37 χρόνια συμπληρώνονται από την σημαντική απώλεια, ενός αυθεντικού θρύλου του rock ‘n’ roll αλλά και ενός από τους σπουδαιότερους frontman όλων των εποχών, του Bon Scott, που μας άφησε σε ηλικία 33 ετών. Γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1946 με το όνομα Ronald Belford Scott, στο Forfar της Σκωτίας και μεγάλωσε στο Kirriemuir. Όταν ήταν έξι ετών, η οικογένεια του μετακόμισε στην Αυστραλία, σε ένα προάστιο της Μελβούρνης, ενώ όταν πήγαινε στο τοπικό δημοτικό σχολείο του κόλλησαν το παρατσούκλι “Bon”. Το 1956, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Fremantle της Δυτικής Αυστραλίας, και εκείνος εντάχθηκε στην σχολική μπάντα μαθαίνοντας ντραμς. Στην ηλικία των 15 ετών, παράτησε το σχολείο και πέρασε ένα σύντομο διάστημα σε αναμορφωτήριο και εννέα μήνες σε ίδρυμα νέων, με την κατηγορία ότι έδινε ψεύτικο όνομα και διεύθυνση στην αστυνομία, έχοντας παράνομες σεξουαλικές επαφές και έχοντας κλέψει δώδεκα λίτρα βενζίνης. Προσπάθησε να ενταχθεί στον αυστραλιανό στρατό, αλλά απορρίφθηκε γιατί θεωρήθηκε “κοινωνικά απροσάρμοστος”.
Αφού εργάστηκε ως ταχυδρόμος, μπάρμαν και συσκευαστής σε φορτηγά, ο Scott , σχημάτισε το πρώτο του συγκρότημα, The Spektors, το 1966, ως drummer και περιστασιακά τραγουδιστής. Τα φωνητικά του, ήταν εμπνευσμένα από το είδωλό του, Little Richard. Ένα χρόνο αργότερα, οι Spektors, συγχωνεύθηκαν με μια άλλη τοπική μπάντας, τους Winstons και έτσι προέκυψαν οι Valentines, στους οποίους ο Scott μοιραζόταν τα φωνητικά του καθήκοντα με τον Vince Lovegrove. Η μπάντα, ηχογράφησε διάφορα τραγούδια και αφού κέρδισε μια θέση στα αυστραλιανά chart με το single "Juliette", διαλύθηκε λόγω καλλιτεχνικών διαφορών αλλά και εξαιτίας ενός μεγάλου σκάνδαλου για ναρκωτικά. Το 1970, εντάχθηκε στους Fraternity, που κυκλοφόρησαν δύο δουλειές, όμως τρία χρόνια μετά, το συγκρότημα σταμάτησε και εκείνος ενσωματώθηκε στους Mount Lofty Rangers. Το Μάιο του 1974, σε ένα ξενοδοχείο όπου το γκρουπ έκανε πρόβα, ένας πολύ μεθυσμένος και εριστικός Bon Scott, είχε άγριο καβγά με κάποιον άλλο απ’ την μπάντα και κατέληξε να φύγει ουρλιάζοντας με τη μηχανή του. Το ατύχημα που ακολούθησε, του προκάλεσε σοβαρές βλάβες και έπεσε για τρεις μέρες σε κώμα. Αφού συνήλθε, ξεκίνησε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τελικά έπιασε δουλειά ως οδηγός, πηγαινοφέρνοντας κάποιες φορές τους AC/DC από το ξενοδοχείο σε συναυλίες και τούμπαλιν. Όταν κάποια στιγμή το συγκρότημα κατέληξε στο ότι το στυλ του Dave Evans δεν τους ταίριαζε, ο Scott έχει την τύχη, μετά από διάφορες συζητήσεις, να γίνει ο αντικαταστάτης του. Αποδεικνύεται η ιδανική επιλογή, αφού με εκείνον στις τάξεις τους, έρχεται το απαιτούμενο δέσιμο της ομάδας και ασκεί τεράστια επιρροή στους υπόλοιπους, καταφέρνοντας να τους περάσει τη φιλοσοφία του.
Ήταν αυθεντικός , βγάζοντας προς τα έξω αυτό που είχε πραγματικά μέσα του και διέθετε το χάρισμα να ξεσηκώνει τα πλήθη, κάνοντας μια απλή pub να μοιάζει με αρένα σταδίου. Είχε μια ιδιαίτερη σκηνική παρουσία, οι ερμηνείες του είχαν μια απίστευτη αμεσότητα. Ως στιχουργός του συγκροτήματος, είχε διακριθεί για τους απλούς, αληθινούς στίχους του που εστίαζαν στο τρίπτυχο, σεξ, ποτό και rock ‘n’ roll. Έτσι κι αλλιώς ήταν τύπος των απολαύσεων και μάλιστα συχνά έχανε το μέτρο.
Αυτό μπορεί όλοι να τον γνώριζαν, ουδείς όμως περίμενε την τραγική εξέλιξη μιας συνηθισμένης βραδιάς γι’ αυτόν, στις 19 Φεβρουαρίου του 1980, μετά πολύ ποτό σε ένα κεντρικό club του Λονδίνου μαζί με ένα φίλο του, τον Alistair Kinnear. Στην επιστροφή για το σπίτι, ο Kinneark, μη μπορώντας να σηκώσει το Scott που κοιμόταν, τον άφησε να κοιμηθεί στο αμάξι. Αργά, την επόμενη μέρα και αδυνατώντας να τον ξυπνήσει, μετέφερε το Scott στο νοσοκομείο, όμως εκείνος είχε ξεψυχήσει πριν καν φτάσουν, από αναρρόφηση. Η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στον μουσικό κόσμο γενικά και στις τάξεις της μπάντας ειδικότερα. Ο τάφος του έγινε πολιτιστικό αξιοθέατο και 28 χρόνια μετά το θάνατο του, θεωρήθηκε αρκετά σημαντικός ώστε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο με τους σπουδαιότερους χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σήμερα 37 χρόνια μετά, η φωνή του ακόμα ηχεί μελωδικά στ’ αυτιά μας, ενώ η εικόνα του περνά ακόμα μπροστά απ’ τα μάτια μας, ακούγοντας ύμνους σαν το “Let there be rock”, το “It’s a long way to the top”, το “Highway to Hell”, το “The Jack” και τόσα άλλα, λες και δεν έφυγε ποτέ!
Από τη στήλη του Rock Overdose "Σαν Σήμερα".