Σαν σήμερα 28 Σεπτεμβρίου… George Lynch: 58 ετών ο καταξιωμένος κιθαρίστας των Lynch Mob και Dokken, τον ηγέτη των οποίων θεωρεί πλέον ξεδιάντροπο!

A STAR IS BORN

Τα 58 του χρόνια κλείνει ο κιθαρίστας και συνθέτης George Lynch. Γεννημένος στην Ουάσιγκτον, ξεκίνησε να παίζει κιθάρα από τα δέκα του χρόνια και ταλαντούχος καθώς ήταν, μαζί και με αρκετή εξάσκηση, μπόρεσε να βελτιώσει την τεχνική του φτάνοντας στην εφηβεία του να παίζει με διάφορες μπάντες. Στα 25 του πέρασε από ακρόαση για τη θέση lead κιθαρίστα στον Ozzy Osbourne, έχασε όμως τη θέση από τον Randy Rhoads. Το1982 μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, προσλήφθηκε από τον Ozzy για τρεις μέρες αλλά τελικά ο τραγουδιστής το μετάνιωσε και συνέχισε με τον Jake E. Lee. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Lynch μετακόμισε στο Los Angeles, όπου σχημάτισε δύο συγκροτήματα, τους The Boyz και τους Xciter. Τον καιρό που έπαιζε στους Xciter, γνωρίστηκε με τον Don Dokken και μαζί και με τον Mick Brown ενσωματώθηκαν στη σύνθεση των Dokken. Μέσα από τη δουλειά του και συμμετέχοντας σε επιτυχημένες κυκλοφορίες της μπάντας όπως  τα “Under Lock and  Key” και “Back For The Attack”, o Lynch αύξησε τη φήμη του για την εφευρετικότητα του στην κιθάρα και την εκτελεστική του ικανότητα. Το 1989, μετά από εντάσεις στους κόλπους των Dokken με τον τραγουδιστή, ο κιθαρίστας αποχώρησε και συνέχισε σχηματίζοντας τους Lynch Mob, το στυλ των οποίων διέφερε ως προς την πολυπλοκότητα στους στίχους, τις συνθέσεις και τη δομή των κομματιών, σε σχέση με τους Dokken. Αφού κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ έκανε μια παύση για να χαρεί τη γυναίκα και την κόρη του και επανήλθε με την πρώτη σόλο δουλειά του το 1993. Ένα χρόνο μετά ο κιθαρίστας, δέχεται να συμμετέχει στο reunion των Dokken και η μπάντα κυκλοφορεί το μη επιτυχημένο “Dysfunctional” και το “Shadowlife”, το 1996, που σηματοδότησε την αποχώρηση τους από το rock προς έναν περισσότερο alternative ήχο. Οι εντάσεις μεταξύ του Lynch και του Don Dokken ξέσπασαν και πάλι και ο κιθαρίστας αποχώρησε. Έτσι ήρθε και ο επανασχηματισμός των Lynch Mob, οι οποίοι το 1999, εμφανίστηκαν με ανανεωμένο μουσικό στυλ, ελκυστικότερο για νεότερο ηλικιακά μουσικό ακροατήριο μέσα από το άλμπουμ "Smoke This". Το 2008, το άλμπουμ “Let the Truth Be Known” κυκλοφόρησε υπό το όνομα των Souls of We, αλλά η περιοδεία που ακολούθησε ήταν και πάλι ως Lynch Mob. Μέχρι το 2011 είχε άλλα δύο άλμπουμ στο ενεργητικό του. Η ιστορία με τους Dokken συνέχισε, όταν την ίδια χρόνια διαδόθηκαν φήμες για νέα επανένωσή τους. Τελικά κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, με τον Lynch να δείχνει ως υπαίτιο για την αρνητική αυτή εξέλιξη τον  Don Dokken, τον οποίο λίγο ως πολύ χαρακτήρισε ξεδιάντροπο, προσθέτοντας πως δεν τρέφει κανένα σεβασμό για το πρόσωπό του, αφού ενσαρκώνει ό,τι μισεί σε αυτή τη δουλειά και πως ήταν πάντα ο λιγότερο δημιουργικός απ όλους, απλά έδειχνε σημαντικός ξεγελώντας τους μουσικούς παράγοντες. 

 

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

Ο καλύτερος και πιο σημαντικός δίσκος στην καριέρα των Savatage σύμφωνα με τον ίδιο τον Jon Oliva, το “Hall of the Mountain King” συμπληρώνει σήμερα 25 χρόνια ζωής. Μετά το πολύ μέτριο “Fight for the rock”, το συγκρότημα χρειάζεται μια δυνατή δουλειά για να επανέλθει στα μουσικά δρώμενα κάνοντας αισθητή την παρούσια του. Αυτό και πετυχαίνει, μέσα από ένα άλμπουμ ορόσημο της καριέρας τους, βασισμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα φαντασίας.  Η συνταγή της επιτυχίας συνίσταται στην τελειοποιημένη μορφή του αρχικού τους ήχου, με πολλά power στοιχεία στα οποία προστίθεται και μια πρώτη αναζήτηση και ενσωμάτωση progressive επιρροών, που πρόκειται να χαρακτηρίσουν τον ήχο μελλοντικών τους κυκλοφοριών. Στη νέα μουσική τους κατεύθυνση συμβάλλει και  ο παραγωγός τους Paul O'Neill, ο οποίος πιστώνεται και το αποτέλεσμα μιας πολύ καλής παραγωγής για τα δεδομένα της εποχής. Τα κομμάτια του είναι ξεχωριστά, ποικιλόμορφα ως προς τη δομή τους, με ταχύτητες που εναλλάσσονται και δυνατά, καθαρά, ατμοσφαιρικά riff. Η φωνή του Jon Oliva, είναι σε άριστο επίπεδο και δένει με τα τραγούδια καλύτερα από ποτέ ίσως. Οι κριτικές που έλαβε το “Hall of the Mountain King” ήταν εξαιρετικές και η αποδοχή του από τους οπαδούς κάτι παραπάνω από θερμή. Είναι ένα από πιο σημαντικά heavy metal των 80’s, απαραίτητο για μια ενημερωμένη δισκοθήκη. 

 

 

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, οι HammerFall συστήθηκαν στο metal κοινό με ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο άλμπουμ. Ένα χρόνο μετά, σαν σήμερα, το 1998, ήρθαν για να αποδείξουν ότι η επιτυχία του ξεκινήματός τους, μόνο τυχαία δεν ήταν. Το Legacy of Kings, δεύτερη δουλειά των Σουηδών, ανεβάζει τον πήχη ακόμα ψηλότερα, συγκεντρώνοντας εγκωμιαστικά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Power metal ήχος που εκπέμπει φρεσκάδα, καθαρός και επιδέξιος, εξαιρετικές κιθάρες, πιασάρικα ρεφρέν και καλογραμμένοι στίχοι είναι μερικά από τα στοιχεία που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Τα παραδοσιακά heavy metal πατήματα δε λείπουν, ενώ τα επικά στοιχεία έχουν κυρίαρχη θέση, όπως και τα γρήγορα, τεχνικά σόλο με τις γεμάτες μελωδίες. Ο Joacim Cans πιάνει φοβερή ερμηνευτική απόδοση, τραγουδώντας σε υψηλούς τόνους με πολύ ομαλό τρόπο όμως, ενώ στα μεγάλα συν του άλμπουμ περιλαμβάνονται και τα απίστευτα χορωδιακά φωνητικά. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Σουηδοί βελτιώνονται από πριν, γίνονται πιο τεχνικοί και δικαιολογημένα βάζουν μια υποψηφιότητα ανάμεσα  στις μεγαλύτερες δυνάμες της power metal σκηνής της δεκαετίας του ’90. 

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments