Ημερομηνία δημοσίευσης: 5 Αυγούστου 2017
Μία σκηνή της black metal με πολλά διαμάντια η οποία πήρε τα κλισέ της Νορβηγικής σκηνής και τα μεγαλοποίησε, είναι αυτή της Λατινικής Αμερικής. Για τους βαμμένους του είδους πιστεύω ότι δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις, για τους λιγότερο φανατικούς, θα σας πω μόνο ότι προέρχονται από τη γενέτειρα τον Inquisition, την Κολομβία. Οι Siniestra λοιπόν, είναι άλλη μία μπάντα η οποία ακολουθεί όλα αυτά τα κλισέ. To αν το κάνει καλά, μένει να το δούμε στην πορεία.
Με το όνομά τους να σημαίνει «απαίσιο» και γνωρίζοντας την συγκεκριμένη μουσική σκηνή, ήμουν σίγουρος ότι θα άκουγα έναν black metal δίσκο με όλα τα στοιχεία που περιμένει κανείς. Διαβολεμένα ριφφς, μπλαστιδια και στίχους που αφορούν τον σατανά και το συνάφι του. Εντάξει το τελευταίο δεν το σιγούρεψα, διότι όλα είναι στα Ισπανικά, αλλά κάτι ψιλά τα έπιασα. Ξεκινώντας την ακρόαση με το “Siniestro” καθίσταται σαφές ότι τελικά το προαίσθημά μου έπεσε μέσα. Κι αυτό που μου κάνει εντύπωση εξ αρχής είναι η φωνή του Dæmon. Σε συνδυασμό με την παραγωγή του δίσκου δημιουργείται ένα τελικό αποτέλεσμα που αν και δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ακούγεται πολύ φρέσκο. Αν αναλύσουμε τις συνθέσεις μία μία, θα βρούμε μέσα τους στοιχεία από τους κλασσικούς της Νορβηγίας, αλλά κατά κύριο λόγο το ριφφ που καθιέρωσε ο Euronymous, ενώ κατά τόπους θυμίζουν και τους Rotting Christ χρησιμοποιώντας το δικό τους mid tempo τρόπο παιξίματος στις κιθάρες. Τα κομμάτια, ασύνδετα μεταξύ τους, χαρακτηρίζονται από μία χαοτική ατμόσφαιρα και αυτό είναι ίσως το μόνο κοινό τους σημείο. Για τα 50 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, οι ρυθμοί πέφτουν μόνο όταν σιγούν οι κιθάρες. Μέσα σε όλον αυτόν το παροξυσμό από μουσικές, που κυριολεκτικά σε διαολοστέλνουν, υπάρχει κι ένα κομμάτι ονόματι “La Destruccion” το οποίο είναι ορισμός της έλλειψης συνοχής, από την αρχή μέχρι το τέλος του, με ένα πιάνο που δεν κολλάει πουθενά.
Κι αυτή η συνοχή είναι που τρώει πολλούς πόντους από τον δίσκο. Ακούγοντας τον δίσκο κάμποσες φορές την ημέρα για μία εβδομάδα, καταλήγω να σκέφτομαι ότι απλά πέταξαν μέσα ότι ιδέα είχαν. Αυτό βέβαια ίσως είναι απόρροια των πολλών επιρροών που έχουν και στην προσπάθειά τους να πάρουν στοιχεία απ’ όλους, δημιουργήθηκε αυτό το αποτέλεσμα. Κι ενώ στην αρχή χτίζει μία χαοτική ατμόσφαιρα που ταιριάζει με το είδος τους, στο τέλος καταλήγει απλά να ηχεί σαν βαβούρα. Αν βάλουμε στην εξίσωση και την ύπαρξη ενός demo το 2010, κάνει τα πράγματα δυσμενέστερα για τους Κολομβιανούς.
Παρόλα αυτά όμως, έχουμε να δώσουμε και ορισμένα ελαφρυντικά. Πρόκειται για το επίσημο δισκογραφικό ντεμπούτο σχετικά νέων μουσικών, από μία χώρα που φημίζεται για την ακραία της μουσική, με ότι αυτό συνεπάγεται. Σίγουρα μπορούσαν και καλύτερα, αλλά μάλλον ήταν ο αυθορμητισμός της πρώτης τους δουλειάς που δεν τους άφησε να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένες ιδέες. Αυτό που μένει να δούμε, είναι αν στο μέλλον θα μπορέσουν να ανδρωθούν και δημιουργήσουν ντόρο γύρω από το όνομά τους. Η βάση υπάρχει, το θέμα είναι να την εκμεταλλευτούν.
Βαθμολογία: 62/100
Για το Rock Overdose,
Ηλίας Ιακωβόπουλος