Σαν σήμερα 20/11… Αν και μπατήρηδες από τα ξενύχτια και τα πάρτι, οι Whitesnake τα κατάφεραν! Ακόμη: οι Cinderella διάλεξαν ποιότητα έχασαν εμπορικότητα!

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Το πέμπτο άλμπουμ των Whitesnake, το Saints & Sinners, συμπληρώνει σήμερα τρεις δεκαετίες ζωής. Η πιο ιντριγκαδόρικη δουλειά της μπάντας, εξελίχθηκε σε ολόκληρο σίριαλ μέχρι να κατορθώσει να πάρει σάρκα και οστά. Η ιστορία ξεκίνησε το 1981, αμέσως μετά το τέλος της περιοδείας για το δίσκο “Come an’ Get it”, όταν το συγκρότημα θέλησε να ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις για τη νέα του δουλειά. Μαζί με αυτές όμως, φούντωσαν και σοβαρές εντάσεις στους κόλπους τους. Σύμφωνα με τον κιθαρίστα τους Micky Moody: «Μετά το ’81, είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε. Το είχαμε παρακάνει με τα ξενύχτια και τα πολλά πάρτι και δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα χρήματα. Υπήρχε μια εικόνα, ότι οι Whitesnake ήταν μια μπάντα με πολλά χρέη, οπότε άρχισα να σκέφτομαι ότι δεν ήταν δυνατόν να βρισκόμαστε σε ένα τόσο μεγάλο όνομα και να χρωστάμε τόσα. Όλοι ήταν εξαντλημένοι. Είναι δύσκολο να δουλεύεις χωρίς καμιά διακοπή για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια και να μην κουραστείς, να μην στερέψεις από ιδέες. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Όλοι θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό πια, ένα σόλο άλμπουμ ή μια συνεργασία με κάποιον άλλο». Τελικά, ο κιθαρίστας εγκατέλειψε την μπάντα το Δεκέμβρη του 1981 και λίγο αργότερα ο David Coverdale κάλεσε σε συνάντηση όλα τα εναπομείναντα μέλη και αποφάσισε να διακόψει προσωρινά τις δραστηριότητες του συγκροτήματος μέχρι να τακτοποιηθούν οι οικονομικές τους εκκρεμότητες. Στο διάστημα αυτό, αποχωρούν επίσης ο κιθαρίστας Bernie Marsden, ο μπασίστας Neil Murray και ο ντράμερ Ian Paice και μόνο ο Jon Lord, συνεχίζει με τον Coverdale. Τον Αύγουστο του 1982, ο ηγέτης τους, που πλέον έχει αναλάβει και τον οικονομικό τομέα, επικοινωνεί με τον Micky Moody ζητώντας του να επιστρέψει, ώστε να συμβάλει στα φωνητικά και να ολοκληρωθεί το άλμπουμ. Οι αντικαταστάτες των απελθόντων, είναι ο Mel Galley στην κιθάρα, ο Cozy Powell στα τύμπανα και ο Colin Hodgkinson στο μπάσο. Δεδομένου όμως ότι ο δίσκος ήταν σχεδόν έτοιμος η μόνη συμβολή της νέας σύνθεσης ήταν τα φωνητικά των Galley και Moody, ενώ τα μέρη των ντραμς του Paice και του μπάσου του Murray, έμειναν ανέγγιχτα. Το “Saints & Sinners” κρίθηκε μια επιτυχημένη προσπάθεια εν τέλει, με κάποια κλασσικά κομμάτια να περιλαμβάνονται σε αυτό καθώς και δύο τεράστιες επιτυχίες, τα “Here I go again” και “Crying in the rain”. Ο ήχος είναι κατά κύριο λόγο hard rock με αρκετές blues επιρροές, ενώ οι ταχύτητες των κομματιών είναι αρκετά πιο ανεβασμένες από πριν. Η ποιότητα της εγγραφής είναι πραγματικά καλή ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τα όσα μεσολάβησαν μέχρι να ολοκληρωθεί ο δίσκος. Οι κιθάρες έχουν κρυστάλλινο ήχο, τα τύμπανα είναι δυνατά και όλα τα όργανα σε συνδυασμό με τα τραχιά φωνητικά του Coverdale δίνουν ένα πολύ ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Το άλμπουμ έφτασε την 9η θέση των βρετανικών chart και αγαπήθηκε έντονα από πολλούς οπαδούς του hard rock είδους. 

 

 

