Έχει κερδίσει με την αξία του μια εξέχουσα θέση στο πάνθεον της metal, διαθέτοντας μια φωνή, ασύγκριτη, μοναδική, μ’ ένα εύρος ασύλληπτο, που καταφέρνει να σαγηνεύει εκατομμύρια κόσμου σε όλο τον πλανήτη και μια εξωπραγματική σκηνική παρουσία που πολλοί θα ζήλευαν, ο ζωντανός θρύλος Bruce Dickinson, πατάει από σήμερα το 58ο έτος της ζωής του. Αποτέλεσε τον καρπό του έρωτα ενός νεαρού ζευγαριού, της Sonia η οποία απασχολούνταν μερικώς σε κατάστημα υποδημάτων και του Bruce, που ήταν μηχανικός στο στρατό. Λόγω της γέννησης του Paul Bruce, οι δύο νέοι έσπευσαν να παντρευτούν, παρ’ ότι εκείνος ανατράφηκε από τον παππού του και τη γιαγιά του. Ο παππούς του, ήταν ανθρακωρύχος στα ορυχεία του Workshop του Nottinghamshire όπου ζούσαν και η γιαγιά του νοικοκυρά. Όπως θα σχολίαζε ο ίδιος αργότερα, αν κάποιος δει την ταινία ‘Brassed Off’ μπορεί να δει βασικά τα παιδικά του χρόνια, τα οποία χαρακτηρίζει, όχι δυστυχισμένα, αλλά αντισυμβατικά. Ασφαλώς ήταν δυσάρεστη εμπειρία για εκείνον, τόσο η γέννηση της αδερφή του το 1963, την οποία μισούσε όσο ήταν παιδί, γιατί εκείνη αντίθετα με τον ίδιο ήταν μια προγραμματισμένη εγκυμοσύνη και γέννηση, όσο και η αλλαγή δύο σχολείων ένα χρόνο αργότερα, όταν οι γονείς του μετακόμισαν.
Η μουσική ήταν κάτι που του τράβηξε το ενδιαφέρον από τότε που ήταν πολύ μικρός και συνήθιζε να χορεύει στο μπροστινό δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς του το «The Twist» του Chubby Checker. Ο πρώτος δίσκος που απέκτησε, θυμάται πως ήταν το single των Beatles «She loves you» το οποίο έπεισε τον παππού του να του το αγοράσει. «Αρχικά ήθελα να γίνω ντράμερ. Ως παιδί, πάντα βαρούσα τους τοίχους, οπότε πίστευα ότι θα κατέληγα να παίζω ντραμς. Καθόμουν στο κρεβάτι μου τα βράδια και ζωγράφιζα μεγάλες σκηνές, με στοίβες εξοπλισμό στις άκρες τους και ντράμερ», αναπολεί. Λίγο αργότερα, προσπάθησε να παίξει με μια ακουστική κιθάρα που ανήκε στους γονείς του, αλλά έβγαλε φουσκάλες στα δάχτυλα του. Όταν έφτασε στα 13 του χρόνια, οι γονείς του, που πλέον είχαν ένα καλύτερο εισόδημα, αποφάσισαν να τον στείλουν σ’ ένα δημόσιο οικοτροφείο, το «Oundle», του Northamptonshire, γεγονός που δέχτηκε ευχάριστα. «Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα να είμαι με τους γονείς μου, οπότε το είδα σαν μια απόδραση. Νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχα χτίσει ποτέ καμία πραγματική προσήλωση σε αυτούς όταν ήμουν πολύ, πολύ μικρός», είναι τα λόγια του. Εκεί, τον προσέλκυσε έντονα η heavy rock μουσική, όταν τυχαία άκουσε το «In Rock» των Deep Purple και ενθουσιάστηκε, σπεύδοντας να αγοράσει τον συγκεκριμένο δίσκο. Παρ’ ότι το προσπάθησε, στο σχολείο δεν μπόρεσε να μάθει κανένα μουσικό όργανο, αφού σύμφωνα με τους συμμαθητές του δεν μπορούσε να διαβάσει μουσική.
Το 1976, έχοντας γραφτεί πλέον σε Καθολικό σχολείο στο σπίτι του στο Sheffield, βίωσε για πρώτη φορά την εμπειρία του ως τραγουδιστής, όταν ενσωματώθηκε στην μπάντα δύο συμμαθητών του που χρειάζονταν κάποιον πίσω απ’ το μικρόφωνο και εκείνος προσφέρθηκε. Ήταν η χρονική στιγμή που αποφάσισε να αγοράσει ένα μικρόφωνο. Η πρώτη συναυλία του με την καινούρια του μπάντα ήταν στην pub Broadfield Tavern του Sheffield. Τελειώνοντας το σχολείο, ο Dickinson δεν ήξερε τι πραγματικά ήθελε να κάνει. Ενσωματώθηκε στην εθνοφρουρά για έξι μήνες, κάτι που όμως δεν τον ικανοποιούσε. Αφού η στρατιωτική ζωή δεν ήταν κάτι που επιθυμούσε, έκανε αίτηση ώστε να μπει στο Πανεπιστήμιο. Είχε τους χαμηλότερους βαθμούς και μπήκε σε τμήμα ιστορίας στο Queen Mary College στο London’s East End. Οι γονείς του τον ήθελαν στο στρατό αλλά τους είπε πως επιθυμούσε να πάρει ένα πτυχίο πρώτα. «Αυτό ήθελαν να ακούσουν οπότε αυτή την ιστορία χρησιμοποίησα. Όταν έφτασα εκεί άρχισα αμέσως να ψάχνω μπάντες για να παίξω». Στο κολέγιο, ασχολήθηκε πλέον σοβαρά με τη μουσική, δημιουργώντας ένα γκρουπ, τους Speed, μ’ έναν τύπο ονόματι Paul “Noddy” White, που γνώριζε πολλά μουσικά όργανα και έμαθε στον Dickinson κιθάρα. Του έδειξε τρεις χορδές κι εκείνος άρχισε αμέσως να γράφει υλικό. Από κει πέρα ο τραγουδιστής, πήρε το θέμα ζεστά και άρχισε να προσπαθεί ώστε να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Οι Speed δεν κράτησαν πολύ, έδωσαν όμως στον Dickinson την ώθηση για να συνεχίσει να δουλεύει ώστε να γίνει μουσικός.
https://www.youtube.com/watch?v=_0mwQTtacr4
Εντόπισε μια αγγελία στην εφημερίδα Melody Maker όπου ζητούσαν τραγουδιστή για να ηχογραφήσει ένα project. Έδωσε μια κασέτα και ένα σημείωμα και έγινε δεκτός στο στούντιο. Το συγκρότημα λεγόταν Shots και αποτελούνταν από δύο αδέρφια, τους Phil και Doug Siviter, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί από τη φωνή του. Ένα κομμάτι με τίτλο “Dracula” απ’ αυτήν την ηχογράφηση μπορεί κανείς να το ακούσει στο κλείσιμο του “The Best of Bruce Dickinson” στο δεύτερο CD. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το τραγούδι είναι το πρώτο πράγμα που ηχογράφησε ποτέ. Ο Dickinson έπαιζε σε pub με τους Shots αρκετά συχνά. Μια ιδιαίτερη βραδιά, σταμάτησε ξαφνικά στη μέση ενός τραγουδιού και άρχισε να παίρνει συνέντευξη από έναν άντρα ανάμεσα στο κοινό, παρεμβαίνοντας για το ότι δεν έδινε αρκετή προσοχή. Βρήκε τόσο καλή την απάντηση που πήρε που ξεκίνησε να το κάνει αυτό κάθε βράδυ μέχρι που έγινε μια τακτική ρουτίνα. «Ξαφνικά όλοι πρόσεχαν γιατί μπορεί να ερχόταν η σειρά τους. Μετά την πρώτη φορά που το έκανα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν στο στυλ του ‘Ωραίο σόου, τα λέμε την άλλη εβδομάδα’. Οπότε αρχίσαμε να βάζουμε αυτό το στοιχείο μέσα στο σόου. Και τότε ήταν που άρχισα πρώτη φορά να το συνηθίζω, να μην είμαι μόνο τραγουδιστής αλλά και frontman επίσης». Κάποιο βράδυ, επισκέφθηκε το μαγαζί που εμφανιζόταν ο Paul Samson και γοητευμένος απ’ τη σκηνική του παρουσία, τον κάλεσε δύο εβδομάδες αργότερα, προτείνοντας του να προσχωρήσει στους Samson.
Σε αυτούς είχε το παρατσούκλι “Bruce Bruce”, που προερχόταν από ένα διάσημο τηλεοπτικό σκίτσο. Στα περίπου τρία χρόνια που έμεινε μαζί τους, ανακάλυψε μια σοκαριστική γι’ αυτόν αλήθεια, απομυθοποιώντας την εικόνα που είχε ως τότε για τους ροκ καλλιτέχνες. «Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όπως οι Samson, δεν ενδιαφέρονταν να γίνουν ιδιαίτερα δημοφιλείς, αλλά απλώς , να έχουν ένα καλό ποτό, καλό καπνό και να κάνουν ναρκωτικά», ήταν η διαπίστωση του. Για τον ίδιο ήταν πολύ δύσκολο ν’ ανταποκριθεί σε αυτό τον τρόπο ζωής. Είχε καπνίσει παλιότερα, αλλά στους Samson ήταν κάτι σαν συνήθεια. Όφειλε να κάνει χρήση κάνναβης ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει με τα άλλα μέλη της μπάντας. Το αποκαλούσε «το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει», αφού ήταν ένα βήμα για έρθει πιο κοντά στο στόχο του – να γίνει ένας rock n’ roll τραγουδιστής. Το συγκρότημα κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ με τον Dickinson, τα «Head on» και «Shock Tactics». Παρ’ όλα αυτά οι Samson αντιμετώπιζαν αρκετά προβλήματα και ο Dickinson αποχώρησε το 1981, μην μπορώντας ούτε στα πιο τρελά του όνειρα να φανταστεί την απίστευτη συνέχεια που θα είχε η καριέρα του.
Άμεσα, έρχεται η πρόταση του Steve Harris, να περάσει από ακρόαση προκειμένου να γίνει ο νέος τραγουδιστής των Iron Maiden. Στο δοκιμαστικό τους άφησε όλους με τα στόματα ανοιχτά και η θέση έγινε δική του. Με την έναρξη των ηχογραφήσεων έγινε ξεκάθαρο, ότι η μπάντα είχε κάνει ένα αρκετά ποιοτικό άλμα, τροποποιώντας την εικόνα της και δίνοντας ευρύτερες διαστάσεις και δυνατότητες στον ήχο της, χάρη στις μεγαλύτερες ερμηνευτικές δυνατότητες του καλλιτέχνη. Επιπλέον, ξεχώριζε για τον ενθουσιασμό και την ενεργητικότητα του. Με εκείνον στον πλευρό τους, στο ρόλο του frontman και συμβάλλοντας και συνθετικά, το βρετανικό συγκρότημα, κατέκτησε την κορυφή στο παγκόσμιο στερέωμα του metal, αποτελώντας μία από τις καθοριστικές δυνάμεις που αναδύθηκαν από το NWOBHM. Η πορεία του μαζί τους ήταν εντυπωσιακή, μέχρι το 1993, όταν και αποφάσισε ν’ αποχωρήσει, ώστε να αφοσιωθεί στη σόλο καριέρα του, που είχε ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα με το “Tattooed millionaire”. «Ήταν μια εποχή που δεν είχα μια ξεκάθαρη ιδέα για το τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Είχα ψιλοβαρεθεί και επιθυμούσα ν’ ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό. Είχα κάνει ήδη έναν δικό μου δίσκο που πολλοί μεταλλάδες δε γούσταραν και όχι άδικα. Νομίζω πως τότε πραγματικά προσπαθούσα να καταστρέψω τον εαυτό μου και ήμουν πολύ κοντά στο να τα παρατήσω εντελώς».
Ευτυχώς για όλους κάτι τέτοιο δεν έγινε και στο εξαετές κενό του απ’ τους Maiden, ο Dickinson, κυκλοφόρησε τέσσερα ακόμη άλμπουμ, με πιο αξιοσημείωτο αυτό του 1997, μετά από περίοδο αδράνειας, το “Accident of birth”, που σηματοδότησε την επιστροφή του στη heavy metal σκηνή. Σε υψηλότερα πάντως επίπεδα κινήθηκε ο διάδοχός του, το “The Chemical Wedding”, που ήρθε ένα χρόνο πριν την πολυπόθητη επιστροφή του, στην μπάντα που τον ανέδειξε, τους Iron Maiden, σκορπίζοντας ντελίριο ενθουσιασμού στους οπαδούς της μπάντας. Από τότε έχει κυκλοφορήσει πέντε ακόμη δουλειές μαζί τους, έχει εμφανιστεί σε όλες τις παγκόσμιες περιοδείες τους, ενώ έχει στο ενεργητικό του και μια έκτη προσωπική κυκλοφορία το “A tyranny of souls” το 2005. Στην μακρόχρονη πορεία του έχει συνεργαστεί και με άλλα ονόματα κατά καιρούς, όπως το 2000, όταν έκανε φωνητικά στο τραγούδι “Into the black hole” για τους Ayreon, το project του Arjen Lucassen ή σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, που συνεργάστηκε με τον Rob Halford, ηχογραφώντας το “The One you love to hate”, για το άλμπουμ του “Resurrection”. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, δεν έχει κάνει ποτέ μαθήματα φωνητικής αλλά έχει διδάξει στον εαυτό του πολλές τεχνικές απ’ αυτές που χρησιμοποιούνται όταν κάνεις μαθήματα.
Κατά τα άλλα, είναι ένας απ’ τους πλέον πολυάσχολους καλλιτέχνες στο μουσικό στερέωμα. Τα ενδιαφέροντα του, περιλαμβάνουν τη λογοτεχνία, το γράψιμο, την ξιφομαχία (στην οποία έχει συμμετάσχει σε διεθνείς αγώνες καταλαμβάνοντας την 7η θέση στη Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα έχει ιδρύσει και μια εταιρεία εξοπλισμού για ξιφομαχία υπό την επωνυμία «Duellist»). Μέχρι το 2010 είχε δική του ραδιοφωνική εκπομπή στο BBC Radio station 6 Music, ενώ έχει γράψει και το σενάριο της ταινίας «Chemical Wedding», στην οποία υποδύεται κάποιους μικρούς ρόλους και έχει γράψει και το soundtrack. Ασχολείται επίσης με την τεχνολογία των τραίνων και των αεροπλάνων. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των ασχολιών του, η χειμερινή έκδοση 2009 του περιοδικού «Intelligent of life» του απένειμε τον τίτλο του ζωντανού παραδείγματος του πολυμαθούς. Έχει τρία παιδιά με τη γυναίκα του Paddy Bowden: Τον Austin Dickinson (γεννημένος το 1990), τον Griffin Dickinson (γεννημένος το 1992) και την Kia Michelle Dickinson (γεννημένη το 1994).
Στις αρχές του 2015, οι οπαδοί της σκληρής μουσικής έμαθαν κάποια σοκαριστικά νέα, καθώς ο Dikcinson διαγνώστηκε με καρκίνο στη γλώσσα, ευτυχώς σε αρχικό στάδιο. Ο τραγουδιστής κατάφερε να βγει νικητής σε αυτή τη μάχη στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Heaven Can Wait!