Σαν σήμερα 5/12… Μια βόλτα στα σκοτεινά μονοπάτια των Helloween! Ακόμη: Τρεις Αμερικάνοι του χώρου έχουν τιμητική τους!

ALBUM ANNIVERSARY

Δώδεκα χρόνια πριν, οι Helloween κυκλοφορούν την πιο σκοτεινή τους δουλειά, το The Dark Ride. Η ανοδική τροχιά στην οποία κινούνταν η μπάντα μέσα από τα δύο προηγούμενα άλμπουμ της,  έχοντας ξεπεράσει μια δύσκολη εποχή που σημαδεύτηκε από διάφορα προβλήματα και αλλαγές στη σύνθεσή της, πλέον φτάνει σε κορυφαία επίπεδα. Οι Γερμανοί μέσα από την πιο ποικιλόμορφη κυκλοφορία της καριέρας τους, μας δείχνουν πως είναι από τα λίγα power metal συγκροτήματα, που χαρακτηρίζονται για την τεράστια δημιουργικότητα τους και το ταλέντο τους στη σύνθεση λαμπρών κομματιών. Πρωτοτυπώντας όσο ποτέ άλλοτε, μας προσφέρουν ένα άλμπουμ σκοτεινό, από το εξώφυλλο και τον τίτλο, μέχρι τη μουσική, τους στίχους και τα φωνητικά. Οι συνθέσεις είναι δυνατές, πολλές από αυτές με χαρακτηριστικό τους ένα αρκετά δυσοίωνο και μυστικιστικό στυλ απ’ ότι συνήθως, ορισμένες παρουσιάζουν ένα αργό τέμπο, ενώ δε λείπουν τα κομμάτια στο γνώριμο, παραδοσιακό ύφος της μπάντας. Ο δυνατός και σκληρός ήχος από τις κιθάρες, είναι σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη όπως και οι φωνητικές επιδόσεις του Andi Deris που εντυπωσιάζουν. Ο τραγουδιστής, σε μια κορυφαία στιγμή της καριέρας του, προσαρμόζει με ιδανικό τρόπο τη φωνή του, στην σκοτεινή ατμόσφαιρα των κομματιών, ενώ τα καταφέρνει περίφημα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται να βάλει συναίσθημα. Στη διαφορετικότητα του άλμπουμ, συμβάλουν και οι στίχοι που δεν έχουν το ανάλαφρο περιεχόμενο του παρελθόντος, αλλά και η μείωση στα χαρούμενα χορωδιακά μέρη.  Το “The Dark Ride” είναι ένα ισχυρότατο τεκμήριο του λόγου που οι Helloween αποτελούν μια από τις λίγες κορυφαίες δυνάμεις του power metal, ενώ η αλλιώτικη του προσέγγιση το καθιστά ελκυστικό για ακροατήριο που δεν έχει τόσο καλές σχέσεις με το power metal είδος.

 

 

A STAR IS BORN

 

 

54 ετών γίνεται σήμερα ο Αμερικανός τραγουδιστής Mark Boals. Γεννήθηκε στο Ohio και πάντα του άρεσε να τραγουδάει. Θυμάται να ηχογραφεί τη φωνή του με μικρόφωνο σε κασετόφωνο από πέντε ετών και λόγω του ότι υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι τραγουδιστές προσπαθούσε να ακουστεί σαν αυτούς και ήξερε πως το όνειρο του ήταν να γίνει τραγουδιστής. Ξεκίνησε τραγουδώντας folk κομμάτια και παράλληλα άρχισε να μαθαίνει πιάνο. Στο σχολείο έμαθε κάποια πράγματα πάνω στο κλαρίνο και το σαξόφωνο, ενώ με τα μπάσο καταπιάστηκε περίπου στα 12. Θαύμαζε ονόματα όπως οι:  Ian Gillan, RJD, Glen Hughes, Alice Cooper, Rod Stewart, Mark Farner, Tom Jones, Frank Sinatra, και Luciano Pavarotti! Στα 14 χρόνια του, έπαιξε στην πρώτη του μπάντα, τους Jasmine και γενικά στην εφηβεία του, κέρδισε αρκετή εμπειρία τραγουδώντας σε τοπικά συγκροτήματα. Το 1982, μπήκε στους Savoy Brown και περιόδευσε μαζί τους στον Καναδά και την Αμερική. Αν και έγραψαν αρκετά τραγούδια ως μπάντα, δεν ηχογράφησαν ποτέ άλμπουμ. Εκείνον τον καιρό ο Boals έπαιζε και στους Lazer. Κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας με τους Savoy Brown, γνώρισε τον Ted Nugent ο οποίος τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να κάνει άλμπουμ και περιοδεία, τραγουδώντας και παίζοντας μπάσο. Ο τραγουδιστής δέχτηκε και πήγε στο Michigan απ’ όπου ξεκίνησε μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Judas Priest. Έμεινε για ένα χρόνο με τον Nugent και όπως αναφέρει ο ίδιος, έμαθε πολλά στο διάστημα αυτό, αποφάσισε όμως ότι ήθελε να επικεντρωθεί στο τραγούδι και να γίνει frontman, οπότε μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1985. Λίγο μετά οι Rising Force, του Yngwie Malmsteen, έψαχναν για τραγουδιστή και τους έδωσε μια κασέτα του. Τον κάλεσαν σε ακρόαση όπου τραγούδησε κομμάτια του Malmsteen και κέρδισε τις εντυπώσεις. Δύο εβδομάδες μετά, τραγουδούσε μαζί του επί σκηνής, μπροστά σε 65.000 κόσμο. Μετά από έναν μεγάλο καυγά, ο Boals αποχώρησε το 1986 και σταμάτησε να ασχολείται με τη μουσική για κάποιον καιρό, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον του στο κινηματογράφο και δουλεύοντας για τη Warner Brothers. Ηχογράφησε με τον Mike Slamer ένα soundtrack για την ταινία “White Water Summer”. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, επέστρεψε στα μουσικά δρώμενα μέσα από συμμετοχές σε δύο άλμπουμ. Το 1996, ο Malmsteen επικοινώνησε ξανά μαζί του και τον ρώτησε αν ενδιαφερόταν να ερμηνεύσει κάποιες διασκευές του άλμπουμ, “Inspiration”. Ο τραγουδιστής δέχτηκε και συνέχισε και στο άλμπουμ “Alchemy”. Το Μάρτιο του 2000, ο ιαπωνικός μουσικός Τύπος, ανέδειξε τον Boals τραγουδιστή της χρονιάς και στο τέλος της χρονιάς κυκλοφόρησε  ένα σόλο CD του, με τίτλο “Rising Force” και το “War to End All Wars”, όπου πάλι συνεργάστηκαν με τον Σουηδό μουσικό. Παρ’ όλα αυτά οι δυο τους, αποφάσισαν να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους, κάτι στο οποίο ο ίδιος ισχυρίζεται πως έπαιξε ρόλο επίσης, τόσο η διοίκηση του Malmsteen όσο και το κακό μιξάρισμα του “War to End All Wars” που θεωρεί πως κατέστρεψε τη φωνητική του απόδοση. Έτσι, συνέχισε σχηματίζοντας μια δική του μπάντα, την οποία ονόμασε όπως τη σόλο δουλειά του, Ring of Fire. Τα τελευταία χρόνια, έχει ηχογραφήσει τρία σόλο άλμπουμ ενώ έχει τρεις ακόμα στούντιο δουλειές και ένα live DVD με τους Ring of Fire. Έχει αναμιχθεί κατά καιρούς με διάφορα project και έχει συμμετοχή σε άλμπουμ άλλων ονομάτων. Το 2007, ο Αμερικανός άρχισε να ψάχνει μια σοβαρή μπάντα όπου θα μπορούσε να μείνει, με τους Royal Hunt να αποδεικνύονται η τέλεια ευκαιρία. Βρίσκεται ως σήμερα στη σύνθεση τους και παράλληλα έχει αναλάβει φωνητικά καθήκοντα για τους Seven The Hardway, του κιθαρίστα Tony MacAlpine.

 

 

Τα 45 του κλείνει ο πρώην ντράμερ των Nevermore, Van Williams, Νεοϋορκέζικης καταγωγής. Η πρώτη του επαφή με τα τύμπανα ήταν ένα παιδικό κιτ που του αγόρασαν και πιο πολύ το κατέστρεψε με ένα κατσαβίδι κι ένα σφυρί, παρά έπαιξε. Μεγαλώνοντας λίγο, ο μεγαλύτερος ξάδερφος του που έπαιζε, ντραμς, κιθάρα, μπάσο, σαξόφωνο, φλάουτο και άλλα όργανα, άρχισε να τον μυεί στην μουσική. Τον δίδαξε τις βασικές γνώσεις στα ντραμς και σύντομα τον έβαλε να συμμετέχει στις εμφανίσεις που έκανε με την μπάντα του, σε έναν πεζόδρομο του New Jersey. Στα 15 του έπαιζε stoner μουσική σε μπαρ. Μεγαλώνοντας άκουγε κλασσικούς ροκ δίσκους από Cheap Trick, Aerosmith και Kiss που είχαν μεγάλη επίδραση στη μουσική του κατεύθυνση. Μεγάλη του έμπνευση και αγαπημένη του μπάντα είναι οι Rush, ενώ έχει επιρροές από Judas Priest και Iron Maiden. Το 1994, πραγματοποίησε ένα πολύ μεγάλο βήμα του στην καριέρα του, μπαίνοντας στη σύνθεση των Nevermore. Τον Απρίλιο του 2011, αποχώρησε όμως μαζί με τον Jeff Loomis από το συγκρότημα, λόγω εσωτερικών διαμαχών και άλλων ζητημάτων που έτρεχαν. Συμμετέχει επίσης στους Pure Sweet Hell, ένα project στο οποίο έχει και φωνητικά καθήκοντα. Τον Ιούνιο του 2012, ανακοινώθηκε από τον πρώην τραγουδιστή των Iced Earth, Matt Barlow ότι στη νέα του μπάντα, τους Ashes of Ares, θα συμμετέχει και ο Williams. Εκτός από τη μουσική, ο ντράμερ σχεδιάζει και λογότυπα και T-Shirt, κάτι που έκανε για τους Nevermore, αλλά και τους Pure Sweet Hell. 

 

 

Ακόμη ένα όνομα της Αμερικάνικης μουσικής σκηνής, έχει γεννηθεί σήμερα. Ο Jack Russell, τραγουδιστής των Great White, κλείνει τα 52 του χρόνια. Είναι γεννημένος στο Montebello της Καλιφόρνια με καταγωγή από Αγγλία και Ιρλανδία. Μεγάλωσε τρέφοντας μεγάλο θαυμασμό για τους Robert Plant και Steve Tyler, κάτι που τον προέτρεψε να γίνει τραγουδιστής, συμμετέχοντας σε αρκετές σχολικές μπάντες στη συνέχεια. Σε μια συναυλία συνάντησε τον κιθαρίστα, Mark Kendall και ξεκίνησαν να καταστρώνουν σχέδια για την ίδρυση μιας μπάντας, την οποία στην αρχή ονόμασαν, Dante Fox. Αργότερα, αποφάσισαν να μετονομάσουν το συγκρότημα τους, σε Great White, επειδή το αγαπημένο του χόμπι ήταν να ψαρεύουν καρχαρίες. Με εξαίρεση τρία χρόνια, από το 1996 ως το 1999, που αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην ηχογράφηση και την κυκλοφορία, ενός σόλο άλμπουμ, ο Russell είναι σταθερά στην μπάντα από το 1981. Το 2002, κυκλοφόρησε και μια δεύτερη σόλο δουλειά. Από το 2010 σταμάτησε να παίζει στους Great White, όταν έπαθε διάτρηση εντέρου. Έχοντας αναρρώσει πλήρως, σχημάτισε μια δική του εκδοχή των Great White, με εντελώς νέα σύνθεση, την οποία ονόμασε  Jack Russell's Great White, για να αποφεύγεται η σύγχυση με τους Great White. 

 

Για το RockOverdose.gr:  Χαρά Νέτη & The Unknown Force

Comments