Σαν σήμερα 5/10: Γενέθλια και άλλες επέτειοι αγαπημένων μουσικών και όχι μόνο!

 

 

 

 

 

 

 

 

A STAR IS BORN 

 

Την τιμητική του έχει σήμερα ο τραγουδιστής και στιχουργός των AC/DC, Brian Johnson, που γίνεται 72 ετών. Γεννημένος το 1947  στο χωριό Dunston, στην Αγγλία, ξεχώριζε από μικρός για τις φωνητικές του ικανότητες και συμμετείχε  στην χορωδία της εκκλησίας ενώ εμφανιζόταν και σε τηλεοπτικά σόου. Η πρώτη του μπάντα ήταν οι Gobi Desert Canoe Club και μετά οι Fresh. Από το 1970 έπαιζε με τους The Jasper Hart Band, σε τοπικά μαγαζιά, κυρίως κομμάτια από το μιούζικαλ “Hair” αλλά και soft pop – rock τραγούδια. Στη συνέχεια μαζί με ορισμένα μέλη των Jasper Hart Band σχημάτισαν τους Geordie, με τους οποίους κυκλοφόρησε ένα single. Το 1980, το αστέρι του μεγάλου Bon Scott έσβησε, όμως το δικό του αστέρι βρήκε την ευκαιρία να λάμψει. Μετά το τραγικό συμβάν, οι αδελφοί Young σταμάτησαν ν’ ασχολούνται με τα μουσικά δρώμενα, φροντίζοντας να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αποθανόντος. Σκεφτόντουσαν μάλιστα να τα παρατήσουν, όμως οι γονείς του Bon ήταν αυτοί που τους ενθάρρυναν να μη διαλύσουν την μπάντα. Γνωρίζοντας ότι και η επιθυμία του ίδιου του Scott θα ήταν να συνεχίσουν οι AC/DC, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους, Mutt Lange, είχε στο μυαλό του τον Brian Johnson που τραγουδούσε στους Geordie. Ένας φαν τους επίσης, είχε στείλει γράμμα προτείνοντας τους να ακούσουν τον Johnson ως κατάλληλο. Έτσι αποφάσισαν να τον δοκιμάσουν. Ο Angus Young, αργότερα ανακαλούσε στη μνήμη του μια βραδιά που ο Bon Scott του διηγιόταν την ιστορία από όταν είδε τον Brian να τραγουδάει. «Είναι αυτός ο τύπος  και ουρλιάζει μέχρι εκεί που αντέχουν τα πνευμόνια του και την επόμενη στιγμή βρίσκεται στο πάτωμα, κυλιέται κάτω και αρχίζει τα ουρλιαχτά. Νόμιζα ότι ήταν ωραίο, όμως μετά μπήκαν και τον μάζεψαν!» Αργότερα το ίδιο βράδυ, ο Johnson διαγνώστηκε ότι έπασχε από οξεία  σκωληκοειδίτιδα, η οποία ήταν και ο λόγος που σφάδαζε στη σκηνή. Τελικά, ο Johnson, που ήταν και μεγάλος φαν της μπάντας, δέχεται ένα τηλεφώνημα με το οποίο τον καλούν στο Λονδίνο για ακρόαση. Ο Malcom έχει πει σχετικά με τη συγκεκριμένη μέρα: «Καθόμασταν  όλοι και αναρωτιόμασταν που είναι αυτός ο τύπος ο Brian, αφού έπρεπε να είχε έρθει πριν από μία ώρα. Κάποιος τότε απάντησε ότι ήταν κάτω και έπαιζε μπιλιάρδο, οπότε σκεφτήκαμε ότι τουλάχιστον ξέρει μπιλιάρδο». Για την ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το “Nutbush city limits” της Tina Turner και οι Young το δικό τους “Whole Lotta Rosie”. Όντως τους κέρδισε τόσο με το στυλ των ερμηνειών του που προσλήφθηκε αμέσως. Από τότε έμεινε σταθερά πίσω από το μικρόφωνο της μπάντας, έχοντας κυκλοφορήσει δέκα στούντιο άλμπουμ. Ο Johnson που αγαπάει ιδιαίτερα τα μιούζικαλ, έχει δουλέψει πάνω σε μια εκδοχή μιούζικαλ για την «Ωραία Ελένη» . Το 2004 μάλιστα επισκέφθηκε τη χώρα μας για τα γυρίσματα ενός επεισοδίου της τηλεοπτικής σειράς «Οδύσσεια» ώστε να διερευνήσει καλύτερα το μύθο της Ωραίας Ελένης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με αγώνες αυτοκινήτων, στους οποίους τρέχει με τα δικά του αγωνιστικά, έχοντας μάλιστα και σχετικές διακρίσεις στο ενεργητικό του. Σε συνέντευξη του το 2009 δήλωσε πως σκέφτεται να αποσυρθεί από τα μουσικά δρώμενα αλλά αργότερα διευκρίνισε πως αυτό θα συμβεί αν δει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας ολόκληρης εμφάνισης. Την ίδια χρονιά είχε διαγνωστεί με σύνδρομο Barrett, μια πάθηση του οισοφάγου και το συγκρότημα αναγκάστηκε να ματαιώσει μερικές από τις προγραμματισμένες εμφανίσεις του για την περιοδεία Black Ice Tour.

 

 

Τα 68 του χρόνια θα γιόρταζε σήμερα ο "Fast" Eddie Clarke, κιθαρίστας που αναδείχθηκε από τη θητεία του στους Motörhead και τους  Fastway. Η ενασχόληση του με την κιθάρα ξεκίνησε στα 15 του χρόνια και άρχισε γρήγορα να παίζει σε διάφορα τοπικά γκρουπάκια. Μέχρι το 1973, όταν κατόπιν ακρόασης ενσωματώθηκε στους Zeus, την μπάντα του  Curtis Knight, δεν είχε πάρει το θέμα μουσική και πολύ ζεστά. Από εκεί είδε τα πράγματα σοβαρά, ηχογραφώντας μαζί τους δύο άλμπουμ και συμβάλλοντας συνθετικά στο ένα από αυτά. Παράλληλα, μαζί με τον κιθαρίστα Allan Callan και δύο ακόμη μουσικούς των Zeus, άρχισαν να ηχογραφούν τις πρόβες που έκαναν και σχημάτισαν τους Blue Goose, υπογράφοντας και δισκογραφικό συμβόλαιο. Προκειμένου να αφοσιωθούν στο συγκεκριμένο project, παρατάνε τους Zeus προκαλώντας την τεράστια οργή του Knight. O Clarke όμως με τον Allan τσακώθηκαν σύντομα, γιατί ο δεύτερος δεν είχε ενισχυτές και ενώ ο Clarke του δάνειζε τους δικούς του, διαπίστωσε ότι τα σόλο του δεν ακούγονταν εξαιτίας του Allan. Η μεταξύ τους διαφωνία οδήγησε στην απόλυση του Clarke. Αφού πειραματίστηκε για λίγο καιρό με κάποιες συνεργασίες που δεν απέδωσαν καρπούς τελικά, τα παράτησε για λίγο καιρό και ασχολήθηκε με την κατασκευή ενός πλωτού σπιτιού. Τότε ήταν που συνάντησε τον ντράμερ Phil Taylor, ο οποίος του ζήτησε δουλειά στο πλωτό σπίτι. Ο κιθαρίστας του την προσέφερε και έπιασαν την κουβέντα. Ο Taylor του είπε ότι είναι ντράμερ και πως πρόσφατα είχε ενσωματωθεί στους Motörhead, οπότε κάθισαν και  έπαιξαν λίγο γα το χαβαλέ τους. Οι δυο τους χάθηκαν για λίγο καιρό στη συνέχεια. Η επόμενη επικοινωνία τους, ήταν όταν ο Taylor τον κάλεσε και του είπε: «Είμαι σε αυτή την μπάντα που ονομάζεται Motörhead και χρειαζόμαστε έναν ακόμη κιθαρίστα. Σκέφτηκα ότι θα σε ενδιέφερε.» Έτσι πήγε στις πρόβες γνωρίζοντας ότι θα γίνει rhythm κιθαρίστας μαζί με τον Larry Wallace, τον οποίο είχε γνωρίσει μια  - δυο εβδομάδες νωρίτερα. Η ιστορία σύμφωνα με  τον ίδιο έχει ως εξής: «Γύρω στις 3 το μεσημέρι αρχίσαμε να παίζουμε μαζί με τον Lemmy και τον Taylor, όμως ο Wallace δεν εμφανιζόταν. Ο Lemmy τον έπαιρνε τηλέφωνο ανά μισάωρο και ο Larry του έλεγε ότι έρχόταν.  Οι τρεις μας περνούσαμε πολύ καλά παίζοντας μεταξύ μας, όμως στις 6:30 η αίθουσα ήταν κλεισμένη από άλλους. Ευτυχώς, υπήρχε ένας ακόμη χώρος για πρόβες πάνω όπου και πήγαμε, με τον Larry να υπόσχεται πως έρχεται. Γύρω στις 7:30 εμφανίστηκε. Ο ενισχυτής του ήταν μακράν καλύτερος από τον δικό μου και δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Δεν είπε τίποτα τίποτα σε κανέναν και ξεκίνησε να παίζει μια μελωδία από το άλμπουμ τους, που ευτυχώς είχα μάθει. Το κλίμα στο δωμάτιο ήταν χάλια και διαρκώς χειροτέρευε αφού χωρίς υπερβολή πρέπει να παίζαμε το ίδιο κομμάτι για τριάντα λεπτά. Ο Lemmy είχε πάρει ανάποδες και πρότεινε να κάνουμε κάτι άλλο. Εγώ σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να πάρω  τη δουλειά. Μετά ο Lemmy πήρε έξω τον Larry και εγώ μάζευα τα πράγματα μου. Ο Phil ήταν εντελώς μπερδεμένος με όλα αυτά και μιλάγαμε για άσχετα πράγματα. Όταν οι άλλοι δύο επέστρεψαν, χαιρέτησα, πλήρωσα για τον χώρο της πρόβας και αυτό ήταν. Σκεφτόμουν ότι δεν πήγε καλά. Τις επόμενες μέρες δεν είχα κανένα νέο. Ούτε ο Phil, ούτε ο Lemmy είχαν τηλέφωνα, οπότε συμπέρανα ότι δεν επρόκειτο να παίξω σε συναυλία. Τρεις μέρες αργότερα, το Σάββατο, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα μου. Σύρθηκα από το κρεβάτι μου στην πόρτα με το σώβρακο, άνοιξα και ο Lemmy στεκόταν κρατώντας  μια ζώνη από σφαίρες στο ένα χέρι και ένα δερμάτινο μπουφάν στο άλλο. Μου τα παρέδωσε λέγοντας ‘Προσλαμβάνεσαι’ και απλά έφυγε. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ αλλά πετούσα στα σύννεφα. Είναι ωραίο να σε θέλουν!». Ο Clarke έμεινε στους Motörhead κυκλοφορώντας μαζί τους έξι άλμπουμ, ενώ θεωρείται μαζί με τον Lemmy και τον Taylor, η κλασσική σύνθεση της μπάντας. Το 1982 όμως, μετά από έξι χρόνια παρουσίας, οι δρόμοι του κιθαρίστα με το συγκρότημα χώρισαν. Μολονότι ο ίδιος ποτέ δεν είχε σκεφτεί τη ζωή του χωρίς τους  Motörhead και πίστευε ότι θα πέθαινε μαζί τους, η επιλογή του Lemmy να συνεργαστεί  με την Wendy O. Williams για το κομμάτι “Stand by Your Man” έφερε προβλήματα και τελικά την οριστική ρίξη ανάμεσά τους. Στη συνέχεια μαθαίνει ότι ο μπασίστας των U.F.O., Pete Way,  θέλει να αποχωρήσει από την μπάντα του, οι δυο τους συναντιούνται και αποφασίζουν να ιδρύσουν μια δική τους, τους  Fastway , όνομα που προκύπτει από τη συγχώνευση των ονομάτων τους.  Αφού κάνουν τις απαραίτητες προσθήκες για να ολοκληρωθεί η σύνθεσή τους και ενώ το συμβόλαιο πλησιάζει , ο Way ανακοινώνει την αποχώρησή του για να παίξει μπάσο στο “Blizzard of Ozz” του Osbourne. Παρά το γεγονός αυτό, η συμφωνία με τη CBS Records κλείνει και το ομώνυμο ντεμπούτο των Fastway κυκλοφορεί το 1983. Ακολουθούν άλλα δύο άλμπουμ ως το 1986 με διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή τους ανά καιρούς και ένα  πολύ πετυχημένο soundtrack για την αποτυχημένη ταινία τρόμου “Trick or Treat”. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Fastway διαλύθηκαν και ενώθηκαν πολλές φορές και συνέχισαν να υφίστανται  ως όνομα με εντελώς διαφορετικές συνθέσεις ανά περιόδους. Το 2011 το συγκρότημα επαναδραστηριοποιήθηκε και πάλι με καινούρια μέλη στις τάξεις του και κυκλοφόρησε μάλιστα ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ, το “Eat dog eat”.

Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2018 από πνευμονία.

 

Τα 33 του χρόνια κλείνει τέλος ο τραγουδιστής των Sabaton, Joakim Brodén. Γεννημένος στο Falun, μια πόλη της Σουηδίας, από πολύ μικρή ηλικία, όπως δηλώνει έγινε metalhead, κάτι που του προέκυψε όταν ήταν περίπου τεσσάρων ετών και είδε στην τηλεόραση το βίντεο κλιπ του “I Wanna Rock” των Twisted Sister. Αυτό ήταν η απαρχή γενικότερα για την ενασχόληση του με τη μουσική, ενδιαφέρον που μετουσιώθηκε στα δέκα του, όταν ξεκίνησε να παίζει Hammond Organ. Ήταν αρκετά καλός και έπαιζε οτιδήποτε έπαιζε στα χέρια του, όπως υλικό από Deep Purple. Μάλιστα αν και όπως τονίζει δεν είναι θρήσκος αφού δεν τον νοιάζει η θρησκεία καθόλου, πάντοτε του άρεσε το εκκλησιαστικό όργανο, το οποίο κιόλας έπαιζε στην εκκλησία αρκετά συχνά. Η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε μόλις στην ηλικία των 16 ετών, από τους Stormwind, ένα νεοκλασσικό power metal σχήμα της Στοκχόλμης, στο οποίο ο Brodén έπαιζε για κάποιο διάστημα πλήκτρα. Τελικά το 1999, έγινε ιδρυτικό μέλος των Sabaton, στους οποίους ανέλαβε τα ερμηνευτικά καθήκοντα. Είναι το μοναδικό από τα αρχικά μέλη τους, μαζί με τον μπασίστα τους Pär Sundström, που συνεχίζει να βρίσκεται στη σύνθεσή τους. Έχει στο ενεργητικό του έξι στούντιο δουλειές καθώς και αρκετές παγκόσμιες περιοδείες. Πέρα απ’ το ρόλο του τραγουδιστή, ασκεί και αυτόν του πληκτρά για το σουηδικό συγκρότημα.

 

 

A STAR FALLS 

 

Τρία χρόνια νωρίτερα ο Ελβετός τραγουδιστής των Gotthard, Steve Lee χάνει τη ζωή του σε ηλικία 47 ετών. Ξεκίνησε από τα 16 του στην μπάντα Cromo παίζοντας τύμπανα και κάνοντας και φωνητικά και συνέχισε μετά από εννιά σχεδόν χρόνια στους Forsale. Το 1992, στο Lugano της Ελβετίας, μαζί με τον κιθαρίστα Leo Leoni το μπασίστα Marc Lynn και τον ντράμερ Hena Habegger, ιδρύουν τους Krak τους οποίους θα μετονομάσουν στη συνέχεια σε Gotthard. Μαζί τους είχε στο ενεργητικό του εννέα άλμπουμ, κερδίζοντας και την ανάλογη αναγνώριση. Το 2007, συμμετείχε στη δισκογραφική δουλειά των Ayreon, “01011001”, εκτελώντας φωνητικά καθήκοντα. Η μοίρα όμως του έπαιξε άσχημο παιχνίδι, όταν οδηγώντας τη μοτοσικλέτα του μίλια νότια από την περιοχή Mesquite της Nevada, χτυπήθηκε από παρκαρισμένη μηχανή την οποία είχε χτυπήσει ένα ημι-φορτηγό.

 

ALBUM ANNIVERSARY

 

32 χρόνια πριν οι Βρετανοί Saxon, κυκλοφορούν ένα από κορυφαία άλμπουμ της καριέρας τους, το Denim and Leather, τρίτο μέρος μιας πολύ επιτυχημένης τριλογίας με τα ” Wheels of Steel” και “Strong Arm of the Law”, να έχουν προηγηθεί. Εμπνευσμένοι από τη λαϊκή ενδυμασία των μεταλλάδων των αρχών της δεκαετίας του ’80, με τα χαρακτηριστικά τζιν παντελόνια και τα δερμάτινα μπουφάν, βαφτίζουν ανάλογα το άλμπουμ τους, τιμώντας έτσι τους οπαδούς τους και γενικότερα το heavy metal. Είναι η τελευταία κυκλοφορία τους με τον ντράμερ Pete Gill στη σύνθεσή τους, αφού μετά από έναν τραυματισμό στο χέρι που τον αφήνει ανενεργό για κάποιο καιρό, εγκαταλείπει την μπάντα και προσχωρεί στους Motörhead . Στο μουσικό κομμάτι, ο δίσκος περιέχει εννιά κομμάτια αγνής heavy metal  με στίχους στην ίδια φιλοσοφία, απόλυτα ταιριαστούς με τις συνθέσεις, που μιλούν για μηχανές, τη μουσική, τα πάρτι κλπ. Όλα τα κομμάτια είναι καλοπαιγμένα και ο ήχος στο σύνολο του είναι καθαρός, ζωντανός, γεμάτος ενέργεια με τις κιθάρες να κλέβουν την παράσταση. Το κιθαριστικό δίδυμο των Graham Oliver  και Paul Quinn συνεργάζεται άψογα, βάζοντας φωτιές με τα τρομερά riff και τα ασύγκριτα σόλο που εκτελεί.  Εξαιρετικός είναι  και ο τραγουδιστής τους Biff Byford που δικαίως θεωρείται ένας από τους καλύτερους στο είδος του. Αν και δεν ήταν το καλύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος από άποψη πωλήσεων, περιέχει μερικά ιστορικά κομμάτια, όπως το ομώνυμο, το “Never Surrender” ή το “And the bands played on”.  Και φυσικά, το  “Princess of the Night”, που θεωρείται ένας κλασσικός, λατρεμένος ύμνος, ο οποίος μπορεί να ξεγελά λόγω του τίτλου του, όμως δε μιλάει για καμιά πριγκίπισσα, αλλά για μια παλιά ατμομηχανή, για ταξίδια και περιπέτειες. Το “Denim and Leather”, αποτελεί δίσκο σταθμό για τους Saxon αλλά και για τη δεκαετία των ’80, με τους Βρετανούς να δείχνουν ότι είναι μια πραγματικά υπολογίσιμη δύναμη της NWOBHM σκηνής.

 

Comments