Οι Cinderella έρχονται 22 χρόνια πριν, να ανατρέψουν την εικόνα που είχαν οι περισσότεροι γι’ αυτούς και να παρουσιαστούν ως μια σοβαρή και ώριμη μουσικά μπάντα. Η επίτευξη αυτού του στόχου τους έρχεται μέσα από το άλμπουμ Heartbreak Station, το τρίτο κατά σειρά που έχουν κυκλοφορήσει. Η μπάντα ψάχνεται και η αλλαγή της φαίνεται ακόμα και στο σοβαρότερο στήσιμο της στο εξώφυλλο του δίσκου. Το χαρούμενο glam metal ύφος τους, περνάει στη σφαίρα του παρελθόντος και δίνει τη θέση του σε έναν ήχο hard rock, βασισμένο έντονα σε επιρροές του μουσικoύ στυλ της Βόρειας Αμερικής, με blues, country και folk στοιχεία. Προκειμένου δε να επικυρώσουν τις ρίζες τους ως αυθεντικό ροκ συγκρότημα, αξιοποιούν rock and roll επιρροές από Aerosmith και Rolling Stones. Διανύοντας την καλύτερη τους στιγμή καλλιτεχνικά, οι Cinderella μετουσιώνουν τη θετική τους ενέργεια και τον ενθουσιασμό τους, συνθέτοντας κομμάτια δυνατά, ποικιλόμορφα μεταξύ τους και μουσικά ισορροπημένα. Η καινοτομία δεν περιορίζεται μόνο στον ήχο τους, αλλά και στο στιχουργικό τομέα, όπου υπάρχει μια στοχαστική διάθεση που εκφράζεται με έξυπνο τρόπο και απομακρύνεται από την αρκετά εορταστική και ηδονιστική ατμόσφαιρα του παρελθόντος. Το “Heartbreak Station”, αγαπημένο άλμπουμ του τραγουδιστή τους, Tom Keifer,  έφτασε στη 19η θέση των chart στις ΗΠΑ και έγινε πλατινένιο με ένα εκατομμύριο πωλήσεις. Μπορεί η επιτυχία του να ήταν μικρότερη από τις δύο προηγούμενες δουλειές του συγκροτήματος, αν μη τι άλλο όμως, οι Cinderella κάνουν μια σαφώς ποιοτικότερη δουλειά με ένα πιο γνήσιο rock and roll χαρακτήρα σε σύγκριση με άλλα σχήματα της εποχής τους.

 

 

A STAR IS BORN

 

 

Τα 35 του χρόνια κλείνει σήμερα ο ντράμερ των In Flames, Daniel Svensson. Γεννημένος στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, πήρε το έναυσμα να ασχοληθεί με τα ντραμς, από τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο αδερφό του, που στα δέκα του αποφάσισε να τα διαλέξει ως μάθημα επιλογής στο σχολείο. Οι γονείς τους, αγόρασαν ένα drum kit και παρά το ότι ο αδερφός του τα παράτησε, αυτό υπήρχε στο σπίτι, οπότε ο Daniel ξεκίνησε να παίζει. Μαζί με ένα φίλο του που είχε μπάσο και ενισχυτή, άρχισαν να παίζουν παρέα και έτσι, στα 14 χρόνια του περίπου, άρχισε να βλέπει το θέμα πιο σοβαρά. Εκείνη την εποχή άκουγε πολύ συγκροτήματα της death metal σκηνής, όπως οι Death και οι Deicide. To 1993, μαζί με τον κιθαρίστα Daniel Dinsdale, σχημάτισαν τους Sacrilege GBG, που έπαιζαν death και μάλιστα τα κομμάτια που έγραφαν ήταν εμπνευσμένα έντονα από τη μουσική των In Flames. Σύμφωνα με τον Svensson, οι In Flames ήταν μια από τις αγαπημένες του μπάντες.  Επιρροές υπήρχαν επίσης από συγκροτήματα όπως οι At the Gates και οι Dark Tranquility. Στους Sacrilege είχε καθήκοντα ντράμερ πρωτίστως και κάποιες φορές τραγούδαγε κιόλας, αλλά ποτέ ταυτόχρονα, αφού ο ίδιος το θεωρεί πολύ δύσκολο. Κάποια στιγμή ο ντράμερ, χρειάστηκε να βοηθήσει τον κιθαρίστα των In Flames Jesper Strömblad, κάνοντας φωνητικά στο project του, “Dimension Zero”. Έτσι κι αλλιώς, οι Sacrilege ηχογραφούσαν στο ίδιο στούντιο με τους In Flames, έτσι όταν οι τελευταίοι χρειάστηκαν προσωρινό ντράμερ, ο παραγωγός τους είπε να δοκιμάσουν τον Svensson. Τελικά ενσωματώθηκε μόνιμα στη σύνθεσή τους, το 1998 και οι Sacrilege ένα χρόνο μετά διαλύθηκαν. Όπως έχει δηλώσει ο μουσικός, αισθάνεται το συγκρότημα σαν οικογένεια του, αφού έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, ταξιδεύουν, πίνουν μπύρες και παίζουν metal μαζί. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα πληροφορία που έχει δώσει ο ίδιος για τον εαυτό του, είναι ότι δε γνωρίζει την τεχνική Moeller Method στα ντραμς. «Το γράφει στο Wikipedia για μένα αλλά δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή την παράξενη τεχνική. Δεν τη χρησιμοποιώ, ούτε καλά – καλά μπορώ να τη διαβάσω!».  Επίσης, διαψεύδει και τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες παίζει από το 2006 και με τους Sacrilege. «Προσπαθήσαμε να κάτσουμε με ένα παιδί ακόμη να γράψουμε υλικό, αλλά δεν προέκυψε. Δεν έχω χρόνο να αφοσιωθώ σε δύο μπάντες. Μπορεί στο μέλλον να ξαναγίνει κάτι, αλλά τώρα δεν προλαβαίνω τίποτα άλλο, αφού έχω και μια οικογένεια με τρία παιδιά να φροντίσω.»

 

 

Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments