Ημερομηνία δημοσίευσης: 3 Νοεμβρίου 2017
Οι L.A Guns κουβαλούν κάμποσες οκάδες ιστορίας. Η εκρηκτική γέννηση του Glam, η διογκωμένη life style meets music σκηνή του L.A, η επιδρομή στις αρένες ανά την υφήλιο, η trivia γαρνιτούρα για την ίδρυση των Guns n’ Roses, μνημειώδεις και ανέμελες rock συνθέσεις, επιβίωση κατά την πτώση των 90’s, διατήρηση του ονόματος και της κληρονομιάς και κυρίως άφοβες κοφτερές κιθαριές, που ταίριαξαν, επί της ουσίας, περισσότερο με παθιασμένα vocal lines, παρά με μαντίλες και ray ban. Οι L.A Guns κυκλοφορούν δίσκο και δίχως να δίνουμε δεκάρα για το ότι δε θα τον παρουσιάσουν σε κάποια αμερικάνικη αρένα της τάξεως των 40.000 θεατών, μας αφορά και του χαρίζουμε απλόχερα την ευνοϊκή νοσταλγική προδιάθεση για τις επερχόμενες ακροάσεις.
Τέρμα τα μελό-ιστορικά εισαγωγικά, για κοφτερές κιθαριές και παθιασμένες φωνές μιλήσαμε και σα να μην πέρασε μια μέρα, με το καλημέρα του δίσκου, όλα είναι εδώ. Η κιθάρα είχε μείνει στα 80’s, μπήκε στο ρεύμα και ξυπνώντας στην αρχή της ιστορίας έκανε το αυτονόητο. Ο δίσκος είναι φουλ στα hard rock riffs, που μυρίζουν 80ίλα και προβάλλουν την ταυτότητα της μπάντας με μπόλικο αντιπροσωπευτικό ηλεκτρισμό. Κατά τα πρώτα τραγούδια παρατηρείται το φαινόμενο της παραπλανητικής εκκίνησης. Τσίτα τα γκάζια, πάμε μωρή ομάδα, δώσε party στο λαό, gonna live in L.A drinκin’ all day, και σταδιακά ο ορίζοντας θαμπώνει και κάθε προσδοκία μένει στάσιμη περιμένοντας το επόμενο τραγούδι. Στο επόμενο intro ξανά μανά. Ανικανοποίητη προσδοκία. Τι εννοώ; Η συνταγή είναι εκεί, αλλά το θέμα δεν είναι να ξέρεις πώς να ακούγεσαι, αλλά να παραχθεί και κάτι που θα κολλήσει στο αυτί. Η συνταγή είναι εκεί σα να μην πέρασε μέρα, αλλά λείπει η έμπνευση. Λείπουν οι ουσιαστικές συνθέσεις. Είμαι στα μισά του δίσκου και κυρίως ξεχωρίζω riffs και drumming- άντε και σαν τραγούδι το “Speed”.
Ο δίσκος έχει ατμόσφαιρα και τσαγανό. Μπορεί να σταθεί σε rock bar και να κουνήσει και κεφάλια, αλλά θα μετά το τρίτο ποτό. Συγνώμη, αλλά η μπάντα είχε κομμάτια που ήταν από μόνα τους δυνατότερα από κάθε hard liquor. Η φωνή του Lewis βαστάει γερά, αλλά τα vocal lines δεν γίνονται brain tattoo, τα τραγούδια μιλούν για τη νύχτα αλλά δεν ωθούν τον ακροατή να βγει, τα solos είναι ξέφρενα, αλλά στο τέλος της ακρόασης L.A Guns σημαίνει 80’s. Σίγουρα υπάρχουν αυξομειώσεις ενδιαφέροντος, π.χ σε κομμάτια όπως “Kill it or Die”, “The Devil Made Me Do It” το πάθος της μπάντας περνάει από τα ηχεία και επαναφέρει φάτσα φόρα το λόγο που ανυπομονούσε κανείς να ακούσει το νέο L.A Guns. Μια ακόμα παρατήρηση είναι το εξελιγμένο παίξιμο στα τύμπανα, ίσως ακουστεί λεπτομέρεια, αλλά σε σημεία κάνει τη διαφορά. Ενδιαφέρουσα και η παραγωγή, που πέραν του να διατηρεί το glam/80’s status quo, δίνει τη δυνατότητα στο αυτί να ξεψαχνίσει το ηχητικό αποτέλεσμα. Με κάποιες νερόβραστες μπαλάντες, τύπου “Christine”, δεν τραβήχτηκε άσος από το μανίκι, αν και στο εσωστρεφές “Gave It All Away”, που κλείνει το δίσκο, ψάρωσα αρκετά και τουλάχιστον για τον επίλογο άρχισα να σκέφτομαι μήπως εν τέλει η μπάντα έχει ανάγκη περισσότερο αυτή την εσωστρέφεια και λιγότερο τα (επιτηδευμένα) party.
Οι L.A Guns δεν έκαναν αυτό που έκαναν οι Motley Crue με το “Saints of Los Angeles”. Δεν υπήρξαν hits για να καρφωθούν δίπλα στις διαχρονικές αξίες, δεν άναψαν τα αίματα, δεν έπεισαν. Ο δίσκος θα ακουστεί πολύ ευχάριστα σε ένα μπαρ, σε μία μάζωξη με rock πνεύμα και όρεξη, συνοδεία κουβέντας και μπύρας, αλλά με βαριά καρδιά συμπεραίνω ότι, εν τέλει, λειτουργεί σαν υπόκρουση και όχι ως κρούση! Εδώ νομίζω ότι με όσες φράσεις κι αν συνεχίσω να περιγράφω το “The Missing Peace”, απλά θα επαναλαμβάνομαι. Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, και επειδή μιλάμε για μια μπάντα που ήπιε ως το μεδούλι τη σκηνή του L.A, νομίζω ότι πέτυχα την υποκειμενική διάνα στο συμπέρασμά μου για το δίσκο. Το “Never Enough” ή το “Sex Action”, οι πάλαι ποτέ L.A Guns σε έκαναν να θες να «το ζήσεις». Εδώ, πρέπει ήδη να το «ζεις» για να περάσεις καλά. Κοίτα να δεις, όμως… Μάλλον αυτό το ελάχιστο που έπρεπε να κάνουν το έκαναν, διότι πέραν της ενεργοποίησης της διαδικασίας επανάληψης του παλαιότερου υλικού, αν είχα την ευκαιρία θα τους έβλεπα live με χαρά. Ας θεωρηθούν η νοσταλγία και το τελευταίο πόρισμα καταλύτες για το σπρώξιμο του βαθμού προς τα πάνω.
Βαθμολογία: 60/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης