Ανταπόκριση: ROYAL HUNT, Soul Cages, New Past @Κύτταρο, Αθήνα (20/4/2018)

Η Αθήνα είχε την τιμητική της την 20ή Απριλίου με αρκετές συναυλίες να λαμβάνουν χώρο από άκρη σε άκρη της πρωτεύουσας. Η αρχική σκέψη να πάω να δω τους θαυμάσιους Hail Spirit Noir δυστυχώς παραμερίστηκε όταν έμαθα ότι την ίδια μέρα θα είχαμε το δίδυμο Royal Hunt και Soul Cages, κυρίως λόγω των δεύτερων τους οποίους και είχα χάσει στην πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας, αντίθετα τους πρώτους τους είχα παρακολουθήσει δις, και μάλιστα η δεύτερη τους εμφάνιση με τους Psychotic Waltz και Pagans Mind έπεσε τη μέρα της μόνιμης μετοίκησης μου στην Αθήνα από τη νύφη του Βορρά. Έχω μία παράξενη θεωρία/λογική που σίγουρα αδικεί τα εγχώρια συγκροτήματα, αλλά όταν έχω δίλημμα μέσα σε μία μέρα και από τη μία υπάρχει δικό μας συγκρότημα κι από την άλλη ξένη μπάντα, θα πάω να δω την ξένη μπάντα, ειδικά αν δεν την έχω δει ποτέ ή αν είναι κάτι υπεραγαπημένο. Με την πρόφαση πάντα ότι το δικό μας συγκρότημα αργά η γρήγορα θα το πετύχω κάπου και θα πάρω το αίμα μου πίσω. Βέβαια, από την άλλη τους Hail Spirit Noir τους χάνω τρίτη φορά για παρόμοιο λόγο, την πρώτη λόγω των Annihilator, τη δεύτερη επειδή ήμουν εκτός Αθηνών, που θα μου πάνε όμως, θα συγχρονιστούν τα ρολόγια σωστά κάποια στιγμή και θα τους απολαύσω, μέχρι τότε καλή τύχη στην επερχόμενη περιοδεία τους και μακάρι να πάρουν κεφάλια.

 

 

Τη βραδιά άνοιξαν με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση (μία ώρα) τα δικά μας παιδιά, οι New Past. Ένα νέο όπως τόνισαν συγκρότημα το οποίο μάλιστα μόλις κυκλοφόρησε το παρθενικό του άλμπουμ, ''State Of Falling'', και πήραν την ευκαιρία να δείξουν την αξία τους στο σανίδι της σκηνής. Ευκαιρία την οποία δεν άφησαν να πάει ανεκμετάλλευτη, μια και κέρδισαν το κοινό το οποίο είχε σπεύσει από νωρίς στο Κύτταρο (συν ότι αρκετοί που ήρθαν επίτηδες αργότερα τους πρόλαβαν μια και είχαμε την καθυστέρηση). Πάρα πολύ καλός ήχος για τα παιδιά, με το μπάσο να είναι όμορφα τσιτωμένο και τον μπασίστα να είναι ο μόνος που το ρίχνει λίγο έξω επί σκηνής, οι υπόλοιποι κάπως πιο στατικοί και προσεκτικοί να αποδοθεί το υλικό σωστά. Ο ντράμερ είχε ένα πολύ ανορθόδοξο στυλάκι, ξεκάθαρα φάνηκε ότι είναι αριστερόχειρας (το επιβεβαίωσε ο θεούλης μπασίστας μετά), ενώ τα ριφφ ήταν δυνατά και ουσιώδη και τα φωνητικά του τραγουδιστή πατούσαν σωστά χωρίς υπερβολικά ανεβάσματα και γενικώς το προοδευτικό τους παίξιμο διαθέτει μία άλφα σοβαρότητα. Ενώ μπορεί να θυμίζουν πολλά σε κάποια περάσματα, καταλήγει κανείς ότι έχουν δικό τους ήχο, ενώ αν ντε και καλά θέλει κάποιος να τους παρομοιάσει με κάτι, είναι σαν Fates Warning χωρίς να είναι Fates Warning, μάλιστα μου βγάλανε μία αύρα Vauxdvihl σε σημεία. Σίγουρα πάντως κινησιολογικά ο τραγουδιστής λατρεύει τον Ray Alder, έχει σηκώσει τις κινήσεις του μελετώντας τον πολύ προσεκτικά, αν πάλι αυτό δεν ισχύει, τότε μιλάμε για σατανικότερη κι από τον Mumm-Ra σύμπτωση. Αξιολογότατοι και ιδιαίτεροι, δείχνουν χαμηλό κεφάλι και προσήλωση, εύχομαι προσωπικά ότι καλύτερο για τη συνέχεια και να δίνετε λίγο headbanging παραπάνω επί σκηνής όταν χρειαστεί.

 

 

Στη συνέχεια και λίγο πριν τις 10 ανεβαίνουν στη σκηνή οι Soul Cages και για περίπου μία ώρα κι ένα τέταρτο καθαρού χρόνου -μια και σε κάποια φάση είχαμε ένα ατυχηματάκι με τον ενισχυτή και για 5-10' σφίξαμε μήπως και σταματήσει και η εμφάνιση τους και η συναυλία γενικότερα, διότι είναι γνωστό ότι αν κάτι πάει στραβά εξ'αρχής μετά θα πάει όλο το πράγμα έτσι. Ευτυχώς με την έγκαιρη παρέμβαση των υπευθύνων, η εμφάνιση συνεχίστηκε κανονικά. Και ήταν πραγματικά μαγική και αξέχαστη. Οι Soul για μένα προσωπικά ήταν πάντα το μεγάλο συγκρότημα της Γερμανίας όσον αφορά το progressive metal, δεν πήραν ποτέ την αποδοχή (την ποια;) των συμπατριωτών τους Sieges Even, αλλά προσωπικά στην καρδιά μου ούτε λόγος σύγκρισης. Με μπροστάρη τον Thorsten Staroske σε φωνητικά και κιθάρα, ο οποίος τραγουδούσε με ένα παράξενο τρόπο σαν να χαμογελάει παράλληλα, ξεκινάνε με το ομότιτλο ''Soul Cages'' από το ομότιτλο ντεμπούτο τους και εκπροσώπησαν όλα τα τέσσερα υπέροχα άλμπουμ τους, με έμφαση προφανώς στο τελευταίο ''Moon'', 5 χρόνια πριν. Τα αδέρφια Jörg και Knut Nitschke (με vintage φανέλα ποδοσφαίρου της Εθνικής Γερμανίας) σε τύμπανα και κιθάρα αντίστοιχα συνεννοούνται με κλειστά μάτια, ενώ και ο νεότερος στη μπάντα, μπασίστας Ingo Vieten που μάλιστα δείχνει σαν να είναι χρόνια στο συγκρότημα, σε στιγμές προσπαθεί να παρασύρει τους υπόλοιπους και να τους ξεσηκώσει να παίξουν πιο ανέμελα.

 

 

 

Στα πλήκτρα και τα δεύτερα φωνητικά η Beate Kuhbier βοηθάει όπου χρειάζεται τον Staroske, ο οποίος παίζει και τα πλήκτρα σε αρκετά κομμάτια. Συνολικά ακούσαμε και το ''The Narrow Path Of Truth'' από το ομότιτλο, τα ''Μoments'', ''The Naked World'' και ''My Spiritual Home'' από το ''Moments'', μόνο το ''Falling'' από το ''Craft'' και από το ''Moon'' τα ''Αlways Meet Twice'', ''The Curse'', ''Waiting'' και το ομότιτλο κομμάτι. Ενθουσιασμένοι και σχεδόν χωρίς να πιστεύουν τη ζεστασιά του κοινού, (''Είναι απίστευτο στη Γερμανία παίζουμε για 12-13 άτομα'' είπε ο Staroske), οι Γερμανοί συνεχώς χαμογελούσαν, ενώ έδειξαν ψυχραιμία όταν χρειάστηκε να γίνει η αλλαγή του ενισχυτή. Zεστή, μεστή και σε κάθε περίπτωση ξεχωριστή και παράδειγμα προς μίμηση για πολλά γκρούπ εμφάνιση την οποία θα θυμόμαστε με χαρά και νοσταλγία. Μακάρι να κυκλοφορήσουν κάτι νέο μιά κι έχουν περάσει 5 χρόνια από το ''Moon''. Ευχαρίστησαν θερμά το κοινό και το διοργανωτή, ενώ προς τιμήν τους είχαν και πειράγματα με τον Γρηγόρη από το Eat Metal, ο οποίος αν δεν απατώμαι τους είχε φέρει την πρώτη φορά και γενικά ήταν πολύ ανοιχτοί με τους πάντες, όταν κάποιος τους ζητούσε μία φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο, αντιδρούσαν λες και είχαν σηκώσει το Champions League, κέρδισαν ακόμα περισσότερους πόντους και γενικά αν και δεν πήραν ποτέ από τη μάζα του κοινού την αποδοχή που άξιζαν, μακάρι τουλάχιστον το 90% των συγκροτημάτων εκεί έξω να ήταν σαν αυτούς.

 

 

Η ώρα περνάει και έχει πάει σχεδόν μεσάνυχτα μέχρι να βγουν οι Royal Hunt, ενώ αν όλα λειτουργούσαν βάση προγράμματος, θα είχαμε τελειώσει συνολικά εκείνη την ώρα. Παρ'όλα αυτά το πολυεθνικό συγκρότημα ανεβαίνει στη σκηνή και τελειώνει περίπου στις 2 παρά τέταρτο! Ξεπερνώντας το γεγονός ότι αυτά συμβαίνουν σε συναυλίες και με το διοργανωτή να μην έχει την τύχη του πρωτάρη καθώς τον πήδηξε λίγο η γκαντεμιά στην πρώτη του διοργάνωση με όσα συνέβησαν πριν αρχίσει η συναυλία, όλα κύλησαν στο τέλος καλά και το συγκρότημα ξεκινάει με το ''Last Goodbye''. Εδώ έχουμε μικρό φάουλ, μια και πάντα σχεδόν έκλεινε τις εμφανίσεις τους, αφήνεις το μεγάλο σου όπλο για το τέλος και κρατάς τις παραδόσεις, ήταν όσο νά'ναι ξενέρα, η οποία έγινε διπλή από τον πραγματικά κακό ήχο που είχαν, με τα τύμπανα του Andreas Johansson πολύ μπροστά και την κιθάρα του Jonas Larsen πολύ πίσω, για να μην πω ολοκληρωτικά θαμμένη. Ευτυχώς που τα πλήκτρα του ηγέτη André Andersen είχαν ένα ζεστό ήχο και δε βαβουριάζανε, ενώ ο μέγας πραγματικά D.C. Cooper, αν και ορισμός του ποζερο-frontman και παρ'ότι απέδωσε τα κομμάτια ίσα ίσα για να μην κουράσει τη φωνή του, έκλεψε και πάλι την παράσταση. Ο τύπος ψοφάει για αποθέωση και καλά κάνει, είναι Θεός και το ξέρει αλλά και πάλι έχει ρεπερτόριο κινήσεων που δείχνει ότι έχει γεννηθεί για να βρίσκεται στη σκηνή, αυτό ειδικά που κάνει λες και τον χτυπάει ηλεκτροπληξία είναι απίστευτη τσιτιά.

 

 

Όντας η τρίτη φορά συνολικά εμφάνιση τους, σίγουρα ήταν η κατώτερη των προσδοκιών στη χώρα μας, χωρίς παρεξήγηση και παρ'ότι τους λατρεύω, η πρώτη εμφάνιση με τον Mark Boals ήταν πληρέστερη βάση χρόνου, ενώ αυτή του 2012 που ήταν και η πρώτη τους με τον D.C. Cooper ήταν απλά μεγαλείο. Το να παίζονται κομμάτια όπως τα ''Tearing Down The World'', ''Wasted Time'', ''Cold City Lights'', ''Half Past Loneliness'' και να μην υπάρχει αυτή η επικοινωνία κοινού και μπάντας δεν είναι ότι καλύτερο. Το κοινό ναί μεν γούσταρε και τραγουδούσε όπου μπορούσε, αλλά η κούραση στα πρόσωπα κάποιων ήταν ήδη εμφανής όσο η ώρα περνούσε, ειδικά κάποιοι που δούλευαν κιόλας την επόμενη το σκεφτόντουσαν και τα είχαν δει όλα. Ο Cooper παρ'όλα αυτά προσπαθεί να ξεσηκώσει το κοινό, κάνοντας κάποια -αμφιβόλου επιτυχίας- αστεία, αλλά στο ''Message To God'' κατέβηκε να τραγουδήσει μαζί με το κοινό, δίνοντας το χέρι σε όποιον πετύχαινε μπροστά του και σίγουρα ήταν η πολύ όμορφη στιγμή της εμφάνισης τους. Έκλεισαν στο άτυπο encore με τα ''Fistful Of Misery'' και ''Epilogue'' και τόνισαν ότι θέλουν να ξανάρθουν, είχαν καλή διάθεση μια και ήταν η τελευταία εμφάνιση της περιοδείας, αλλά στα μάτια μου ήταν απλά ''τόσο, όσο'' χρειαζόταν για να αποδοθούν επαγγελματικά μεν, αλλά όχι αρκετά δε τα κομμάτια τους.

 

 

 

Δε θέλω να το πάω συγκριτικά, αλλά θα παραθέσω ειδικά τον D.C. Cooper στην εμφάνιση του με τους Shadow Gallery πριν λίγα χρόνια στον ίδιο χώρο, όπου τραγουδούσαν πέντε άτομα μαζί, ο ίδιος είχε το μικρόφωνο σε απόσταση μισού μέτρου και βάλε από το στόμα και πάλι τους υπερκάλυπτε με την τεράστια φωνή του. Φυσικά δεν ήταν κακός αλλά σίγουρα δεν τα έδωσε όλα, ήταν που ήταν ο ήχος γάμα τα, άμα και το βαρύ χαρτί σου απλά αποδίδει τα βασικά κάτι λείπει. Ας μην παρεξηγηθώ από όσους γούσταραν, αλλά πιστεύω ότι όσοι ήταν εκεί και τις δύο προηγούμενες φορές, θα συμφωνήσουν μαζί μου ότι έχουν αφήσει χρωστούμενα, αν και δεν ξέρω πόσο πιθανό είναι να ξανάρθουν. Ευτυχώς είχε περισσότερο κόσμο απ'όσο πίστευα, για κάποιο λόγο θεώρησα ότι το κοινό θα σνομπάρει τη συναυλία και θα είμαστε 100 άτομα, αλλά ήμασταν πολύ περισσότεροι (και πάλι λίγοι βέβαια, αλλά τουλάχιστον δεν παίζαμε και μπάλα). Εύχομαι προσωπικά στον διοργανωτή καλή σταδιοδρομία στο χώρο και γερό στομάχι για να αντέξει τις δυσκολίες της όλης φάσης, λίγη προσοχή στο χρονοδιάγραμμα την επόμενη φορά με του Grave Digger τον Σεπτέμβριο και λιγότερες ατυχίες, διότι είναι και όλα θέμα ημέρας. Τα συγκροτήματα πάντως δεν είχαν το παραμικρό παράπονο από τη μεριά του κι αυτό είναι το σημαντικότερο. To υπόλοιπο του Απρίλη μεταξύ άλλων περιέχει Bell Witch, Godspeed You! Black Emperor και Pestilence, σε 3ήμερο σερί-φωτιά, οπότε ραντεβού εκεί, η σεζόν έχει ακόμα πολύ δρόμο και μόνο χαρές μας περιμένουν, ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε!

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

Φωτογραφίες: Πέτρος Παπαπέτρος 

 

 

Comments