GODFLESH – “Purge”

Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας 

 

 

35 χρόνια ιστορίας κλείνει εν έτει 2023 το κεφάλαιο της μουσικής που ονομάζεται Godflesh. Και παρά την 7ετία μεταξύ 2002-2009 που έμειναν ανενεργοί, οι πρωτοπόροι του εν γένει industrial ήχου είναι ακόμα ανάμεσα μας και μας προσφέρουν το 9ο άλμπουμ τους ονόματι “Purge”. Σίγουρα τα 9 άλμπουμ σε 35 χρόνια, ακόμα και με το διάλειμμα των 7 ετών, είναι πενιχρότατος απολογισμός συνέπειας, από την άλλη όμως, οι Godflesh ποτέ δεν ήταν μια μπάντα που απλά ηχογραφούσε για να ηχογραφεί και που κάθε της κυκλοφορία και περίοδος είχε να προσφέρει κάτι το διαφορετικό, το προκλητικό, το αβίαστο που και δε μπορούσε να επαναληφθεί από άλλους αλλά και που έδειχνε υγιή άγνοια κινδύνου. Το αιώνιο δίδυμο του κιθαρίστα/τραγουδιστή Justin Broadrick και του μπασίστα G.C. Green, αχώριστο δισκογραφικά όλα αυτά τα χρόνια –τονίζω το δισκογραφικά γιατί για ένα πολύ μικρό διάστημα ο Green αποχώρησε και συνάμα οδήγησε στη διάλυση της μπάντας καθώς ο Broadrick δεν μπορούσε να τον αντικαταστήσει όπως παραδέχθηκε- συνεννοείται για άλλη μια φορά με κλειστά μάτια και έτσι το “Purge” αποτελεί για άλλη μια φορά ένα κλειστοφοβικό μανιφέστο το οποίο σε επαναφέρει στον μοναδικό κόσμο των Godflesh και που ενώ λίγο-πολύ ξέρεις τι να περιμένεις, διαφέρει σημαντικά από τις προσδοκίες.

 

 

Μιλώντας πάντα με δεδομένα επιστροφής, μετά το φοβερό “A World Lit Only By Fire” που ήταν ένα πιο τραχύ και ωμό άλμπουμ επειδή σύμφωνα με τον Broadrick και παλιότερη συνέντευξη που μας έχει παραχωρήσει, οι Godflesh έπρεπε να επιστρέψουν με κάτι πιο έντονο, ήρθε το “Post Self” το 2017 όπου και πάλι ο κύριος δημιουργός ανέφερε ότι ήταν πιο κοντά στα θέλω του ως δίσκος. 6 χρόνια μετά (αιώνας φάνηκε το κενό), τολμώ να πω ότι το “Purge” είναι από την πρώτη του ακρόαση ένα (πολύ) καλύτερο άλμπουμ από το “Post Self”, στο οποίο είχα για πρώτη φορά το αίσθημα για δίσκο Godflesh (άκουσον άκουσον) ότι και να μην έβγαινε δε θα στερούμουν και κάτι ιδιαίτερο. Μπορεί να το αδικώ καθώς ξέρω πολύ κόσμο που του άρεσε τότε, αλλά προσωπικά δεν βρήκα σύνδεση και μεταδοτικότητα. Αντίθετα το “Purge” τρόπον τινά μας πάει 30 (και κάτι ψιλά) χρόνια πίσω και στη νοοτροπία που είχαν οι Godflesh στο “Pure”. Δεν ξέρω αν και ο τίτλος αποτελεί ευθεία αναφορά, καθώς τα “Pure”/”Purge” όπως εύκολα μπορείτε κι εσείς να παρατηρήσετε, χωρίζονται μόλις από ένα g, άρα δεν θεωρώ ότι έγινε και πολύ τυχαία όλο αυτό. Είναι όμως κάτι τόσο πασιφανές κατά την πρώτη ακρόαση;

 

 

Θεωρώ ότι το “Purge” έχει ένα πλούτο που τα δυο πρώτα δείγματα του δίσκου –και δυο πρώτα του κομμάτια παράλληλα- δεν πολυμαρτυρούσαν. Και το “Nero” αλλά και το “Land Lord” έχουν έντονο τον χαρακτήρα των Godflesh ακόμα και της περιόδου “Songs Of Love And Hate”/”Us And Them”, αν υπήρχε αυτό το πιο ανέμελο στυλ του “Selfless” μέσα – το οποίο ως γνωστόν παραμένει το εμπορικά πιο επιτυχημένο άλμπουμ τους και σύμφωνα με τον Broadrick τον «ροκ» δίσκο τους- θα μπορούσα πολύ άνετα να σας έγραφα ότι έχουμε μια πλήρη επιστροφή στην εποχή 1992-1999 και ότι ακολούθησε γενικά το ηγεμονικό και πιο απαραίτητο από τον αέρα “Streetcleaner”. Ναι υπάρχουν στοιχεία από το “Pure” με βάση την βαρύτητα –αρκετά πιο ελεγχόμενη εδώ βέβαια, μην ξεχνάμε ότι το “Pure” παραμένει τσιμεντόλιθος- και με την πειραματική προσέγγιση των άλλων δυο προαναφερθέντων δίσκων πιο εμφανή, ωστόσο όχι τόσο ώστε τα «χορευτικά» περάσματα να τριπάρουν αλλά να έχουν αυτή την παλμική γλυκιά μονοτονία των Βρετανών, με τις συνεχείς επαναλήψεις των ρυθμών, το μπάσο να λειτουργεί σαν ζωοδότης και τα τύμπανα –ή μάλλον τα προγραμματισμένα τύμπανα για να είμαι ακριβής- να σκάνε με τέτοιο τρόπο στις συνθέσεις που να υπηρετούν ιδανικά αυτό τον κρύο βιομηχανικό ήχο των Godflesh.

 

 

Πιστεύω ότι κομμάτια όπως το “Army Of Non” και ειδικά το “Lazarus Leper”, θα κάνουν τους φίλους των Godflesh να χαμογελάσουν πολύ, ενώ γενικά το δεύτερο μισό του δίσκου το θεωρώ πολύ πιο συμπαγές, φιλόδοξο και άμεσα μεταδοτικότερο, με τέτοια ροή που νιώθεις ότι ο δίσκος κλιμακώνει και κερδίζει περισσότερους πόντους. Έτσι το πολύ ωραίο “Permission” διαδέχεται το βαρύτατο “The Father”, ενώ οι παλιότεροι οπαδοί κυριολεκτικά θα βγάλουν καρδούλες ακούγοντας το “Mythology Of Self”, ένα κομμάτι που παραπέμπει ακόμα στις εποχές του πρώτου ομότιτλου ΕΡ τους το σωτήριον έτος 1988, σέρνεται απειλητικά με το μπάσο να σου κόβει ανάσα και τα παραμορφωμένα φωνητικά του Broadrick να κάνουν τη διαφορά σε ξεκάθαρο “Streetcleaner” τόνο. O τρόπος με τον οποίο γίνεται η αλλαγή στο πιο «αιθέριο» και υπνωτικό τελευταίο –και μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου- “You Are The Juge, The Jury And The Executioner” (εκπληκτικός τίτλος) είναι ιδανικός στο να κλείσει τον δίσκο με την (εν)συναίσθηση ότι οι Godflesh σου έχουν προσφέρει και πάλι –για πολλοστή φορά- μία διαφορετική πλευρά του εαυτού τους που έχει αρκετά στοιχεία με το παρελθόν τους, αλλά από την άλλη ακούγεται και πάλι κάτι τόσο νέο, επειδή απλά είναι δικό τους κι επειδή απλούστερα έχουν την ηχητική τεχνογνωσία.

 

 

Δε νομίζω να χρειάζονται πολλές αναλύσεις για την προσφορά τους στο σύνολο και δεν πιστεύω ότι απαιτείται κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να σας πείσω να ακούσετε ή όχι το “Purge”. Οι Godflesh έχουν ένα κοινό συγκεκριμένο, απαιτητικότατο και που δεν περιορίζεται στο αυστηρά μεταλλικό πλαίσιο, άλλωστε και το υπόβαθρό των δυο μελών κάθε άλλο παρά μεταλλικό είναι, από την άλλη το άνοιγμα που κάνουν ηχητικά είναι από τις λίγες περιπτώσεις που μπορεί να το αντέξει ο συνήθως κολλημένος μεταλλάς, ο οποίος στο τέλος παραδέχεται την υγιή ξεροκεφαλιά τους και τους βγάζει το καπέλο λόγω σεβασμού κι επειδή μένουν πιστοί στις αρχές τους και την βαριά φανέλα την οποία φοράνε. Όχι, το “Purge” προφανώς και δεν είναι ο καλύτερος –αλλά ούτε και ο χειρότερος- δίσκος των Godflesh και όχι, δεν ξεπερνάει το “A World Lit Only By Fire” σε δεδομένα επανασύνδεσης, είναι όμως πολύ ανώτερο από κάθε άποψη του “Post Self” και επαναφέρει την Κάθαρση όπως μαρτυράει ο τίτλος του στις καρδιές των οπαδών τους, αλλά και των ίδιων των μελών τους, ειδικά του Broadrick, ο οποίος δεν έχει περάσει και λίγα και οι Godflesh ήταν πάντα το όχημα του ώστε να ξεφύγει από την κατάθλιψη και τα λοιπά μετατραυματικά σύνδρομα.

 

Σεβασμός, αγάπη τεράστια και υπόκλιση, ασχέτως αποτελέσματος.

 

 

Βαθμολογία: 76/100

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας

 


 


 

Comments