Ημερομηνία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου
“Ένας δίσκος που θα απασχολήσει πολλούς»
Πλέον τα λόγια είναι περιττά. Ήδη γίνεται χαμός στον κόσμο της μέταλ σκηνής με τον νέο δίσκο της θρυλικής μπάντας, Metallica… Από αστείο του κόσμου όλα αυτά τα χρονιά, το Hardwired… είναι πλέον γεγονός που κάνεις δεν μπορεί να πιστέψει. Για κάποιο λόγο όλα ακούγονται τόσο οικία και παράλληλα τόσο (παρά)ξένα, και σκέφτομαι πως είναι δυνατόν αυτοί που έπαιξαν μπροστά σε 1,6 εκ κόσμο στη Μόσχα το 1991, αυτοί που έγραψαν το “Master Of Puppets”, το “Black Album” και που ιδρυθήκαν σε μια εποχή που δεν ήμουν καν γεννημένος, να μπορούν να μου δημιουργούν αγωνία και ευτυχία λέγοντας μονάχα ότι στις 18 του Νοέμβρη και έτος 2016 βγάζουνε καινούριο δίσκο. Περιττό να πω πως ακόμα δεν πιστεύω ότι ακούω κομμάτια με τίτλο “Halo On Fire” & “Spit Out The Bone” και όχι “Creeping Death” & “Master Of Puppets”, επίσης δεν ήθελα να τελειώσει αυτός ο δίσκος, δεν μου είναι αρκετός, θέλω κι άλλο. Μακάρι να ήταν διαθέσιμο το κουμπί “NEXT” για πάντα…
Ο δίσκος αναμφισβήτητα έχει κομματάρες. Κομμάτια πραγματικά καινούρια σε κάθε τομέα, με μια επιφύλαξη στον τομέα των drums. Κάποια είναι αρκετά αργά με πολύ groovy μοτίβα, κάτι που στο άκουσμα είναι περίεργο, αλλά μου αρέσει αρκετά. Δεν ακολουθήσαν κάποια συγκεκριμένη φόρμουλα σύνθεσης, αλλά η προσέγγιση σε αρκετά κομμάτια είναι μοναδική και με άλλον αέρα όπως για παράδειγμα στα τραγούδια “Halo On Fire” & “Moth Into Flame”, τα οποία έχουν ρεφρέν που ούτε στον ύπνο μου υπήρχε περίπτωση να τα άκουγα. Ματζόρε μελωδίες και στην κιθάρα και τα φωνητικά. Εκπληκτικό. Ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι ήθελαν κάποια τραγούδια να είναι πιασάρικα, πλέον δεν με απογοητεύει κάτι τέτοιο αλλά με αφήνει κάπως μπερδεμένο, “Confusion” λοιπόν είναι ακόμα ένα πολύ καλό τραγούδι του δίσκου με απίστευτη ερμηνεία από τον James Hetfield.
Κάτι ακόμα που μου έκανε εντύπωση και με άφησε κάπως άδειο ήταν η χαλαρή να το πω, αργή να το πω, σύνθεση κάποιων ρυθμικών κομματιών. Κάτι έλειπε τέλος πάντων… Όλοι ξέρουμε τον Hetfield για το ρομποτικό δεξί του χέρι και για τα απίστευτα riffs που έχει γράψει αυτά 35 χρονιά, αλλά από το δίσκο έλειπε αυτό το rush, αυτή η οργή και το μίσος που βγάζαν τα γρηγορά riffs του κάποτε, με μερικές εξαιρέσεις βεβαίως βεβαίως. Η αλήθεια είναι όμως ότι οι ρυθμοί αυτού του δίσκου είναι πιο στιβαροί από ποτέ, ακούγοντας το breakdown του κομματιού “I’m I Savage” καταλαβαίνετε αμέσως τι θέλω να πω. Όλα τα τραγούδια του “Hardwired… To Self-Destruct” και ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένα, με αφήσαν ικανοποιημένο για έναν και μόνο λόγο, ότι δεν είναι ανακυκλωμένα κομμάτια του παρελθόντος. Καινούριος αέρας. Καινούριο στυλ. Ανανεωμένος ήχος και άψογος από κάθε πλευρά. Και σαν να ξανάνιωσε ο Hetfield. Κραυγές και δε συμμαζεύεται, από στιχουργικό περιεχόμενο κάπου τα πράγματα ήταν μια σαλάτα και αλλού ήταν βαθυστόχαστα με νόημα. «Όλοι μας είμαστε προγραμματισμένοι να αυτοκαταστρεφόμαστε». Αυτό μάθαμε από τον Papa Het.
Συνολικά ακούμε ένα πολύ δεμένο αποτέλεσμα, πολύ καλό mixing με τα τύμπανα να είναι, ίσως, λίγο πιο δυνατά απ’ όσο θα έπρεπε. Κατά τ ‘άλλα το μπάσο του Robert Trujillo ακούγεται όπως θα έπρεπε να ακούγεται το μπάσο σε κάθε προηγούμενο δίσκο των Metallica. Μακάρι να μην ήταν τόσο εγωιστής ο φίλτατος Lars Ulrich και να άφηνε τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του. Lars Ulrich λοιπόν, δεν ξεπέρασε τον εαυτό του. Παίζει αρκετά με το snare όπως σε κάθε δίσκο, μόνο που τώρα ο ήχος δεν ήταν ένας σύγχρονος κουβάς και είχε σωστή χρήση. Επίσης βρήκα ικανοποιητικό το οτιδήποτε έκανε με το δίμποτο του. Kirk Hammet, αξιοπρεπέστατος ήχος και πολύ καλά σόλο. Χαρακτηριστικές λεπτομερείς χωρίς να σπαμάρει το wha pedal του καθ’ όλη τη διάρκεια των σόλο του…
Δεν ήταν η πιο επιθυμητή επιστροφή από τους Metallica, ήταν λειψή, αλλά αξιοπρεπέστατη πάρα ταύτα. Ούτε κόκαλα έσπασε, ούτε τα δεδομένα άλλαξε. To “Hardwired…” είναι ο πρώτος καλός δίσκος, όσον αφορά το mixing, τον ήχο και το γενικό αποτέλεσμα μετά το “Black Album”. Αυτοί είναι οι Metallica της εποχής μας και η πορεία που χάραξαν με κάποια από τα τραγούδια του νέου δίσκου είναι αρκετά ενδιαφέρον και μου κινεί την περιέργεια μελλοντικές τους δουλειές… METALLICA. Κανείς δεν μπορεί να τους ελέγξει!
Βαθμολογία: 84/100
Για το Rock Overdose
Αντώνης Σαρμάς
Οι Metallica άρχισαν να μπάζουν νερά από την εποχή του “St.Anger”. Έχασαν τον δρόμο τους. Ο πειραματισμός στον τρόπο σύνθεσης και παραγωγής του έδειξε πως η ιδιοφυία τους δεν ήταν ασταμάτητη και πως οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ τους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση της ποιότητας της δουλειάς τους. Δεν το θεωρώ κακό album. Έχει κάποια καλά τραγούδια και μερικά εκπληκτικά riff. Στο σύνολο του όμως ήταν ένα άνισο album με άσχημη παραγωγή.
Θυμάμαι να σκέφτομαι, αλλά και να συζητώ με φίλους, πως οι Metallica έπρεπε να συνεχίσουν στον δρόμο που άνοιξαν με τα “Load”/”Reload”. Δύο album τα οποία, χωρίς να είναι τέλεια, έδωσαν βάση στα ρυθμικά και πολύ ωραία riff που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε country metal, με πολύ ωραία refrain, solo, τα παραδοσιακά μακροσκελή τραγούδια και την διάχυτη βλαχιά του Hetfield. Αυτά τα στοιχεία υπήρχαν διάσπαρτα μέσα στα επόμενα δύο album, αλλά αυτό που περνούσε στον κόσμο είναι πως υπάρχει κόπωση. Το “Death Magnetic” έπασχε από παραγωγή, σαφώς πολύ καλύτερη του “St. Anger”, και περιείχε μερικά καλά τραγούδια χωρίς όμως να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο.
Το “Hardwired… to Self-Destruct” είναι το καλύτερο τους album από το 1996/97. Τα τρία πρώτα τραγούδια που κυκλοφόρησαν άφησαν θετικές εντυπώσεις στους περισσότερους, με το “Atlas, Rise” να είναι για μένα το πιο αδύναμο. Διατηρώντας την παράδοση της κυκλοφορίας album διάρκειας 75+ λεπτών, με την διαφορά πως πλέον το χώρισαν σε δύο cd, ξεκινούν δυναμικά και thrashάτα. Σταδιακά πέφτουν οι ρυθμοί και τα riff μαζί με τα μελωδικά refrain του Hetfield θυμίζουν τον ήχο και την αισθητική του “Load”/”Reload”. Αυτό γίνεται εμφανές στο τρίο κομμάτι του album, “Now That We’re Dead”. Βαρύ, ρυθμικό riff, Hetfield βλαχιά και ραδιοφωνικό refrain.
Όσο περνά η ώρα ξεκαθαρίζει και η κατεύθυνση του album. Οι ρυθμοί είναι κατά κύριο λόγο μέσοι, με πολλά solo και wah wah από τον Hammet, αφήνοντας τα τραγούδια να ανασάνουν. Tα drums έχουν βάθος και καθαρότητα και για ακόμη μία φορά είναι αρκετά ψηλά στη μίξη.
Το “Dream No More” έχει το καλύτερο, groovάτο riff του πρώτου cd, με τον Hetfield να έχει γράψει ωραίες φωνητικές μελωδίες ενώ μας περιγράφει την αφύπνιση του Cthulhu. Το “Halo On Fire”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του album, θέλει να είναι μπαλάντα, αλλά στο refrain τσατίζεται και δημιουργεί ένα ιδιαίτερο κράμα επιθετικότητας και μελαγχολίας. Κλείνει σταδιακά με ωραία solo από τον Hammet και τον Hetfield να τραγουδά επαναλαμβάνοντας “Hello darkness, say goodbye”.
Στο δεύτερο cd γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι είμαστε στον ήχο του “Load”/”Reload”. Groovατα, μερακλίδικα riff, solo που έχουν τον αέρα του ράντσου που μένει ο Hammet, την σκοτεινή αύρα των τραγουδιών των Metallica και το ασταμάτητο ξυλοκόπημα (με την καλή και την κακή έννοια) του Ulrich. To “Am I Savage?” είναι για να αράζεις με ουισκάρα έξω από ένα μοναχικό μπαρ στην άκρη ενός ξεχασμένου χωματόδρομου, με το pickup παρκαρισμένο παραδίπλα, την ώρα που ο ήλιος πέφτει και αφού έχεις περάσει άλλη μια κουραστική μέρα στην φάμπρικα, κάπου στο Wyoming. Το album κλείνει δυνατά και θρασάτα με το “Spit Out The Bone”. Ο Hetfield φτύνει τους στίχους σαν να είναι εικοσάχρονο παλικάρι σε πανκ συγκρότημα, οι κιθάρες έχουν απότομα κοψίματα και το solo μας πηγαίνει πίσω στην δεκαετία του 80.
Οι Metallica επέστρεψαν με το καλύτερο τους album εδώ και είκοσι χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι αριστούργημα. Αρχικά εξεπλάγην θετικά και αργότερα ενθουσιάστηκα, μιας και δεν περίμενα κάτι τόσο καλό. Άλλωστε, έχουν δώσει παραπάνω από όσα απαιτώ. Τώρα θα αράζω και θα ακούω το “Hardwired… to Self-destruct” με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, μπύρα στο χέρι και την επιβεβαίωση πως το έχουν ακόμη. Είναι οι Metallica.
Βαθμολογία: 80/And Justice For All
Για το Rockoverdose,
Ξενόπουλος Βασίλης
Όσοι με γνωρίζουν προσωπικά ξέρουν καλά την γνώμη μου για το μεγάλο κεφάλαιο του Metal που ακούει στο όνομα Metallica. Η αγάπη μου, όπως και ο σεβασμός μου στο πρόσωπό τους είναι μεγάλος για αυτό που κάποτε έκαναν. Εξίσου μεγάλη, ίσως και μεγαλύτερη από τα παραπάνω είναι και η απέχθειά μου για αυτά που κάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια περίπου. Για να είμαι ακριβής, όποτε το θέμα της όποιας συζήτησης έρχεται στο κομμάτι των Metallica , με χαρά εκδηλώνω και εκφράζω αυτήν μου την απέχθεια. Τι κάνω λοιπόν εγώ σε μία κριτική με αυτό το θέμα; Υπάρχει και αυτό το μέρος του κόσμου εκεί έξω, πέρα από αυτούς που εκθειάζουν το οτιδήποτε βλακώδες κάνει αυτή η μπάντα, υπάρχουμε και εμείς. Δεν χωράνε προκαταλήψεις όμως στην θέση που “κατέχω”, ούτε και στον ρόλο που έχω αναλάβει.
Δεν περίμενα τίποτα ούτε έτρεφα ελπίδες, καθώς την “φόλα” την έφαγα ουκ ολίγες φορές. Παρόλα αυτά συνέβη κάτι που για εμένα τουλάχιστον είναι πολύ σημαντικό. Στο πρώτο άκουσμα του ομότιτλου κομματιού έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει. Στο “Moth Into Flame” αυτό το χαμόγελο έγινε λίγο πιο πλατύ και το χέρι μου κινήθηκε προς το κουμπάκι του replay, όχι τόσο από θέμα εμπέδωσης, καθώς αυτό το συνηθίζω γιατί ένα άκουσμα δεν είναι σχεδόν ποτέ “αντικειμενικό”, αλλά γιατί το ρεφρέν πραγματικά με “τσίμπησε”. Με το “Atlas, Rise! ” κάπου λίγο άρχισα να ψαρώνω. Το τρία στα τρία έμοιαζε λίγο ουτοπικό. Και κατά κάποιο τρόπο δεν έπεσα και πολύ έξω.
Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Την καλύτερη δουλειά των Metallica από το “Reload” μέχρι σήμερα, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Την προηγούμενη παρωδία για δίσκο δεν την λαμβάνω καν υπόψιν μου, τουλάχιστον αυτήν την φορά δεν νιώθω ότι κάποιος παίζει με την νοημοσύνη μου. Το πρώτο μέρος του album δείχνει μια μπάντα που επιτέλους δεν προσπαθεί επιτηδευμένα να παίξει ή να γράψει μουσική. Δυστυχώς όμως τους πήρε πολλά χρόνια να βρουν τον δρόμο. Τα κομμάτια είναι πιασάρικα, με ουσιαστικά riff, με γέφυρες, με hooks στις φωνητικές γραμμές και με το όποιο νεύρο που διακατέχει τις συνθέσεις να ακούγεται τουλάχιστον ατόφιο και ειλικρινές. Κομμάτια με λόγο ύπαρξης, χωρίς να τραβάνε τα πάντα από τα μαλλιά προκειμένου να καλύψουν το κενό της ανεμπνευσιάς. Συνθέσεις που παραπατάνε ενδιάμεσα στην “Load” - “Reload” εποχή με μικρά αλλά σωστά “Black Album” παιχνιδίσματα, το τονίζω όμως, παιχνιδίσματα. Το τελευταίο κομμάτι του πρώτου δίσκου “Halo On Fire” πιστεύω είναι το πιο σωστό παράδειγμα των παραπάνω και ίσως ένα από τα highlight. Ο Hetfield, που ακούγεται γενικά πολύ φρέσκος και ανανεωμένος, βασικά δίνει ρέστα συγκριτικά με παλιότερα, αποτελεί επίσης highlight από μόνος του στο εν λόγω κομμάτι.
Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και στο δεύτερο μέρος του δίσκου που τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά ακούγεται λίγο αδιάφορο με εξαίρεση το “Spit Out The Bone”. Σαφώς τα κομμάτια είναι κλάσης ανώτερα από όσα μας έχει δώσει στο παρελθόν η τετράδα, υπάρχουν διάσπαρτα μερικά σημεία που τραβάνε την προσοχή, κυρίως στο “Here Comes Revenge”, όπως και το μεσαίο μέρος του “Am I Savage?”, αλλά παρόλα αυτά είναι υποδεέστερα από τα έξι πρώτα. Ένα καλύτερο “ξεκαθάρισμα” ίσως διόρθωνε το όλο θέμα αλλά μην ζητάμε και πολλά από τα παιδιά. Τους πήρε τόσα χρόνια να παίξουν ξανά σαν άνθρωποι, μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.
Πρέπει να κλείσω όμως, ο χώρος μου είναι περιορισμένος. Οι Metallica δεν είναι πίσω. Δεν έκαναν το μεγάλο come back. Δεν θα βγούμε στα μπαλκόνια να φωνάξουμε την τρανή τους επιστροφή. Δεν άλλαξε η στάση μου ούτε η γνώμη μου. Με λίγα λόγια, ο δίσκος, τουλάχιστον ο μισός, είναι καλός. Καλύτερος από ότι μπορεί να περίμενα, αλλά και πάλι δεν θα σκίσω και κανένα καλσόν. Δεν άλλαξε κάτι ούτε έσβησε τα τόσα χρόνια βλακωδών επιλογών και τρανών δηλώσεων δηθενιάς που κατέληγαν πάντα σε τρανές απογοητεύσεις ή τουλάχιστον προσωπικά δεν μου είναι αρκετό. Κατάφεραν μετά από πολλά χρόνια να γράψουν έναν αξιοπρεπέστατο δίσκο. Αυτό για αρχή είναι θετικό και ελπίζω το μέλλον να μου επιφυλάσσει και άλλες παρόμοιες “εκπλήξεις” από μεριάς τους. Από την άλλη βέβαια αν το “Hardwired...To Self – Destruct” είχε έρθει μετά το “Reload” τα πράγματα θα ήταν πολύ, μα πολύ διαφορετικά.
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose
Κωνσταντίνος Μάρης
Η σχέση μου με τους Metallica σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συμβατική. Ξεκίνησε με την ακρόαση ενός δίσκου που ανήκε στους αμφιλεγόμενους (“Reload”), που μολαταύτα εγώ λάτρεψα. Ακολουθώντας δισκογραφικά αντίστροφη χρονολογική πορεία, και όντας άπειρος σε σκληρά ακούσματα, ξεπερνώντας αρχικά το shock του ότι επρόκειτο για το ίδιο συγκρότημα, εκτίμησα το μεγαλείο και την ποικιλομορφία τους.
Οι Metallica είναι ένα συγκρότημα που, έχοντας αφομοιώσει τις δικές τους επιρροές σε τεράστιο βαθμό, κατάφεραν να δημιουργήσουν το λιγότερο δύο σχολές σε μια δεκαετία, με το μοναδικό τους star quality να υπερίπταται όλων. Από ένα σημείο και έπειτα, έχοντας παγιωθεί σε συνειδήσεις και οικονομικά μεγέθη ως το μεγαλύτερο metal σχήμα, ακολούθησαν αμφιλεγόμενους δρόμους, μην έχοντας να αποδείξουν το παραμικρό σε κανέναν, καταφέρνοντας όπως είναι αυτονόητο να διχάσουν.
Έχοντας χάσει ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος μου μετά τους δύο μέτριους έως και κακούς δίσκους που παρουσίασαν τα τελευταία πολλά είναι η αλήθεια χρόνια, από το ''Hard Wired...To Self Destruct'' περίμενα τα πάντα και τίποτα ταυτοχρόνως. Μετά από αρκετές και προσεκτικές ακροάσεις που επιβάλλει η διάθεση και η ''συνείδηση'' μου απέναντι σε ένα μεγαθήριο που υπήρξε για αρκετά μεγάλο διάστημα το αγαπημένο μου σχήμα, μπορώ εμφατικά να πω από νωρίς στο κείμενο πως εύκολα μπορώ να χαρακτηρίσω τη νέα τους δουλειά ως: '' ότι καλύτερο έχουν παρουσιάσει από το “Black Album” και έπειτα''.
Το ευτυχές γεγονός είναι πως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν έχει ως μοναδικό κριτήριο το τι ανέμεναν οι παλιοί οπαδοί τους από αυτούς και αν κατάφεραν επιτέλους να το υλοποιήσουν. Σε αυτούς οι Metallica απαντούν με πέντε το λιγότερο τραγούδια που έχουν όλα τα συστατικά που τους έκαναν αυτό που είναι. Το δεξί χέρι Του Θεού λειτουργεί ακόμα, όχι μόνο αξιωματικά ως μέρος του μουσικού dna σχεδόν κάθε ρυθμικού σύγχρονου metal κιθαρίστα, αλλά και στο ίδιο του το συγκρότημα, με πυραυλοκίνητα, στακάτα riffs στην υπηρεσία συνθέσεων με ένα έντονο άρωμα από τα (πολύ) παλιά. Όλο το σχήμα ακολουθεί και πλαισιώνει για μένα μια performance που είχαμε να δούμε από τον James Hetfield δισκογραφικά από τις αρχές τις δεκαετίας του 90. Αυτό αναφέρεται σε εκτελεστικό επίπεδο, σε επιθετικές, παθιασμένες φωνητικές ερμηνείες, αλλά και συνθετικά.
Οι Metallica εδώ φροντίζουν να καλύψουν όμως και τους πιο ''σύγχρονους'' οπαδούς τους, με κάποια τραγούδια που (από συνθετικής άποψης και φωνητικών γραμμών) άνετα θα μπορούσαν να βρίσκονται σε κάποιο από τα Load /Reload, στη θέση όμως κάποιου από τα πιο έντονα περιεχόμενα tracks. Όλα τα παραπάνω υλοποιούνται στα πλαίσια μιας παραγωγής που επιτέλους αρμόζει απόλυτα και δεν μοιάζει ως κακόγουστο αστείο.
Με την ως τώρα ανάλυση θα κατανοήσω πλήρως το να δω διθυραμβικές κριτικές ανά την υφήλιο, και χαράς ευαγγέλια στους απανταχού οπαδούς τους. Προσωπικά ωστόσο, διατηρώ στάση πολύ αυστηρού κριτή σε ότι έχω λατρέψει, και του οποίου έχω θαυμάσει και εκθειάσει τις ικανότητες στο παρελθόν. Οι Metallica στη συνείδηση μου πάντα θα έχουν να αναμετρηθούν με το τεράστιο θηρίο που αποτέλεσαν στο παρελθόν. Το να σταματήσουμε να περιμένουμε από αυτούς να το επαναλάβουν είναι υποτιμητικό, όσο και εάν αυτή η υποτίμηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε δικές τους ενέργειες.
Με την έννοια αυτή, θεωρώ το ''Hard Wired...To Self Destruct'' μία ''χαμένη ευκαιρία''. Και αυτό γιατί το σχήμα ενώ καταφέρνει να παρουσιάσει έναν πάρα πολύ αξιόλογο δίσκο, χάνει το να τον εκτοξεύσει στη στρατόσφαιρα, δίπλα στα παντοτινά διαμάντια του μακρινού παρελθόντος, κάνοντας κάποια λάθη που οφείλονται είτε σε αυτοκτονική αμέλεια, είτε στο ότι ίσως δεν είναι πλέον και οι εννέα μούσες μαζί με όλα τα μέλη.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, τα στοιχεία εκείνα που θα χάριζαν την τελειότητα θα ήταν : Αρχικά το να είχε ο δίσκος μικρότερη διάρκεια, και περισσότερη συνοχή. Είναι κατανοητό το να θέλουν να παρουσιάσουν μετά από καιρό ένα πολυσυλλεκτικό album που σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί ως ανθολογία της καριέρας τους , ωστόσο οι πραγματικά μεγάλοι τους δίσκοι είχαν μεστό περιεχόμενο, με πολύ σωστά μελετημένες διάρκειες. Αυτό όμως που για εμένα είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο που με εμποδίζει να ενθουσιαστώ πλήρως είναι αυτό το κάτι που λείπει στις συνθετικές δομές, και νομίζω πως κατά μεγάλο βαθμό οφείλεται στην έλλειψη αυτών των καταπληκτικών lead ιδεών που τους χαρακτήριζαν. Αντίθετα, πλην ελαχίστων (εξαιρετικών) εξαιρέσεων, υπάρχει μια τεράστια ανάλωση σε υπερβολική χρήση του wah pedal σε φλύαρες και ίσως ανούσιες lead φράσεις, που ενώ ενσωματώνονται στη σύνθεση , δεν περιέχουν ΕΚΕΙΝΗ την καταπληκτική μουσική αρμονία που θα το απογειώσουν και θα σε σημαδέψει για μια ζωή. Με ένα λοιπόν (ρομαντικό;) παράπονο :
Βαθμολογία: 82/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Χρόνης