ALBUM ANNIVERSARY
Ένα πραγματικά αγαπημένο, μνημειακό άλμπουμ, από αυτά που βρίσκονται στο εικονοστάσι κάθε πραγματικού metalhead., κλείνει σήμερα 28 χρόνια ζωής. Ο λόγος για το “Ride the lightning” , τη δεύτερη δουλειά των Metallica. Οι λέξεις είναι λίγες για να περιγράψουν την ανεξάντλητη δύναμη και την ομορφιά αυτού του αριστουργηματικού δίσκου, που προοικονομεί την μεγάλη επιτυχία και την παγκόσμια αναγνώριση των Αμερικανών που θα ακολουθήσει. Στη δεύτερη δουλειά της, η μπάντα εξελίσσεται και ο ήχος της, λιγότερος ωμός και ακατέργαστος, ωριμάζει. Το επιθετικό στυλ εξακολουθεί να υπάρχει αλλά ολόκληρος ο δίσκος διακατέχεται από μια σκοτεινή ατμόσφαιρα με γερές δόσεις μελωδίας. Βάζοντας τον στο πικάπ ένα αίσθημα χαλαρότητας σε κυριεύει, ακούγοντας την ακουστική εισαγωγή του “Fight Fire with Fire”. Αυτό για 42 δευτερόλεπτα, όταν και μπαίνουν τα καταιγιστικά riff της κιθάρας οπότε δίνεται το έναυσμα για ασταμάτητο headbanging. Αυτό είναι και το πνεύμα όλου του άλμπουμ. Γκάζι, ως το τέρμα ανά στιγμές, φρένο και πάλι γκάζι. Από τα 8 κομμάτια τα 6 είναι all time classic της ιστορίας των Metallica, γεγονός που οφείλεται και στο ότι όλα τα μέλη της μπάντας έχουν προσαρμοστεί πλήρως, έχοντας αποκτήσει άριστες σχέσεις συνεργασίας μεταξύ τους που τους βοηθά στο να δημιουργήσουν ένα ώριμο, αριστουργηματικό άλμπουμ. Η παραγωγή αυτή τη φορά είναι πολύ καθαρή, τόσο που να ακούγεται ευκρινώς και το μπάσο του Cliff Burton μέσα στις μαινόμενες κιθάρες. Τα φωνητικά του Hetfield είναι γεμάτα ένταση, χωρίς τόσα ουρλιαχτά του “Kill ‘em all” αλλά περιέχουν το μίσος αναμεμειγμένο με τη βραχνάδα της φωνής του. Η διαχρονικότητα είναι συνώνυμο του “Ride the lightning” , αφού όσα χρόνια και αν περάσουν ακούγεται το ίδιο ευχάριστα λες και κυκλοφόρησε χθες.
Δεκαεννιά χρόνια πριν, οι Αμερικανοί Smashing Pumpkins κάνουν το δεύτερο δισκογραφικό τους βήμα με το “Siamese Dream”, ένα άλμπουμ εξαιρετικό υπόδειγμα μουσικής ποικιλομορφίας. Μέσα στην όλη άνθιση της grunge και της alternative, οι Pumpkins κυκλοφορούν μια δουλειά στην οποία καταφέρνουν να χωρέσουν επιρροές από κλασσική ροκ και ποπ, μέχρι heavy metal, ψυχεδελική και progressive ροκ. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι άστοχο να κατατάξεις το δίσκο σε μια κατηγορία, αφού εδώ οι ταμπέλες απλά δε χωράνε. Κάθε κομμάτι είναι ποιοτικό, έχει το δικό του μοναδικό ήχο με μελωδίες που σαγηνεύουν, και ψυχεδελικά ογκώδη riff που αντικαθίστανται με πολλά στρώματα κιθάρας σε πιο σκληρό ήχο. Στην περίπτωση δε, του “Disarm” γίνεται και χρήση βιολιού, τσέλο και άλλων κρουστών. Τα φωνητικά του Billy Corgan ταιριάζουν ιδανικά λες και η μουσική φτιάχτηκε για τη φωνή του. Το άλμπουμ εκτός των άλλων μπορεί να περηφανεύεται για την υψηλού επιπέδου παραγωγή του που περιλαμβάνει περίτεχνες λεπτομέρειες σε σύγκριση με άλλες κυκλοφορίες του είδους του τη δεκαετία του ’90. Όπως έχει δηλώσει άλλωστε ο ίδιος ο frontman της μπάντας, στόχος τους ήταν να δημιουργηθεί μια αίσθηση ηχητικού βάθους. Οι στίχοι του δίσκου είναι απλώς ποίηση, γεμάτοι συναίσθημα και τέλεια εναρμονισμένοι με το συνολικό ύφος του. Τα θέματα που αγγίζει ποικίλλουν. Οι περισσότεροι έχουν γραφτεί από τον Corgan για τη φίλη του και μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία είχαν χωρίσει όταν έγραφε τα τραγούδια. Κατά τα άλλα το κομμάτι “Today" έχει ως θέμα του την κατάθλιψη και τις αυτοκτονικές σκέψεις, το “Cherub Rock" εξαπολύει επίθεση κατά της Αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας ενώ το “Spaceboy” είναι αφιερωμένο στον ετεροθαλή αδελφό του. Το “Siamese Dream” εκφράζει την πραγματική τέχνη και συστήνεται σε όποιον αγαπάει τη μουσική πραγματικά, χωρίς να είναι κολλημένος σε κάποιο μουσικό είδος.
Και από την απόλυτη επιτυχία ας περάσουμε στην απόλυτη αποτυχία, δυσάρεστη συναισθηματικά εξέλιξη, που οι Quiet Riot ένιωσαν για τα καλά στο πετσί τους, 28 χρόνια πριν, το 1984. Όταν έχεις γνωρίσει την απόλυτη επιτυχία, με ένα άλμπουμ όπως το “Metal Health” ένα χρόνο νωρίτερα, ή θα την διαχειριστείς σωστά, με σύνεση και ψυχραιμία ή θα πέσεις στην παγίδα της επιπολαιότητας και θα την πατήσεις. Κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα για τους Αμερικανούς, που προκειμένου να επωφεληθούν την επιτυχία από την προηγούμενη δουλειά τους, έγραψαν βιαστικά το “Condition Critical”, που ακούγεται σαν μια κακή επανέκδοση του “Metal Health”. Η έλλειψη ιδεών και έμπνευσης είναι προφανής, τα κομμάτια μέτρια στην πλειοψηφία τους και ορισμένες φορές βαρετά. Εκτελεστικά υπάρχει επίσης πρόβλημα, τα riff είναι αδύναμα όπως και η συνολική ταχύτητα του μπάσου και τελικά το μόνο που σώζεται πέρα από ένα – δυο κομμάτια ίσως, είναι η καλή του παραγωγή. Παρ όλα αυτά ο δίσκος σημείωσε πολύ ικανοποιητικές πωλήσεις, προφανώς χάρη στον απόηχο της επιτυχίας του προκατόχου του.
A STAR IS BORN
Τα 48 του χρόνια κλείνει σήμερα, ο μπασίστας Rex Brown, που υπήρξε για χρόνια μέλος της σύνθεσης των Pantera, πρώην μέλος των Down και νυν των Kill Devil Hill. Σε ηλικία 18 ετών, κάνει το ουσιαστικό ξεκίνημα της καριέρας του στους Pantera δεχόμενος την πρόσκληση του Vinnie Paul, με τον οποίο ήταν συμμαθητές, και των υπολοίπων για να αντικαταστήσει τον Tommy Bradford που αποχώρησε μετά από ένα χρόνο παραμονής του στην μπάντα. Μέχρι το 1990 και την κυκλοφορία του “Cowboys from hell” εμφανίζεται με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Rexx Rocker. Αποτελεί αναπόσπαστο μέλος τους ως το 2003 που διαλύονται απολαμβάνοντας μαζί τους την τεράστια επιτυχία που σημείωσαν τη δεκαετία του ’90. Στη συνέχεια ενσωματώνεται στους Down, τη μπάντα του Phil Anselmo, ως αντικαταστάτης του μπασίστα Todd Strange. Συμμετέχει στο δεύτερο άλμπουμ τους το 2002 και μετά την παύση της μπάντας για τέσσερα χρόνια, δουλεύει μαζί τους για την τρίτη κυκλοφορία τους, το “Down III: Over the under”. Κάπου εκεί όμως, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι διαφορετικό, χρειάζεται μια αλλαγή, οπότε αποχωρεί. Η αλλαγή αυτή έρχεται με την ίδρυση μιας νέας μπάντας, των Kill Devil Hill, τη σύνθεση των οποίων συμπληρώνουν οι Vinny Appice , Mark Zavon και Dewey Bragg. Ο ήχος τους σύμφωνα με τον Rex κινείται μεταξύ Black Sabbath και Alice in Chains με λίγα στοιχεία από Led Zeppelin. Κατά τα άλλα, ο μπασίστας έχει δουλέψει για το άλμπουμ του Jerry Cantrell των Alice in Chains, “Boggy Depot” καθώς και το “Lifesblood for the drowntrodden” των Cowbar. Έχει παίξει μπάσο τις χρονιές 2004 και 2005 στους Cowbar και το 2008 στους Cavalera Cospiracy. Συμμετείχε στο project Arms of the Sun δουλεύοντας πάνω σε 13 κομμάτια , το Φεβρουάριο όμως του 2011 αποχώρησε.
A STAR FALLS
Έντεκα χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του μπασίστα των Lynyrd Skynyrd, Leon Wilkeson. Γεννημένος στις 2 Απριλίου του 1952 και μεγαλωμένος στη Florida των Η.Π.Α., κατά την εφηβεία του o Wilkeson είχε γίνει τεράστιος φαν των Beatles και ξεκίνησε να μαθαίνει μπάσο προκειμένου να μιμηθεί τον αγαπημένο του καλλιτέχνη Paul McCartney. Σε ηλικία 14 ετών είχε παρατήσει τα διαβάσματά του για να αφοσιωθεί εκεί ώσπου μια μέρα κάποια συμμαθήτρια του, του είπε ότι ο αδερφός της έψαχνε μπασίστα για την μπάντα του. Ο αδερφός της, που τύχαινε να είναι ο Ronnie Van Zant, συνεργάστηκε με τον Wilkeson για την τοπική του μπάντα, τους Collegiates. Λόγω όμως της κατακόρυφης πτώσης των βαθμών του, αποχώρησε από του γκρουπ μετά από εντολή των γονιών του. Στη συνέχεια ενσωματώθηκε στους King James Version μια άλλη τοπική μπάντα. Παράλληλα άρχισε να μελετάει το “lead bass” στυλ και μέχρι τις αρχές του ’70 είχε γίνει ένα από τους κορυφαίους μπασίστες στο Jacksonville που έμενε. Στους κόλπους των Lynyrd Skynyrd εντάχθηκε όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον Larry Junstrom. To 1973, που το συγκρότημα υπέγραψε σε εταιρεία παραγωγής, ο Wilkeson άρχισε να νιώθει ανασφαλής λίγο πριν τις ηχογραφήσεις για το πρώτο τους άλμπουμ και επέστρεψε στο Jacksonville . Οι Skynyrd πήραν άλλον για να ηχογραφήσει τα μέρη του μπάσου, αλλά καθώς οι πρόβες προχωρούσαν, αυτός το ξανασκέφτηκε, εξέφρασε στον Van Zant την επιθυμία του να επιστρέψει και έγινε δεκτός. Μετά το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα του 1977, ο Wilkeson όπως και οι υπόλοιποι επιζήσαντες, θέλησε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Συμμετείχε μετά από δύο χρόνια στο άλμπουμ μιας τοπική μπάντας, των Alias. To 1980 τα περισσότερα εναπομείναντα μέλη των Skynyrd αποφάσισαν να σχηματίσουν μια μπάντα, τους Rossington Colllins Band. Ο μπασίστας, του οποίου το αριστερό χέρι είχε πάθει τόσο μεγάλη ζημιά στο δυστύχημα που οι γιατροί εξέταζαν το ενδεχόμενο του ακρωτηριασμού, ανέκαμψε πλήρως τελικά, απλώς χρειαζόταν να παίζει μπάσο σε πιο όρθια θέση, γιατί δεν θα μπορούσε να επεκταθεί πλήρως το χέρι του. Μολονότι οι Rossington Colllins Band, ξεκίνησαν καλά, με το πρώτο τους άλμπουμ να σημειώνει επιτυχία, λίγο μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους, το 1982, διαλύθηκαν. Ο μουσικός επέλεξε να παραμείνει με τον κιθαρίστα Allen Collins, στο συγκρότημα The Allen Collins Band και κυκλοφόρησαν μόνο ένα άλμπουμ. Από τότε η μοναδική εμφάνιση του ήταν για λίγο καιρό στους Vision που συμμετείχε και ο Billy Powel. To 1987, οι δυο τους συμφώνησαν σε μια επανένωση των Lynyrd Skynyrd με τον μικρότερο αδερφό του Van Zant, Johnny, στα φωνητικά. Το συγκρότημα έκανε αρκετές πετυχημένες περιοδείες και κυκλοφορίες δίσκων μέχρι που ένα άλλο ατύχημα, στις αρχές του ‘90 παραλίγο να κοστίσει τη ζωή στο μπασίστα. Ο κιθαρίστας, Ed King, βρήκε τον Wilkeson με κομμένο λαιμό να αιμορραγεί έντονα μέσα στο λεωφορείο που είχαν για τις περιοδείες του. Δε μαθεύτηκε ποτέ τι είχε συμβεί αλλά ευτυχώς διέφυγε τον κίνδυνο. Στις 27 Ιουλίου του 2001 όμως, ήρθε το τελικό χτύπημα της μοίρας για το μουσικό που βρέθηκε νεκρός σε δωμάτιο ξενοδοχείου στη Florida, σε ηλικία 49 ετών. Πάσχοντας από χρόνια ηπατική και πνευμονική νόσο πέθανε από φυσικά αίτια.
Για το RockOverdose.gr: Χαρά Νέτη