Σαν σήμερα 25/10…Jimi Hendrix και Dream Theater μας προσφέρουν μια ξεχωριστή μουσική εμπειρία! Ακόμη: Οι Blind Guardian thrashάρουν και Chad Smith: Δεν άλλαξε το στυλ του για τους Red Hot!

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Ένα από τα μεγαλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, από τον μεγαλύτερο ίσως κιθαρίστα που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη, το Electric Ladyland του Jimi Hendrix ήρθε ως το τελικό επισφράγισμα του ασύγκριτου ταλέντου του, 44 χρόνια πριν.  Αυτή η διπλή κυκλοφορία είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα  των αναρίθμητων μουσικών του ταλέντων, ένα σπουδαίο επίτευγμα, στο οποίο ο κιθαρίστας επεκτείνει το μουσικό του εύρος, συμπεριλαμβάνοντας δείγματα από διάφορα στυλ μουσικής. Στο άλμπουμ θα συναντήσει κανείς ψυχεδελικούς ήχους, μπλουζ, την εξαιρετική επανεκτέλεση του κλασικού  "All Along The Watchtower" του Bob Dylan  και  βέβαια το επικό "Voodoo Child (Slight Return)".  Η συνθετική του δημιουργικότητα και η τεχνικότητα του είναι στοιχεία με διαρκή παρουσία στο δίσκο, με ευφάνταστα, γρήγορα riff, υπέροχα σόλο και χρήση ιδιαίτερων εφέ με πιο χαρακτηριστική τη χρήση του πεντάλ wah wah. Το γεγονός ότι πολλά κομμάτια είναι ντυμένα με στίχους και με αρκετά πιασάρικα ρεφρέν μάλιστα, δίνει περισσότερη ποικιλομορφία στη δουλειά του. Για τη δημιουργία του, ο Hendrix συνεργάστηκε με διάφορους μουσικούς εκτός της μπάντας, ενώ ο ίδιος παίζει και μπάσο σε πολλά κομμάτια. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα στη σχέση του κιθαρίστα με τον παραγωγό του Chandler Bryan και τον μπασίστα Noel Redding. Αμφότεροι τον κατηγορούσαν για απειθαρχία στον τρόπο που εργαζόταν στο στούντιο καλώντας διαρκώς φίλους και γνωστούς του εκεί. Επίσης θεωρούσαν ότι εξαιτίας της τελειομανίας του αφενός και του ότι συχνά βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών αφετέρου ξόδευαν υπερβολικό χρόνο στο στούντιο. Μάλιστα ο Chandler παραιτήθηκε το Μάιο του 1968, αφήνοντας τον ίδιο τον Hendrix μόνο στην παραγωγή. Το “Electric Ladyland” έφτασε στην κορυφή του Billboard 200 και παρέμεινε εκεί για δύο εβδομάδες. Ήταν η τρίτη και τελευταία στούντιο δουλειά του τεράστιου αυτού μουσικού. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ, με διάφορες  διακρίσεις ανά καιρούς.

 

 

Ένα καταπληκτικό άλμπουμ που πιθανόν οι Dream Theater να μην έφτιαχναν ποτέ αν οι οπαδοί τους δε ζητούσαν τόσο επίμονα τη συνέχεια του "Metropolis, Pt. 1", το Metropolis Pt. 2: Scenes from a Memory, κλείνει σήμερα 13 χρόνια ζωής. Η ιστορία θέλει το συγκρότημα να ξεκινά να δουλεύει πάνω το Metropolis Pt.2 σαν κομμάτι, επιθυμώντας να ικανοποιήσει το αίτημα των οπαδών τους. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το “Falling into Infinity”, το κομμάτι άρχισε να παίρνει μορφή αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, εξαιτίας της άρνησης της δισκογραφικής τους να κυκλοφορήσει διπλό άλμπουμ, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο λόγω της μεγάλης του διάρκειας. Όταν λοιπόν η μπάντα άρχισε το σχεδιασμό για την πέμπτη κυκλοφορία της, επανήλθε στο τραγούδι και τελικά το έκανε ολόκληρο δίσκο. Στην πέμπτη concept δουλειά τους λοιπόν, οι Αμερικανοί, επιστρέφουν πιο progressive από ποτέ, θέλοντας να ανακάμψουν μετά τις επικρίσεις που δέχτηκαν για τον εμπορικό ήχο του προκατόχου του. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για μουσικές ομοιότητες, αυτές μάλλον μας παραπέμπουν στα “Images and Words” και “Awake”. Η κεντρική ιδέα του άλμπουμ, περιστρέφεται γύρω από την ιστορία ενός άντρα, του Nicholas, που βασανίζεται από ενοχλητικά όνειρα και ένα έντονο déjà vu από μια άλλη ζωή. Τελικά βλέπει υποβάλλεται σε υπνοθεραπεία ώστε να κατανοήσει τα όνειρά του και ανακαλύπτει ότι είναι η μετενσάρκωση μιας γυναίκας, της Victoria Page, που δολοφονήθηκε το 1928. Όπως συμβαίνει κάθε φορά, έτσι κι εδώ, γράφτηκε πρώτα η μουσική και μετά οι στίχοι, για τη δημιουργία των οποίων κύριο λόγο είχαν οι Portnoy, Petrucci και LaBrie. Στο Metropolis Pt.2, συγκεντρώνεται η πεμπτουσία των ικανοτήτων της μπάντας, που συνθέτει και εκτελεί όπως μόνο αυτή μπορεί. Μπαλάντες με ήχους από πλήκτρα που ταξιδεύουν το μυαλό και απαλά φωνητικά, progressive μουσική με επικά στοιχεία ακόμα και jazz επιρροές, αλλά και γρήγορες ροκ μελωδίες, είναι κάποια από τα συστατικά που κυριαρχούν στο άλμπουμ. Το ταλέντο των μουσικών ξεδιπλώνεται άφθονο, δημιουργώντας μαγικές στιγμές, γεγονός που μαρτυρούν τα ορχηστρικά κομμάτια που συχνά είναι πιο αξιομνημόνευτα κυρίως συγκριτικά με ορισμένες μπαλάντες που φαίνονται πιο αδύναμες. Τα κομμάτια έχουν έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα και η παραγωγή του είναι τρομερή, με κάθε όργανο να ακούγεται με εξαιρετική ευκρίνεια. Λόγω της κινηματογραφικής πλοκής του, τα κομμάτια είναι πολύ καλά και λογικά συνδεδεμένα και η ροή του είναι αξιοσημείωτη, κάνοντας το να ξεχωρίζει από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τους. Το “Metropolis Pt.2” είναι μια ξεχωριστή εμπειρία που ο καθένας αξίζει να τη ζήσει, βοηθώντας τον να εισχωρήσει βαθύτερα στην υπέρτατη τέχνη που λέγεται μουσική. 

 

 

24 χρόνια πριν η metal σκηνή είχε τη χαρά να δεχτεί στους κόλπους της ένα από τα πολύ αγαπημένα ονόματα του χώρου, τους Blind Guardian μέσα από το ντεμπούτο τους  “Battalions of fear”. Ένα χρόνο μετά και κάτω από μεγάλη χρονική πίεση, ώστε να παραδοθεί εντός 12 μηνών, σύμφωνα με τον Hansi Kürsch, οι Γερμανοί κυκλοφορούν το Follow the Blind. Όντας νέο ακόμα το συγκρότημα,  βρίσκεται ακόμη στην αναζήτηση του ήχου που του ταιριάζει καλύτερα  και πατάει γερά στο speed metal είδος. Από συνθετικής και μουσικής άποψης η μπάντα κρατά πολλά κοινά στοιχεία από την πρώτη της προσπάθεια της, προσεγγίζει όμως έντονα το thrash metal είδος, κάτι που σύμφωνα με τον κιθαρίστα τους Marcus Siepen οφείλεται στο γεγονός πως όταν γράφτηκε ο δίσκος, τα μέλη της μπάντας άκουγαν πολύ thrash metal μπάντες όπως οι Testament και οι Forbidden. Αν και πρόκειται για ό, τι πιο heavy έχει να επιδείξει το συγκρότημα, τα power στοιχεία βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στα κομμάτια και θέτουν τις βάσεις για το αριστουργηματικό “Tales From the Twilight World” που θα ακολουθήσει. Είναι μια δουλειά που σε κερδίζει τόσο με τα τεχνικά, γρήγορα και μελωδικά σόλο των συνθέσεων, όσο και με το εντυπωσιακά, γρήγορο και δυνατό παίξιμο από το ντράμερ τους, Thomas Stauch, που πλέον κάνει περισσότερα γεμίσματα μέσα στα κομμάτια. Η φωνή του Hansi Kürsch, είναι αρκετά πιο τραχιά απ ότι στη συνέχεια αλλά πάντα εντυπωσιακή και δένει αρτιότερα με τα κομμάτια. Σημαντικό είναι ακόμη πως παρά το γεγονός ότι το κάθε κομμάτι είναι φτιαγμένο στο ίδιο καλούπι, το καθένα έχει τη δική του μουσική ταυτότητα. Ξεχωριστή στιγμή του άλμπουμ αποτελεί η guest εμφάνιση του Kai Hansen στα φωνητικά του “Valhalla”. Όπως έχει δηλώσει ο  Kürsch λόγο της προαναφερόμενης χρονικής πίεσης, κάποια κομμάτια δεν είχαν τόσο καλή ποιότητα στον ήχο. Αναμφισβήτητα όμως, μέσα από το “Follow the blind”, οι Blind Guardian καταφέρνουν να κάνουν ακόμα πιο αισθητή την παρουσία τους στο χώρο του power metal με μια δουλειά που παραδόξως χαρακτηρίζεται από έντονες thrash επιρροές.

 

A STAR IS BORN

 

Μια από τις πιο καταξιωμένες, σύγχρονες φιγούρες στο χώρο των τυμπάνων, ο Chadwick Gaylord Smith, κοινώς Chad Smith, γίνεται σήμερα 51 ετών. Γεννημένος στη Minnesota των Η.Π.Α., πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Michigan και ξεκίνησε από επτά ετών να παίζει ντραμς. Το πρώτο του σετ αποτελούνταν από απορρίμματα δοχείων παγωτού, που ο πατέρας του πήρε από τα σκουπίδια. Ξεκίνησε να κάνει μαθήματα σε ηλικία περίπου 10 ετών και έμαθε να διαβάζει μουσική. Σιγά – σιγά ανακάλυψε ότι θα μπορούσε να έχει δυνατότερα χτυπήματα χρησιμοποιώντας την τεχνική κρατήματος των μπακετών matched grip και έκανε καθημερινή εξάσκηση. «Ποτέ δεν αναγκάστηκα να παίξω ντραμς, πάντα το ήθελα, γιατί το αγαπούσα. Η μητέρα μου γυρνούσε στο σπίτι και γω έπαιζα όλη μέρα, οπότε αναβόσβηνε το φως για να σταματήσω. Όταν όμως αγαπάς τη μουσική, πρέπει να αφιερωθείς σε αυτό», έχει δηλώσει ο μουσικός. Μεγάλη συμβολή στην αγάπη που ανέπτυξε για τη μουσική είχε ο αδερφός του, Brad. Μέσα από τη συλλογή δίσκων του, ο Chad μυήθηκε στη μουσική των Led Zeppelin, The Who, Queen, Pink Floyd, Jimi Hendrix, Cream, Black Sabbath και Deep Purple. Ανάμεσα στους ντράμερ που θαύμαζε ήταν οι John Bonham, Keith Moon, Roger Taylor, Nick Mason, Mitch Mitchell, Ginger Baker, Bill Ward και Ian Paice. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Smith έπαιζε με διάφορες τοπικές μπάντες σε τοπικά club. Περίπου το 1988, αποφάσισε να πάει στην Καλιφόρνια να επισκεφτεί τον αδερφό του και η ζωή του άλλαξε. Ενώ βρισκόταν εκεί, έμαθε από έναν κοινό φίλο, ότι οι Red Hot Chili Peppers, έψαχναν νέο ντράμερ. Παρά το ότι δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το συγκρότημα και δε γνώριζε πολλά γι αυτούς, δέχτηκε να περάσει τη δοκιμασία της ακρόασης επειδή είχαν δισκογραφικό συμβόλαιο. «Ετοιμάστηκα και αρχίσαμε να ροκάρουμε. Απλά αυτοσχεδιάζαμε. Δεν ήξερα κανένα τραγούδι τους αλλά δεν τους ένοιαζε. Υπήρχε μουσική χημεία μεταξύ μας.» Το επιθετικό στυλ παιξίματός του, εντυπωσίασε τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, αν και το προσωπικό στυλ του Smith, σε συνδυασμό με το hard rock του υπόβαθρο και τη μηχανόβια φύση του δεν είχε σχέση με το δικό τους punk rock στυλ. Ο Anthony Kiedis τον προσέλαβε, αλλά επέμεινε ότι θα έπρεπε να απαλλαγεί από τα μακριά μαλλιά του και την μπαντάνα του. Την επόμενη μέρα, ο Smith εμφανίστηκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, κάτι που τελικά ο τραγουδιστής του συγκροτήματος θαύμασε, βρίσκοντας εντυπωσιακή την επιμονή του. Μέχρι το Δεκέμβρη του 1988 ήταν επίσημα στις τάξεις τους και λίγους μετά ηχογραφούσε μαζί τους. Έχει μείνει σταθερά στη σύνθεση τους μέχρι σήμερα, συμμετέχοντας σε επτά άλμπουμ. Το 2008 ενσωματώθηκε και στο hard rock supergroup, Chickenfoot,  με τους οποίους έχουν κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ. Ένα χρόνο μετά, σχημάτισε το δικό του ορχηστρικό project, τους Chad Smith's Bombastic Meatbats. Η δημιουργία του έγινε με κάποιους φίλους με τους οποίους έπαιζαν για τον Glenn Hughes. Έχει συνεργαστεί και με άλλους μουσικούς, όπως οι: The Dixie Chicks, Kid Rock, George Clinton Brandi Carlile, και Outernational. Ο Αμερικανός είναι 87ος στη λίστα του Rolling Stone με τους 100 κορυφαίους ντράμερ όλων των εποχών. Έχει μπει επίσης στο βιβλίο Γκίνες έχοντας παίξει στο μεγαλύτερο ντραμ κιτ του κόσμου, αποτελούμενο από 308 κομμάτια. Στην προσωπική του ζωή, έχει παντρευτεί δύο φορές, με τρεις γιους από το δεύτερο γάμο του. Έχει ακόμα τρία παιδιά από προηγούμενες σχέσεις του.

 

 

Τα 57 του χρόνια κλείνει ο Γερμανός κιθαρίστας και συνθέτης των Scorpions, Matthias Jabs. Πριν από αυτούς, είχε παίξει σε μπάντες όπως οι Lady, Fargo και Deadlock. Το 1978, όταν αποχώρησε ο Ulrich Roth από τους Scorpions, έγινε ο αντικαστάτης του. Αρχικά έμεινε για λίγο μαζί τους, αφού ο Michael Schenker, μικρός αδερφός του Rudolf Schenker, αποφάσισε να αφήσει το δικό του συγκρότημα, τους UFO και εξέφρασε την επιθυμία του να επιστρέψει στους Scorpions από τους οποίους είχε φύγε το 1972. Τελικά ο Michael Schenker αποδείχτηκε αναξιόπιστος και συχνά απουσίαζε από τις ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας. Ο Jabs ξαναγύρισε και από τότε παραμένει σταθερό μέλος των Scorpions. Το στυλ παιξίματός του, έπαιξε μεγάλο ρόλο στον ήχο τους και στην μεγάλη επιτυχία που σημείωσαν στη δεκαετία του ’80. 

 

Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments