Συντάκτης: Άγγελός Κατσούρας
Επιστροφή των αγαπημένων Καννίβαλων αρκετά πιο σύντομα απ’ότι περιμέναμε μετά το “Violence Unimagined”, καθώς πέρασαν λιγότερο από δυόμιση χρόνια και πάντα με τις ενδιάμεσες μακροσκελείς περιοδείες που χαρακτηρίζουν το ιστορικό συγκρότημα, που ως γνωστόν, δεν πολυβάζει κώλο κάτω. Αρκετός κόσμος γούσταρε το εν λόγω προηγούμενο άλμπουμ τους, αλλά προσωπικά δεν μπόρεσα να καταλάβω πως/τι/γιατί. Μοναδικό ενθαρρυντικό το οποίο με γέμιζε με μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τη συνέχεια, ήταν η προσθήκη μόνιμα στις κιθάρες του χρόνιου παραγωγού τους και άκρως συμπαθή από την θητεία του στους Ripping Corpse, Morbid Angel, Alas και Hate Eternal, μόνιμα χαμογελαστού Erik Rutan. O Rutan κακά τα ψέματα ανέκαθεν ήταν παιχταράς και δε χρειαζόταν και καμία ιδιαίτερη ανάλυση αν κάποιος είχε ακούσει οτιδήποτε περιεχόταν στην πρότερη καριέρα του, αυτό όμως που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι όταν τον είδα μαζί τους ζωντανά, έφερε μια νέα φρεσκάδα στην απόδοση τους, και είχα αρκετό καιρό να τους δω τόσο καλούς όσο μαζί του, πρέπει να πάω πίσω στην περιοδεία του “Kill” το 2007 για να θυμηθώ κάτι ανάλογο. O Rutan που και τον ήχο τους ήξερε και καλός συνθέτης είναι, αυτή τη φορά έχει πιο καίρια συμμετοχή στο 16ο παρακαλώ άλμπουμ των Cannibal Corpse, ονόματι “Chaos Horrific”.
Το μυστικό κρύβεται στο γεγονός ότι είχε πάντα έναν πιο… νοσηρό (χο χο χο) ήχο και πως ήξερε να διαχειρίζεται καλύτερα τα πιο βαριά προς mid-tempo περάσματα, έτσι αυτή τη φορά «σπάει» λίγο το γνώριμο υπεργρήγορο μοτίβο ταχύτητας που έχουμε συνηθίσει στους Cannibal Corpse, το οποίο πιστέψτε με, είναι μόνο για καλό. Αφού ξεκαθαρίσω ότι είμαι πολύ υπέρ του μονοκόμματου ξύλου σε δίσκο κι ότι δεν έχω απολύτως τίποτα με το να πηγαίνει πριονοκορδέλα ένα άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος, οι αγαπητοί μας Καννίβαλοι κρίνω ότι είχαν πέσει σε ένα μεγάλο τέλμα αν όχι από το “Kill”, τουλάχιστον από το “Evisceration Plague” και μετά. Κάπου αυτό είναι λογικό καθώς τα άλμπουμ πληθαίνουν, το κάθε άλμπουμ έχει πολλά κομμάτια (αν τα βάλω κάτω πρέπει να έχουν 200 πλέον περίπου) και φυσικά και οι εξαντλητικές περιοδείες δεν σταματούν. Οι τύποι έχουν φτάσει σχεδόν 2.500 συναυλίες, μιλάμε για εξωπραγματικό νούμερο και χωρίς να είναι ενεργοί συναυλιακά τόσο παλιά όσο άλλες μεγαλύτερες μπάντες με λιγότερες συναυλίες, κοινώς έχουν ξεπατωθεί. Εδώ έρχεται και ο μεγάλος ρόλος του Rutan, ο οποίος για κάποιο λόγο δείχνει σαν να έχει συμβάλλει τα μέγιστα ώστε να κρατάει τα μπόσικα και να τους βοηθάει να παραμένουν ηχητικά φρέσκοι.
Εκτός ότι έχει γράψει 3 κομμάτια για το δίσκο, με άλλα 3 να είναι γραμμένα από το Rob Barrett με τον οποίο έχει φτιάξει φοβερό κιθαριστικό δίδυμο –και ίσως το συμπαθέστερο από πλευράς προσωπικοτήτων που είχε ποτέ η μπάντα- και άλλα 4 από τον συνήθη ύποπτο Alex Webster, έχει συνεισφέρει στιχουργικά στα 2 εξ’αυτών, τα “Frenzied Feeding” και “Drain You Empty” που κλείνει το δίσκο. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, διακρίνω πραγματικό ενδιαφέρον σε κάθε κομμάτι του δίσκου, άλλο περισσότερο κι άλλο λιγότερο σίγουρα, αλλά δεν υπάρχει αυτό το μοτίβο «μια κρύο/μια ζέστη» που μου πρόσφεραν τα προηγούμενα 4-5 άλμπουμ. Πάρα πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η βαρύτητα έχει ενισχυθεί σημαντικά και ότι οι αλλαγές ρυθμών θυμίζουν εποχές “Gore Obsessed” και “The Wretched Spawn”, από την άποψη ότι πετιούνται κάτι σημεία που πραγματικά τους θαυμάζεις και σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Μην ξεχνάμε ότι πλέον παίζουν σε ηλικίες μεταξύ 52-55 και ότι δεν είναι τίποτα νιούφηδες, από την άλλη εδώ στο “Chaos Horrific” βγαίνει μια εμπειρία ετών που δεν ήταν τόσο ευδιάκριτη στα προηγούμενα άλμπουμ. Επίσης τρομερά βασικό είναι ότι αυτή την φορά τα κομμάτια αναπνέουν όσο λίγες φορές σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ αλλά και χρόνια.
Τι εννοώ; Πολύ απλά τα αισθητά λιγότερα φωνητικά του George “Corpsegrinder” Fisher, ο οποίος γέμιζε τόσο πολύ τα κομμάτια παλιότερα που ακουγόταν λες και τα «έπνιγε». Εδώ υπάρχει σωστή ισορροπία καθώς για την απόδοση του δεν τέθηκε ποτέ κάποιο θέμα (ειδικά στις συναυλίες που αφαλοκόβει ακόμα), ενώ ακούς ρε παιδί μου τη μπάντα να παίζει και λίγο παραπάνω, που μας είχε λείψει πραγματικά πολύ. Και όταν λέμε ότι οι Cannibal Corpse παίζουν, εννοούμε παίζουν κι όχι τον παίζουν, για το πω λαϊκά. Έχουν –ακόμα- να δώσουν πράγματα και αποδεικνύουν την υψηλή τεχνική τους κατάρτιση. O Paul Mazurkiewicz στα τύμπανα δεν είναι τόσο νεωτεριστής όσο θα ήθελα, καθώς εδώ και χρόνια παραμένει κολλημένος σε ένα συγκεκριμένο στυλ, από την άλλη, από τη στιγμή που δουλεύει, γιατί να το αλλάξει θα σκεφτεί κάποιος. Ο μπασίστας και ηγέτης Alex Webster προφανώς δεν έχει να αποδείξει κάτι, δε θεωρείται άδικα εκ των κορυφαίων –για πολλούς Ο κορυφαίος- στο όργανο του στο είδος και γεμίζει υπέροχα κάποια σημεία όπου τύμπανα και κιθάρες πάνε κατά πόδας. Η χημεία του Rutan με τον Barrett μας προσφέρουν μερικά φοβερά μέρη, που είτε παίζουν μαζί για να βαρύνει ο όγκος είτε παίζει ο ένας και σολάρει ο άλλος, μεγαλουργούν.
Το “Chaos Horrific” προσωπικά για μένα είναι εύκολα κιόλας το καλύτερο τους άλμπουμ τα τελευταία 16 χρόνια μετά το “Kill”, το πιο φρέσκο, το πιο ισορροπημένο και το πιο απενοχοποιημένο από τις επαναλήψεις στις γνωστές πατέντες που τους καθιέρωσαν. Δεν είναι κάτι με το οποίο θα πάθετε και καμία πλάκα ζωής για να εξηγούμαστε λίγο πιο αναλυτικά, αλλά έχει μέσα στιγμές τύπου “Summoned For Sacrifice”, “Blood Blind” ή το ομότιτλο κομμάτι, που έχουμε να ακούσουμε χρόνια από τη μπάντα. Όχι, οι Cannibal Corpse δε θυμήθηκαν τώρα να γράφουν καλά κομμάτια, πάντα είχαν σε κάθε τους δίσκο, απλά το “Chaos Horrific” επιτέλους είναι δίσκος που βασίζεται στο σύνολο κι όχι τις μονάδες και αν συνεχίσουν έτσι και με ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον Erik Rutan, μπορούν να μας εκπλήξουν ακόμα πιο ευχάριστα στο μέλλον. Καθώς μιλάμε για την πιο εμπορικά πετυχημένη μπάντα του είδους με πωλήσεις εκατομμυρίων (ποιος θα το περίμενε κάποτε) και με πολύ βαρύ βιογραφικό, συναυλιακό και δισκογραφικό, πρέπει λίγο να προσέχουμε τι και πως το λέμε. Ο σεβασμός είναι δεδομένος και η αγάπη ειδικά στα παλιότερα άλμπουμ τους αθεράπευτη. Χαιρετίζω με χαρά και αισιοδοξία το άλμπουμ αυτό και εύχομαι να είναι η απαρχή ενός καλού σερί ανάλογων δίσκων.
Βαθμολογία: 78/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας