Σαν σήμερα 20/12… Χρόνια πολλά στον πραγματικό Catman! (και όχι στον Κατέλη) και… ένα αγνό, ακατέργαστο ατσάλι!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A STAR IS BORN

 

 

Τα 67 του χρόνια κλείνει σήμερα ο ντράμερ Peter Criss, που ξεχώρισε μέσα από τα πολλά χρόνια συμμετοχής του στους Kiss. Ο ιταλο-αμερικανικής καταγωγής Peter George John Criscuola, όπως είναι το όνομα του, γεννήθηκε στο Brooklyn της Νέας Υόρκης. Παιδικός του φίλος ήταν ο Jerry Nolan, που αργότερα θα έκανε επιτυχία ως ντράμερ των New York Dolls. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις σπουδές που έκανε πάνω στις τέχνες και ήταν λάτρης της jazz. Είχε την τύχη να σπουδάσει μουσική υπό την επίβλεψη του μεγάλου του ειδώλου, του ντράμερ Gene Krupa, στο Metropole Club της Νέας Υόρκης. Από εκεί ξεκίνησε η μουσική του σταδιοδρομία, με τον Criss να είναι πολύ ενεργός, αφού έπαιζε jazz και ροκ με πλήθος συγκροτημάτων του New Jersey και της Νέας Υόρκης, σε όλη τη δεκαετία του ’60. Μέχρι τις αρχές των 70’s είχε μια αναγνωρισμένη και πετυχημένη καριέρα ως μουσικός. Το 1972, οι Paul Stanley και Gene Simmons, έψαχναν μέλη για την μπάντα που έφτιαχναν, μεταξύ αυτών και ντράμερ. Ένα απόγευμα ο Simmons, είδε μια αγγελία που έγραφε:  «Διαθέσιμος ντράμερ – Θα κάνει τα πάντα». Σύμφωνα με όσα περιγράφει: «Κάλεσα στο τηλέφωνο τον τύπο και παρά το ότι εκείνη την ώρα ήταν ένα πάρτι σε εξέλιξη, απάντησε. Συστήθηκα και του είπα ότι ξεκινούσαμε μια μπάντα και ότι ψάχναμε για ντράμερ, ρωτώντας τον, αν ήταν πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να τα καταφέρει. Ήταν θετικός.» Συναντήθηκαν σε ένα μικρό ιταλικό club του Brooklyn και ο Criss άρχισε να τραγουδάει. Ο Simmon είχε πειστεί ότι ήταν αυτό που αναζητούσαν. Στους Kiss υιοθέτησε το σκηνικό όνομα “Catman” και μαζί το ανάλογο makeup, μέσα από το οποίο έγινε διάσημος. Ο λόγος που το επέλεξε είναι, όπως έχει πει, ότι ένιωσε ότι είχε εννιά ζωές για να καταφέρει τελικά να επιβιώσει μέσα στη σκληρή ανατροφή των δρόμων του Brooklyn.  Στη διάρκεια της καριέρας του, έκανε τα φωνητικά σε πολλά πετυχημένα κομμάτια της μπάντας. Το Μάιο του 1980, η συνεργασία του με τους Kiss λύθηκε, με τον Simmon να ισχυρίζεται ότι απολύθηκε και τον ντράμερ να υποστηρίζει ότι παραιτήθηκε. Στη συνέχεια, ο Criss, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη σόλο καριέρα του, που είχε ξεκινήσει από το 1978, με ένα ομώνυμο ντεμπούτο. Κυκλοφόρησε ακόμη δύο προσωπικές δουλειές μέχρι το 1982. Μέχρι τις αρχές των 90’s συνεργάστηκε με διάφορες μπάντες, για λιγότερο από ένα χρόνο με την καθεμία. Στα τέλη του 1992, σχημάτισε μια μπάντα που ονόμασε “Criss”, στην οποία συμμετείχε ο μελλοντικός κιθαρίστας στων Queensrÿche, Mike Stone. Οι Criss κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο EP το Δεκέμβρη του 1993 καθώς και ένα άλμπουμ με τίτλο “ Cat #1”, εννιά μήνες αργότερα. Το 1995, ο ντράμερ επέστρεψε στα λημέρια των Kiss και ένα χρόνο μετά, πραγματοποιήθηκε μια τρομερά πετυχημένη reunion παγκόσμια περιοδεία, με τίτλο “Alive/Worldwide Tour” που διήρκησε ως το 1997 για να ακολουθήσει ένα νέο στούντιο άλμπουμ, με τίτλο “Psycho Circus”. Ωστόσο, προέκυψε διαμάχη, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Criss έπαιξε ντραμς μόνο για ένα κομμάτι. Πολλές πηγές ισχυρίζονται ότι ο Kevin Valentine έπαιξε στο υπόλοιπο άλμπουμ. Όλα αυτά οδήγησαν σε νέες εντάσεις μεταξύ του μουσικού και του συγκροτήματος. Τον Οκτώβρη του 2000, στο τέλος μιας συναυλίας στο βόρειο Charleston, ο Criss κατέστρεψε το drum kit του πάνω στη σκηνή. Μολονότι οι φαν πίστεψαν ότι ήταν μέρος της εμφάνισης, στην πραγματικότητα ήταν μια πράξη απογοήτευσης απ’ την πλευρά του. Ήταν η τελευταία του εμφάνιση στη συγκεκριμένη περιοδεία, αφού αποχώρησε και ο Eric Singer τον αντικατέστησε. Τα πηγαινέλα συνεχίστηκαν, με τον Criss να επιστρέφει το 2002, συμμετέχοντας στην κυκλοφορία “Kiss Symphony: Alive IV”, για να εγκαταλείψει δύο χρόνια μετά. Το 2007, κυκλοφόρησε τη νέα του προσωπική δουλειά, με τίτλο “One for All” και ετοιμάζει νέο υλικό για την επόμενη. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, έχει τρεις γάμους και είναι πατέρας μιας κόρης 31 ετών. Το 2008, υποβλήθηκε σε πετυχημένη επέμβαση για την αφαίρεση κακοήθους όγκου από το στήθος του. 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

 

Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από το ξεκίνημα μιας όχι και τόσο προβεβλημένης μπάντας, δεδομένου των καλών κυκλοφοριών της μέσα στα χρόνια, των Αμερικανών Virgin Steele. Δεκέμβρης του 1982 λοιπόν και το συγκρότημα, έχοντας συμπληρώσει μόνο τρεις εβδομάδες από το σχηματισμό του, μπαίνει στο στούντιο με ένα πολύ χαμηλό budget, ώστε να ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις για την πρώτη κυκλοφορία του. Η αρχική πρόθεση είναι η δημιουργία ενός ντέμο, το οποίο όντως ολοκληρώνεται σε μια εβδομάδα περίπου, με το υλικό να ηχογραφείται ως επί το πλείστον στο στούντιο με πολύ λίγα overdubs. Ακολουθεί η αποστολή του σε διάφορα metal και ροκ περιοδικά και οι θετικές αντιδράσεις καταλήγουν σε ένα τηλεφώνημα από τον πρόεδρο της Shrapnel Records, που τους ενημερώνει ότι το κομμάτι τους “Children of the storm” θα συμπεριληφθεί στην αμερικάνικη metal συλλογή, “Volume II Compilation”. Μετά από αυτή την κυκλοφορία, η μπάντα αρχίζει να γίνεται γνωστή και κατόπιν επιθυμίας του κόσμου, αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν ως άλμπουμ το ντέμο τους. Κάπως έτσι συγκεντρώνουν σταδιακά το ενδιαφέρον των δισκογραφικών και  δέχονται σωρό από γράμματα που επαινούν το τραγούδι και τους ίδιους, μεταξύ των οποίων και αυτά δύο νέων συγκροτημάτων, του Seattle. Το όνομα των πρώτων ήταν Queensrÿche και των άλλων Metallica. Το γεγονός ότι τυπώθηκαν μόνο 5.000 αντίτυπα κατάστησε το άλμπουμ εξαιρετικά δυσεύρετο, ως το 2002 όπου κυκλοφόρησε σε CD. Στα του άλμπουμ τώρα, η πρώτη προσπάθεια των Virgin Steele, απέχει αρκετά ηχητικά συγκριτικά με ό,τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Το αποτέλεσμα που βγαίνει από τις κιθάρες συνάδει απόλυτα με τον παραδοσιακό heavy metal ήχο των 80’s, ενώ τα επικά στοιχεία που καθιέρωσαν το συγκρότημα απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά, με μοναδική εξαίρεση μια υποψία αυτών, στο κομμάτι “Children Of The Storm”. Η φωνή του DeFeis ακούγεται αρκετά νεανική και ανώριμη ακόμη, αν και χαρακτηρίζεται για την ποικιλομορφία της. Ο ίδιος έχει αναλάβει και τα πλήκτρα και συνθετικά δείχνει να προτιμά της πομπώδεις συνθέσεις και τα μελωδικά στοιχεία, σε αντίθεση με τις κιθάρες που έχουν πιο επιθετική προσέγγιση. Τα κομμάτια αντικατοπτρίζουν τις επιρροές της μπάντας από Judas Priest και Rainbow, ενώ το γεγονός ότι ποιοτικά δεν κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο, συντελεί σε μια άνιση, χωρίς μεγάλη συνοχή κυκλοφορία. Τα ως ένα σημείο μονότονα τύμπανα αλλά και η αρκετά κακή παραγωγή είναι ακόμη δύο μειονεκτήματα του άλμπουμ. Όλα αυτά όμως είναι μάλλον φυσιολογικά, αν σκεφτεί κανείς πόσο γρήγορα έγιναν όλα, επομένως παρά τις όποιες αδυναμίες, ο ομώνυμος πρώτος δίσκος των Virgin Steele, θα πρέπει να θεωρείται ένα αξιοπρεπές ξεκίνημα, με ορισμένες αξιόλογες στιγμές, που θα δώσει την ώθηση για μια σαφώς καλύτερη συνέχεια.

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments