Το black metal ως μουσικό υποείδος γνωρίζει μια αναπάντεχη άνθηση την τελευταία δεκαετία. Πέρα από τις κραταιές δυνάμεις εκ Σκανδιναβίας και την πάντα υπολογίσιμη αμερικάνικη σκηνή, τα τελευταία χρόνια ξεπετάγονται πρωταγωνιστές από κάθε πιθανή γωνιά της Γηραιάς Ηπείρου. Εκεί ακριβώς εμπίπτουν και οι Βέλγοι Wiegedood, οι οποίοι προέρχονται από την ευρύτερη Church Of Ra κολλεκτίβα, φιλοξενώντας στις τάξεις τους νυν και πρώην μέλη από σημαντικά σχήματα του σύγχρονου metal ήχου όπως οι Οathbreaker, Ηessian και οι ιδιαίτερα αγαπητοί στη χώρα μας Αmenra. Η παραπάνω προϋπηρεσία τους, όσο και η σαφώς πιο εσωτερική προσέγγιση τους στο είδος, προδιέθετε ότι κάτι μοναδικό μπορεί να συμβεί επάνω στη σκηνή του Temple, έλκοντας έτσι και ακροατές, που δεν εντάσσονται απαραίτητα στον σκληρό πυρήνα του μαυρομεταλλικού κοινού.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τη συναυλία άνοιγαν οι Αθηναίοι Κiva, οι οποίοι μεγάλη επαφή με το black metal μπορεί να μην έχουν, αλλά μουσικά δε φοβούνται να κοιτάξουν το σκοτάδι κατάματα. Το βάρος και ο όγκος των riffs, το αργόσυρτο των ρυθμών, αλλά και οι δύστροπες μελωδίες τους δημιουργούν μια ζοφερή ατμόσφαιρα, που έρχεται να συμπληρώσει ιδανικά την ηχητική άποψη των Βέλγων. Με τον τραγουδιστή τους Δημήτρη να εντείνει το αποτύπωμα τους, ισορροπώντας άψογα μεταξύ harsh και καθαρών φωνητικών και κρυστάλλινο ήχο, αναπαρήγαγαν με πειστικό τρόπο το κλίμα του ντεμπούτου τους “An Elegy Of Scars And Past Reflections” και κατέδειξαν ότι αποτελούν ανερχόμενη δύναμη στον post metal χώρο.
H σκηνή λούζεται στο χρώμα του αίματος για να υποδεχθεί τους Wiegedood, οι οποίοι χωρίς πολλά πολλά μπαίνουν κατευθείαν στο ζουμί. Όσοι έχετε ακούσει την τελευταία τους δουλειά “There’s Always Blood At The End Of The Road” γνωρίζετε ότι πρόκειται για ένα κτηνώδες άκουσμα. Ζωντανά, τα πράγματα εκτραχύνονται ακόμα περισσότερο: Η ηχητική επίθεση των αμείλικτων riffs, των θηριωδών τυμπάνων του Wim Sreppoc και των ουρλιαχτών του Levy Seynaeve παίρνει κεφάλια, καθώς το συγκρότημα αποδίδει την πλειονότητα των συνθέσεων του “There’s Always Blood At The End Of The Road” όσο πιο βάναυσα μπορεί. Ο ήχος είναι εκκωφαντικός σε σημείο που στις πρώτες γραμμές γίνεται κάπως άβολο. Οι δονήσεις από τα μπάσα και τα τύμπανα αισθάνεσαι ότι γκρεμίζουν και πολυκατοικία.
Μπάσα είπες; Ποια μπάσα; Λοιπόν, μπασίστας μπορεί να μην υπάρχει, αλλά μπάσες συχνότητες ακούμε κανονικότατα, χάρη στη μελετημένη πατέντα του Gilles Demolder να διαμοιράζει το σήμα της κιθάρας του σε δύο ενισχυτές: έναν κιθάρας και ένα μπάσου. Σε κάποια κομμάτια, που χρησιμοποιεί arpeggio παιξίματα το πράγμα γίνεται mindfuck, καθώς σου δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ακούς κανονική μπασογραμμή.
To “FN Scar 16” δίνει τον τόνο εξαρχής, με την αδρεναλίνη να εκτοξεύεται μονομιάς στα κόκκινα. Το βασικό riff του επαναλαμβάνεται συνεχώς και μπήγει τα νύχια του όλο και πιο βαθιά μέσα μας. Γενικότερα, τα riffs τους επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα και η ζημιά βαίνει εκθετικά καθόλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους. Στιγμές όπως το “Now Will Always Be” μπορεί προσωρινά να γέρνουν την πλάστιγγα προς την ατμόσφαιρα, παραμένουν όμως συντριπτικά δυσοίωνες. Άλλωστε η πνιγηρότητα του “Nuages” και η ζωντανή ενσάρκωση της παράνοιας που φέρει τον τίτλο “Carousel”, φρόντισαν εν τέλει να βάλουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση.
Με σκάρτη μια ώρα set και μη βγάζοντας μισή κουβέντα από το στόμα τους, φρόντισαν να μας πουν πολλά περισσότερα από διάφορους άλλους, που κατά καιρούς κατσικώνονται στη σκηνή και φλυαρούν άνευ αιτίας. Με τα ημιθανή κλισέ του είδους να έχουν μείνει στην άκρη, χωρίς ίχνος post metal φασεισμού να τους συνοδεύει και με την ουσία της πιο ακραίας μουσικής να μένει ανέγγιχτη, οι Wiegedood δίδαξαν σύγχρονο black metal, που καταφέρνει να είναι ευφυές, δίχως να θυσιάζει δράμι από την επιθετικότητα του.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Καταστρόφος @alexandros_kat