχωρίζουν κυρίως για την ενέργεια τους παρά για την μουσικότητα τους. Το άλμπουμ σημείωσε τεράστια επιτυχία και όσον αφορά τα chart έπιασε τις καλύτερες επιδόσεις από κάθε άλλο άλμπουμ του συγκροτήματος. Οι πωλήσεις του ξεπέρασαν τις 15 εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως, καθιστώντας το, τη δεύτερη πιο πετυχημένη δουλειά των Αμερικανών, μετά το “Smash” του 1994. Πρόκειται για το τελευταίο άλμπουμ από τις καλές εποχές των Offspring, τότε που έπαιζαν πιο πολύ για να κάνουν το κέφι τους και να εξωτερικεύσουν την ενέργεια που κουβάλαγαν μέσα τους και όχι για το χρήμα όπως συνέβη στη συνέχεια. 

 

 

Το έκτο και τελευταίο άλμπουμ, μέχρι στιγμής, των Σουηδών Tad Morose, κλείνει σήμερα 9 χρόνια από την κυκλοφορία του. Το συγκρότημα παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έλαβε την αναγνώριση που του αξίζει, διακρίνεται για τη συνέπεια του δεδομένου ότι ποτέ δεν έχει κάνει μέτρια κυκλοφορία. Το Modus Vivendi μάλιστα, όχι απλά υπερβαίνει το μέτριο, αλλά αγγίζει θα μπορούσαμε να πούμε την τελειότητα. Με έναν ήχο που βασίζεται αμφότερος στο αμερικανικό αλλά και το ευρωπαϊκό power metal, ενσωματώνοντας επίσης speed και πιο κλασσικά στοιχεία, το άλμπουμ είναι ικανό να αιχμαλωτίσει το metal κοινό στο σύνολο του, ακόμη κι αυτούς που δεν είναι πιστοί οπαδοί του είδους. Για την ακρίβεια εδώ έχουμε μια σπουδαία μίξη παραδοσιακής heavy metal μουσικής με προσθήκες power σε μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα. Γνωρίζοντας πώς να αξιοποιούν τον ήχο της κιθάρας σε όλη του την έκταση, οι Σουηδοί, δημιουργούν βαριά riff που παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας, δημιουργώντας μια αίσθηση μεταλλικής επιθέσης. Οι συνθέσεις έχουν την ικανότητα να μένουν χαραγμένες στο μυαλό, όντας παράλληλα καλοδουλεμένες και αρκετά πολύπλοκες.  Η φωνή του τραγουδιστή τους, Urban breed, είναι πραγματικά ισχυρή και οι ερμηνείες του ποικίλουν, αποτελώντας ένα ακόμα ισχυρό όπλο στο οπλοστάσιο της μπάντας και σίγουρα η απομάκρυνση του από τους κόλπους της μετά το πέρας του άλμπουμ, αποτελεί σημαντική απώλεια. Το “Modus Vivendi” ξεχειλίζει από ποιοτικά κομμάτια, υπέροχες μελωδίες και δυνατά riff και είναι μια ακόμα απόδειξη για το ότι οι Tad Morose αξίζουν να βρίσκονται στις επάλξεις της metal δισκογραφίας. Με έναν ολότελα δικό τους ήχο και με δουλειές στις οποίες διαρκώς βελτιώνονται και εξελίσσονται, θα είναι ευτύχημα να έχουμε σύντομα μια ακόμη νέα δουλειά τους. 

 

A STAR IS BORN

 

Τα 66 του χρόνια κλείνει σήμερα ο Martin Barre, Βρετανός ροκ μουσικός με καριέρα που μετρά τέσσερεις δεκαετίες στις τάξεις των Jethro Tull. Ξεκίνησε την πορεία του στις αρχές της δεκαετίας του ’60, παίζοντας σαξόφωνο στους The Moonrakers, μια τοπική μπάντα του Birmingham. Συνέχισε τον Ιούλιο του 1966, στους The Motivation, οι οποίοι συγκέντρωσαν αρκετή αναγνώριση κάνοντας εμφανίσεις στο θρυλικό Marquee Club του Λονδίνου και έπαιξαν και ως support μπάντα σε δύο εμφανίσεις των Cream. Μετά από κάποιες αλλαγές στη σύνθεση τους, μετονομάστηκαν σε The Penny Peeps με τον Barre να παίρνει τη θέση lead κιθαρίστα. Το τέλος του 1968, βρήκε τον μουσικό να έχει αποχωρήσει από το συγκρότημα, την ίδια περίοδο που στο εσωτερικό των Jethro Tull, ο Ian Anderson βρισκόταν σε σύγκρουση με τον κιθαρίστα Mick Abrahams. Αντικαταστάτης του έγινε για λίγο ο Tonny Iommi, στη συνέχεια όμως ήρθε η σειρά του Martin Barre να περάσει από ακρόαση. Παρά το γεγονός ότι από το άγχος του έπαιξε με τα χίλια ζόρια, ήταν αυτός που τελικά έγινε ο μόνιμος αντικαταστάτης του Abrahams, παραμένοντας στην μπάντα μέχρι και σήμερα. Από το 1990 ξεκίνησε και σόλο καριέρα, έχοντας ηχογραφήσει τέσσερα άλμπουμ, σε ήχους rock και γενικά διαφόρων εγχόρδων. Το 2006, ξεκίνησε ένα ακουστικό project με τραγουδιστή και κιθαρίστα τον Dan Crisp και τον Alan Bray στο μπάσο, ενώ ο ρόλος του Barre περιλάμβανε  πολλά ακουστικά όργανα όπως το μπουζούκι και το μαντολίνο. Το γκρουπ έκανε κάποιες εμφανίσεις και συνέχισε να συνεργάζεται μέχρι το 2007, αλλά δεν έχει γίνει γνωστό αν θα κυκλοφορήσει κάποιο άλμπουμ. Το 2012 τέλος, περιόδευσε με ένα συγκρότημα που ονόμασε New Day.

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments