42 χρόνια πριν, το θρυλικότερο heavy metal συγκρότημα του πλανήτη, οι Iron Maiden, κατακτούν τον μεταλλικό κόσμο, μέσα από το πιο κομβικό άλμπουμ της καριέρας τους και ένα απ’ τα σπουδαιότερα metal άλμπουμ όλων των εποχών, το επικό Number of the Beast!
Η απομάκρυνση του Paul Di Anno, αποδεικνύεται τελικά μια εξαιρετική συγκυρία για να καταφέρει η μπάντα να θέσει τις συντεταγμένες της στην κορυφή του χάρτη του NWOBHM, μια θέση που θα διατηρήσει στο μέλλον, αφήνοντας τους ανταγωνιστές της μίλια μακριά. Όλη η ιστορία, μέχρι να φτάσουμε στην ηχογράφηση της τρίτης δουλειάς των Βρετανών, φέρνει στο μυαλό το ρητό «κάθε εμπόδιο για καλό». Ο Paul Di Anno, έχει αποχωρήσει απ’ τη σύνθεσή τους, αφού δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει. Μπορεί η αντικατάστασή του να ήταν μια δύσκολη διαδικασία, η κατάληξη όμως αποδείχθηκε ευτυχές γεγονός. Κι αυτό γιατί ο διάδοχος του, δεν είναι απλά ένας αντάξιος αντικαταστάτης του. Έμελλε να είναι μια φωνή που μοιάζει να ήρθε στον κόσμο αυτό για να ερμηνεύει κομμάτια τους. Είναι ο μέγιστος Bruce Dickinson, η παρουσία του οποίου ανανεώνει το συγκρότημα, το βοηθά να πραγματοποιήσει ένα σημαντικό ποιοτικό άλμα και δίνει τη δυνατότητα στον Steve Harris, να υιοθετήσει ένα καινούριο στυλ σύνθεσης κομματιών και να εξερευνήσει τις πολύπλοκες κατευθύνσεις που είχε στο μυαλό του, εκμεταλλευόμενος το τεράστιο φωνητικό εύρος του νεοεισελθόντος.
Συνθετικά, το γκουπ καλείται να ξεκινήσει απ’ το μηδέν, καθώς έτοιμο υλικό πια δεν υπάρχει, αφού εξαντλήθηκε στις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες τους. «Μετά το δεύτερο άλμπουμ, όλο το υλικό αυτών των λίγων χρόνων που είχαμε γράψει εξαντλήθηκε. Τότε ξεκίνησε η πίεση, όταν έπρεπε να γραφτούν κομμάτια σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα», αναφέρει ο Harris. Κάπως έτσι δίνει και στους υπόλοιπους τη δυνατότητα να συνθέσουν κομμάτια, κάτι που κάνει το υλικό πιο ποικιλόμορφο. Το ευτύχημα ήταν ότι ιδέες υπήρχαν και για την ανάπτυξή αυτών, αναμείχθηκε κατ’ αρχάς ο Adrian Smith, που πιστώνεται τη συμβολή σε τρία απ’ τα οκτώ κομμάτια του δίσκου, ενώ για πρώτη φορά, στην τελευταία του συμμετοχή σε άλμπουμ των Maiden, συνεισφέρει συνθετικά και ο ντράμερ, Clive Burr, σ’ ένα κομμάτι, το “Gangland”. Ανάμειξη στον ίδιο τομέα είχε και ο Dickinson, λόγω όμως ορισμένων νομικών εκκρεμοτήτων με τους Samson, δεν του επιτρεπόταν να προσθέσει το όνομα του στα τραγούδια που γράφονταν.
Εδώ λοιπόν, σηματοδοτείται μια διαφορετική νοοτροπία και λογική στα κομμάτια, που αποβάλλουν αρκετά το «αλητήριο» στυλ των προηγούμενων ετών, οφειλόμενο σε μεγάλο βαθμό και στο punk στυλ του Di Anno. Η προσέγγιση είναι πιο heavy και πολυπλοκότερη, με αρκετά αργά μέρη, σημαντικές δόσεις ατμόσφαιρας και εκρηκτικά ξεσπάσματα να προστίθενται στις συνθέσεις. Τα τραγούδια, κλασσικά στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ξεχειλίζουν από δύναμη, πάθος, ανελέητες κιθαριστικές επιθέσεις, εναλλαγές στους ρυθμούς, φοβερές ενορχηστρώσεις και μαγικές μελωδίες. Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα το όραμα του Harris, που σε μεγάλο βαθμό υλοποιείται πλέον.
Για το εξώφυλλο, το συγκρότημα απευθύνεται ξανά στο Derek Riggs ζητώντας του να δημιουργήσει μια αντιπαράθεση του ποιος είναι στην πραγματικότητα ο κακός, ο Eddie ή ο διάολος; Η έμπνευση του Riggs, είναι να σχεδιάσει το διάολο να κρατάει τον Eddie σα μαριονέτα αλλά τελικά να φαίνεται ο Eddie αυτός που τον κρατά με τον ίδιο τρόπο. Ίσως λόγω του εξωφύλλου, ίσως λόγω του τίτλου του άλμπουμ, σίγουρα πάντως λόγω της στενομυαλιάς ορισμένων εκείνη την εποχή, δημιουργείται ένα κλίμα που θέλει τους Maiden οπαδούς του σατανά. Μέσα σ’ όλα, έρχονται και δημοσιεύματα από το μουσικό τύπο που αναφέρουν φήμες από διάφορα παράξενα περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Σύμφωνα μ’ αυτά, τα φώτα τρεμόσβηναν κάποιες στιγμές ενώ υπήρχαν και κάποια ψυχρά σημεία στο στούντιο. Ως αποκορύφωμα όλων αυτών υπάρχει και μια ιστορία που θέλει τον Martin Birch, να αναμειγνύεται σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα εκείνες τις μέρες. Όταν παρέλαβε το αμάξι του απ’ το συνεργείο ο λογαριασμός έγραφε ακριβώς 666,66 λίρες και εκείνος τρομοκρατημένος ζήτησε να γίνει στρογγυλοποίηση του ποσού σε 667 λίρες. Το αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος να επικριθεί έντονα απ’ τους συντηρητικούς ειδικά στην Αμερική όπου ομάδα χριστιανών ακτιβιστών αρχίζει να καταστρέφει τους δίσκους τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Η κατάσταση ενοχλεί ιδιαίτερα τα μέλη της μπάντας, που πάντα διέψευδαν αυτούς τους ισχυρισμούς, ενόχληση που φαίνεται και από δηλώσεις που έχουν κάνει κατά καιρούς. Ο Dave Murray είχε πει χαρακτηριστικά: «Πολλοί μπερδεύουν τη φαντασία με την αίσθηση της πραγματικότητας. Η μουσική, τα τραγούδια και οι στίχοι, έχουν όλα μια τάση φυγής, είναι φτιαγμένοι για να τα ακούς και να σε μεταφέρουν αλλού. Είναι όπως όταν βλέπεις μια ταινία ή διαβάζεις ένα βιβλίο».
Συγκεκριμένα μάλιστα το ομώνυμο “Number of the beast”, που τόσες αντιδράσεις προκάλεσε, ήταν στην πραγματικότητα μια έμπνευση του Harris από έναν εφιάλτη που είδε, έχοντας παρακολουθήσει το ίδιο βράδυ την ταινία τρόμου Damien: Omen II. Το σημαντικό είναι, πως τίποτα απ’ όλα αυτά δε στάθηκε ικανό να ανακόψει τη φρενήρη πορεία προς την κορυφή, που ξεκίνησε για τους Maiden. Οι κριτικές που έλαβε το άλμπουμ ήταν κυρίως διθυραμβικές και για πρώτη φορά οι πρωτιές στα chart ήταν γεγονός. Η φήμη τους εκτοξεύθηκε και από κει κι έπειτα και κάθε συναυλία τους συνοδευόταν από λαοθάλασσες, σε οποιοδήποτε μέρος της γης κι αν πραγματοποιούνταν.
Η εικόνα τους καθιερώθηκε και δεν ήταν λίγοι αυτοί που άρχισαν να κάνουν τατουάζ με τον Eddie, που πλέον γίνεται μεγάλη φίρμα, φιγουράροντας σε εξώφυλλα μουσικών περιοδικών.
Οι Iron Maiden, χρίζονται αυτοκράτορες του metal και ο μουσικός πλανήτης παραληρεί!