Σαν σήμερα 26 Σεπτεμβρίου… Shout at the devil: Μια μεγάλη κυκλοφορία των Mötley Crüe, εν μέσω άφθονων ποτών, ναρκωτικών και άγριων γυναικών! – Running Wild: Οι πειρατές ρίχνουν άγκυρα στο Port Royal!

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

 

Βρισκόμαστε στο 1983 και συναντάμε τους Mötley Crüe πραγματικά στα ντουζένια τους. Τα παιδιά απολαμβάνουν την ανεμελιά τους, εφαρμόζοντας το γνωστό τρίπτυχο «Drink, fuck and do drugs». Συνεχίζουν με τη φόρα που τους έχει δώσει το εμπνευσμένο, γεμάτο φρέσκο ήχο, “Too Fast For Love” ντεμπούτο άλμπουμ τους και επιστρέφουν δύο χρόνια μετά με μια από τις πιο αναγνωρίσιμες δουλειές τους το Shout at the Devil. Αξιοποιούν όλη τους τη ζωντάνια και την ενέργεια, δίνουν μια πιο heavy προσέγγιση στον ήχο τους και χωρίς κάτι το πολύπλοκο στη μουσική τους, παραθέτουν μια σειρά από δυνατά, ευφάνταστα  heavy riff που κλείνουν μέσα τους φρεσκάδα και δύναμη. Η δομή των τραγουδιών είναι πιο ώριμη με πολύ καλή ενορχήστρωση, ο ήχος τους είναι περισσότερο ποικιλόμορφος και η μουσική τους γκάμα διευρυμένη. Η μπάντα δείχνει πως έχει ένα σκοπό, μια φιλοδοξία και ένα μουσικό όραμα που εκφράζεται χρησιμοποιώντας τον εφετζίδικο χαρακτήρα της Glam Metal  ενσωματώνοντας παράλληλα και πολλά κλασσικά metal στοιχεία. Τα κομμάτια έχουν το καθένα το δικό τους χαρακτήρα και δεν επαναλαμβάνονται με την παραγωγή να συμβάλλει στην ανάδειξή τους. Ο μπασίστας Nikki Sixx δείχνει το συνθετικό του ταλέντο αλλά και το εκτελεστικό του, ο Mick Mars αν και δεν είναι ο αρτιότερος κιθαρίστας, είναι άκρως ικανοποιητικός στα κιθαριστικά του καθήκοντα εκτελώντας εμπνευσμένα και έξυπνα σολαρίσματα που δίνουν μια ευχάριστη πνοή στις συνθέσεις, αποδεικνύοντας ότι το  το στυλ του ταιριάζει άψογα στην μπάντα. Ο Tomy Lee κάνει πολύ καλή δουλειά στα ντραμς, δείχοντας πιο ώριμος και το παίξιμο του είναι πιο επιβλητικό από πριν, ενώ και οι ερμηνείες του Vince Neil είναι πιο δυνατές, διατηρώντας αυτό το ζωντανό και βρώμικο στυλ, συνώνυμο των Mötley Crüe. Το Shout at the Devil όπως έχουν δηλώσει οι ίδιοι είναι ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε με τη «βοήθεια» άφθονης ποσότητας μπύρας  Foster’s Lager και  Budweiser, Bombay Gin, πολλών Jack Daniels, Kahlua και Brandy, κοκαΐνης και άγριων γυναικών. Είναι ότι πιο heavy έχει δημιουργήσει ποτέ το συγκρότημα και κάθε μετέπειτα κυκλοφορία τους μοιάζει καταδικασμένη να ζει στη σκιά του.

 

 

 

Σαν σήμερα, το 1988, οι πειρατές της metal Running Wild, έχοντας ξεκινήσει το ταξίδι τους πέντε χρόνια πριν, κάνουν την πρώτη τους μεγάλη αποβίβαση στην επιτυχία. Με το δίσκο Port Royal  έρχονται να μπουν πιο βαθιά στην πειρατική θεματολογία, δίνοντας μια μοναδική υπόσταση στον ήχο και το ύφος της. Είναι δύσκολο να ακούσεις μερικές νότες έστω από το συγκεκριμένο άλμπουμ και να μην τους αναγνωρίσεις. Η τέταρτη κυκλοφορία της μπάντας, είναι μία από τις καλύτερες που έχει να επιδείξει η δισκογραφία  του συγκροτήματος. Οι Γερμανοί ουσιαστικά συνεχίζουν τη φόρμουλα της προηγούμενης δουλειάς τους  “Under Jolly Roger”, μόνο που εδώ την εξελίσσουν και την τελειοποιούν. Δυνατό χαρακτηριστικό του Port Royal είναι η φοβερή του ενέργεια και η καταπληκτική του ατμόσφαιρα που σε βάζει αμέσως στο κατάστρωμα του πλοίου για ένα διασκεδαστικό ταξίδι σε μουσικούς ωκεανούς. Η δομή του είναι άρτια, τα κομμάτια  εξαιρετικά, λαμβάνοντας διαστάσεις ύμνων σε περιπτώσεις όπως το “Conquistadores” ή το “Uaschitschun”.  Ο ήχος είναι κλασσικός heavy metal συνδυαζόμενος με την τέλεια ανάμιξη από speed και power metal, τα γεμάτα γρέζι φωνητικά του Rolf Kasparek είναι τα ιδανικά, οι κιθάρες ζωντανές, εξαπολύουν μπόλικα πιασάρα riff, το μπάσο σωστό και τα τύμπανα βγάζουν τρομερή δύναμη. Είναι εμφανές ότι οι Running Wild μπήκαν στο στούντιο και έφτιαξαν έναν δίσκο με έντονη αυτοπεποίθηση, εναρμονίζοντας τις υψηλές ταχύτητες με τρομερό ρυθμό και φοβερές μελωδίες. Αυτή η τόσο καλή δουλειά στο σύνολο της αδικείται μόνο από την παραγωγή της, που δεν επιτρέπει στα όργανα να ακουστούν όπως θα έπρεπε. Το Port Royal, η χαρά κάθε μεταλλά της δεκαετίας των 80’s, έχει πουλήσει μέχρι σήμερα κοντά στα δύο εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και αφήσει το δικό του στίγμα στην ιστορία της metal.

 

 

Δώδεκα χρόνια πριν, οι Αμερικανοί Burn the Priest, όπως τους γνωρίσαμε από την πρώτη τους δουλειά, μετονομάζονται σε  Lamb of God και μας ξανασυστήνονται, μέσα από το άλμπουμ τους New American Gospel, το πρώτο με τον κιθαρίστα Willie Adler στη σύνθεσή τους. Το πιο σημαντικό στοιχείο για το εν λόγω άλμπουμ, είναι ότι εδώ συναντάμε τον πρώιμο ήχο της μπάντας που στη συνέχεια θα εξελιχθεί και θα ωριμάσει γεννώντας ανώτερες κυκλοφορίες. Έχοντας πρώτυπα και θαυμάζοντας κατά βάση τους Pantera, δημιουργούν έναν ήχο με πολλές επιρροές από αυτούς με αρκετά βίαιο και βάρβαρο χαρακτήρα. Όλα στο “New American Gospel” είναι έντονα, τα riff, τα ντραμς, τα φωνητικά... Φαίνεται όμως πως ενώ υπάρχει μια κεντρική ιδέα, ένας στόχος, δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο αποτέλεσμα. Υπάρχουν πολλές ελλείψεις, τόσο στο συνθετικό τομέα όσο και στα φωνητικά και την παραγωγή. Όσον αφορά τη σύνθεση των κομματιών, είναι χτισμένα γύρω από τα δυνατά τύμπανα του Chris Adler, τα οποία είναι και το μεγαλύτερο προτέρημα του άλμπουμ, με τον ντράμερ να βγάζει απίστευτο ταλέντο. Τα riff είναι ταχύτατα, προσφέρονται για έντονο headbanging, κινούνται όλα όμως στο ίδιο πνεύμα και καταντούν μονότονα. Τα φωνητικά του Randy Blythe είναι αυτά που δημιουργούν τις πιο αντιφατικές κριτικές. Άλλοι τα βρίσκουν να «σκοτώνουν» και άλλους απλά τους «σκοτώνουν».  Είναι οι σφοδρές του κραυγές που σε στιγμές γίνονται τόσο διαπεραστικές που γίνονται ενοχλητικές. Η παραγωγή είναι ιδιαίτερα κακή συμβάλλοντας αρνητικά στο αποτέλεσμα. Οι Lamb of God βρίσκονται ακόμη στο ξεκίνημα και φαίνεται ότι ακόμα δεν είναι τόσο οργανωμένοι. Είναι μεγάλο υπέρ του όμως ότι προσπαθούν να θέσουν τα θεμέλια του ήχου τους, μαθαίνουν τελικά από τα λάθη τους και η συνέχεια τους βρίσκει να βελτιώνονται συνεχώς, χωρίς ποτέ να συμβιβάζονται. 

 

 

 

A STAR IS BORN

 

 

50 ετών γίνεται σήμερα ο κιθαρίστας Al Pitrelli γνωστός από τη θητεία του στους  Trans-Siberian Orchestra, Megadeth, Alice Cooper, Joe Lynn Turner, Asia και Savatage. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και το μικρόβιο της μουσικής μπήκε μέσα του στην ηλικία των δύο ετών, όταν είδε στην τηλεοπτική εκπομπή “The Ed Sullivan show” τους Beatles. Μεγαλώνοντας, όπως έχει πει ο ίδιος, δεν είχε πολλές επιλογές όσον αφορά το ραδιόφωνο, αγαπώντας όμως τη μουσική άκουγε ό,τι έπαιζε. Στο σχολείο υπήρχαν δύο κατηγορίες παιδιών. Τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο και μπάσκετ και αυτά που συμμετείχαν σε κάποια μπάντα. Εκείνος μπήκε σε μία και έπαιζε τρομπέτα. Γνώριζε να παίζει και κιθάρα αλλά αυτό εκτός σχολικού προγράμματος, αφού εκείνη την εποχή η κιθάρα δεν αναγνωριζόταν ως σοβαρό μουσικό όργανο. Έτσι κι εκείνος έφτιαξε ένα συγκρότημα όπου έπαιζαν όλη τη δημοφιλή μουσική της εποχής στα μέσα των 70’s, όπως Skynyrd, Zeppelin, KISS, Aerosmith κ.α. Το όνομα της μπάντας ήταν The Jake Lezley band και ο λόγος που τη βάφτισαν έτσι είναι γιατί μιμούμενοι τους Lynyrd Skynyrd που  είχαν ονομάσει έτσι το συγκρότημα από έναν καθηγητή γυμναστικής που είχαν στο γυμνάσιο, τον Leonard Skinner, είπαν κι εκείνοι να δώσουν στην μπάντα τους το όνομα του μαθηματικού τους που μισούσε τη rock and roll. Αφού παρακολούθησε μερικά εξάμηνα στο Berklee College of Music της Βοστώνης, αποφάσισε πως δεν ήταν γι αυτόν. Έτσι επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και  ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στη μουσική με τον πατροπαράδοτο τρόπο, παίρνοντας δηλαδή τους δρόμους της πόλης. Αξιοποιούσε το χρόνο του παραδίδοντας μαθήματα κιθάρας, παίζοντας για διάφορες μπάντες και εξασφαλίζοντας τα προς το ζην όσο καλύτερα μπορούσε.  Το 1989 ο Pitrelli έλαβε ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο που του έλεγε πως ο Alice Cooper χρειαζόταν ένα μουσικό διευθυντή, ένα είδος μάνατζερ. Αποφάσισε έτσι να πάει στο L.A. όπου εκεί άρχισε να βγάζει καλά λεφτά. Η δουλειά  κατά τον ίδιο, τον έμαθε να κλείνει συμφωνίες με συγκροτήματα, να κάνει διαπραγματεύσεις για  χρήματα ή ναρκωτικά, πώς να τα βγάζει πέρα με το υπερβολικό αλκόολ και το lifestyle και γενικά πολλά χρήσιμα πράγματα. Έμεινε με τον Cooper, παίζοντας και κιθάρα παράλληλα, από το 1989 ως το 1991. Στη συνέχεια ήταν για λίγο στους Vertex, την μπάντα του Stephen Pearcy των Ratt και συμμετείχε και σε δύο άλμπουμ των Asia. Το 1995, ενσωματώνεται στους Savatage και παίζει κιθάρα για τα άλμπουμ “Dead Winter Dead” και “The Wake of Magellan”, ενώ έχει βοηθήσει στο άλμπουμ Poets and Madmen. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στους Savatage, του γίνεται  πρόταση από τον παραγωγό τους Paul O'Neill να συμμετέχει στο project Trans-Siberian Orchestra και ο κιθαρίστας δέχεται. Το 2000 που ο Marty Friedman αποχωρεί από τους Megadeth, ο ντράμερ της μπάντας  Jimmy DeGrasso, λέει τα καλύτερα στον Mustaine για τον Pitrelli τον οποίο γνώριζε από την εποχή που συνεργαζόταν με τον Alice Cooper. Εκείνη την εποχή οι Megadeth κάνουν περιοδεία στο Vancouver και η «ακρόαση» από την οποία καλείται να περάσει ο κιθαρίστας είναι να παίξει μπροστά σε χιλιάδες κόσμο, κάτι για το οποίο ειδοποιείται 15 λεπτά πριν από το σόου και το δέχεται σοκαρισμένος αφού δεν είχε κάνει ούτε μία πρόβα. Στα δύο χρόνια που έμεινε στους Megadeth, συμμετείχε στο live CD – DVD τους  “Rude Awakening” καθώς και στο άλμπουμ “The World Needs a Hero”. Όταν η μπάντα σταμάτησε τις δραστηριότητες λόγω του τραυματισμού του ηγέτη της, ο κιθαρίστας επέστρεψε στους Savatage και συνέχισε τη δουλειά του με τους Trans-Siberian Orchestra. Πρόσφατα ο Pitrelli συνεργάστηκε με την πρώην γυναίκα του Jane Mangini για ένα project με τίτλο “O'2L”, που χάρισε και στους δύο μουσικούς την κριτική αποδοχή. Τους χειμερινούς μήνες οι δυο τους έκαναν και περιοδεία με τους Trans-Siberian Orchestra.

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments