Aφιέρωμα HAMMERFALL: Riders Of The Storm coming to Greece!

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστός τίτλος άρθρου από εκείνον του εναρκτήριου κομματιού του τέταρτου δίσκου τους “Crimson Thunder”. Riders Of The Storm λοιπόν, για τους Σουηδούς από το Gothenburg που ιδρύθηκαν τον Απρίλη του 1993 από τον Oscar Dronjak. Έδωσαν πνοή στο power, αλλά και στο heavy metal γενικότερα με σημαντικότατα άλμπουμ, με τελευταίο το “Built To Last” που κυκλοφόρησε στις 4 Νοεμβρίου 2016.

 

Τα πρώτα βήματα:

Ο Dronjak είχε ήδη δημιουργήσει το τραγούδι “Steel Meets Steel” που συμπεριλήφθηκε στο πρώτο τους άλμπουμ. Οι συναυλίες τους ήταν περιορισμένες, ως επί το πλείστον σε ένα τοπικό μουσικό διαγωνισμό που ονομάζεται Rockslaget. Το συγκρότημα είχε γράψει μερικά τραγούδια αλλά έπαιζε κατά κύριο λόγο διασκευές από συγκροτήματα όπως οι Pretty Maids, Judas Priest και Alice Cooper. Το 1996, οι HammerFall έφτασαν στα ημιτελικά του Rockslaget. Όταν ο Mikael Stanne (πρώην In Flames, νυν Dark Tranquillity) δεν μπορούσε να παίξει με το συγκρότημα στα ημιτελικά, έγινε μέλος τους ο Joacim Cans, ο οποίος συμφώνησε να παίξει μαζί τους για εκείνο το βράδυ. Η συναυλία ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αν και οι κριτές απέκλεισαν τους HammerFall. Μέχρι το τέλος της ημέρας, ο Joacim είχε ήδη γίνει επίσημο μέλος τους για τα φωνητικά.

Με μόνιμο τραγουδιστή πια τον Cans, η μπάντα άρχισε να ψάχνει δισκογραφική στέγη, για να κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ, έχοντας ξεκινήσει την ολοκλήρωση των συνθέσεών του από τα τέλη του 1996. Ο δίσκος τελικά έμελλε να κυκλοφορήσει στα μέσα του επόμενου έτους και, όπως έδειξε η ιστορία, να αποτελέσει το ιδανικό εφαλτήριο μιας λαμπρής καριέρας, η οποία, μετά από δέκα δίσκους και πάνω από είκοσι χρόνια δραστηριότητας, συνεχίζει να τους χαρίζει μια περίοπτη θέση στα κυρίαρχα power metal σχήματα της Γηραιάς ηπείρου.

 


Ο δίσκος αυτός ήταν το “Glory To The Brave​​”. Το άλμπουμ αρχικά κυκλοφόρησε από την ολλανδική Vic Records μονάχα στην Ολλανδία. Ωστόσο, οι εξαιρετικές πωλήσεις που σημείωσε από τις πρώτες μέρες που βγήκε στην αγορά, ουσιαστικά εξώθησαν την Nuclear Blast να αγοράσει τα δικαιώματα του δίσκου, επαναδιαθέτοντας τον άμεσα, αυτήν τη φορά παγκοσμίως. Οι αντιδράσεις του κοινού παρέμειναν οι ίδιες και δικαίως, μιας και ποιοτικά μιλάμε για ένα από τα καλύτερα power metal ντεμπούτα, το οποίο καθόρισε ολόκληρη την μετέπειτα πορεία του σχήματος. Για κάποιους, μάλιστα, το “Glory To The Brave” αποτελεί σε μέγεθος κάτι μεγαλύτερο κι από την ίδια την μπάντα, θεωρώντας πως ποτέ δεν προσεγγίστηκε ξανά το μεγαλείο του στις μετέπειτα δουλειές που ακολούθησαν.
Όπως και να 'χει, ο δίσκος είναι εξαιρετικός, με κάθε του σύνθεση να αποτελεί highlight. Εκμεταλλευόμενοι άριστα την εποχή που κυκλοφόρησε κι έχοντας τις πλάτες μιας δισκογραφικής που τους πίστευε απόλυτα, κατάφεραν σχεδόν ραγδαία να μεγαλώσουν σαν όνομα, φτάνοντας να συγκρίνονται με μπάντες που αποτελούσαν επιρροές για τη μουσική τους και είχαν μια σαφώς μεγαλύτερη καριέρα στις τότε πλάτες τους, όπως οι Helloween και Stratovarius.

 


Αξίζουν ξεχωριστής αναφοράς η διασκευή στο κλασσικό κομμάτι των - ξεχασμένων τότε - Warlord, το σπουδαίο “Child Of The Damned”, το οποίο και αποδόθηκε με την πρέπουσα αξιοπρέπεια, αποτελώντας και το πειστήριο που έδωσε στον Cans τη θέση του τραγουδιστή των θρυλικών Αμερικάνων epic metallers, αλλά και το “Glory To The Brave”. Το τελευταίο, πέραν ότι αποτελεί μια από τις κορυφαίες συνθέσεις των Hammerfall γενικότερα, έχει μερικούς από τους πιο προσωπικούς στίχους που έχουν παρουσιάσει ποτέ, αναφερόμενοι στο χαμό ενός πολύ κοντινού τους προσώπου, τον παππού του Joacim Cans, ο οποίος «έφυγε» πριν αρχίσουν οι ηχογραφήσεις του δίσκου. Ο “θόρυβος” που ξέσπασε γύρω από το όνομά τους, ύστερα από το θρυλικό πλέον ντεμπούτο τους, τούς οδήγησε σε εξαιρετικές πωλήσεις, ραγδαία αυξανόμενη δημοτικότητα και συνεχόμενες περιοδείες πλάι σε σπουδαία σχήματα του χώρου. Όπως για παράδειγμα με τους Gamma Ray, με τις τελευταίες συναυλίες της περιοδείας τους που πραγματοποιήθηκαν στην χώρα μας, χαρίζοντάς μας δύο από τις πιο αξιομνημόνευτες συναυλίες όλων των εποχών.

 

Το εξαιρετικό “Glory To The Brave”, διαδέχτηκε το εξίσου εντυπωσιακό “Legacy Of Kings”. Ο δεύτερος δίσκος των Σουηδών είχε διαχρονικά το μειονέκτημα πως διαδέχτηκε το ντεμπούτο τους, οπότε οι συγκρίσεις κατέληγαν να το αδικούν, αγνοώντας την αντικειμενική αξία του. Σίγουρα, η πιο καλογυαλισμένη παραγωγή του δεν το βοήθησε να καθιερωθεί αμέσως στις συνειδήσεις των ακροατών, γεγονός που πιστώνεται, σε μεγάλο βαθμό, στις πιέσεις της Nuclear Blast για ακόμη πιο εμπορικό ήχο.

 

Ακόμη κι έτσι, ο δίσκος μπορεί και στέκεται επάξια δίπλα στο “Glory...” συνθετικά, κάτι βέβαια αναμενόμενο, αφού αρκετές συνθέσεις του προέρχονται από εκείνη την περίοδο, δίχως όμως να πιάνει συνολικά τις κορυφές του. Αυτό οφείλεται, ως επί το πλείστον, στην ύπαρξη συνθέσεων ελαφρώς κατώτερων των υπολοίπων, αλλά και στην προαναφερθείσα παραγωγή, που καθάρισε υπερβολικά τον ήχο τους, όσο κι αν η προσέγγιση αυτή βοήθησε το άλμπουμ στην πορεία του στα ευρωπαϊκά charts.
Συνολικά, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια ποιοτικότατη δουλειά, με πολλούς οπαδούς να δηλώνουν, μάλιστα, την προτίμηση τους σε αυτή, ως την κορυφαία της μπάντας.

 

 

Στην αυγή του νέου αιώνα:

2000 και “Renegade”. Το τρίτο άλμπουμ των Σουηδών τους βρήκε εδραιωμένους πλέον, με ισχυρό και ολοένα αυξανόμενο πυρήνα οπαδών. Έτσι, το “Renegade”, με τον ξεκάθαρα power metal προσανατολισμό του, τις επικολυρικές μελωδίες και τον Anders Johansson για πρώτη φορά πίσω από το drum kit, τους γιγάντωσε εμπορικά, ειδικά στην πατρίδα τους, όπου και βρέθηκε στην κορυφή των charts με τεράστιες πωλήσεις.
Βεβαίως, μεγάλο ρόλο στην επιτυχία του δίσκου μπορεί να καρπωθεί και ο Jesper Stromblad, καθώς συνυπογράφει τις μισές συνθέσεις, παρά την αποχώρηση του από την μπάντα. Το φαινόμενο αυτό, της συνεισφοράς του, συνεχίστηκε μέχρι και το “No Sacrifice, No Victory”, φανερώνοντας τις καλές σχέσεις του με την πρώην του μπάντα, αλλά και τη συνθετική του ικανότητα σε πολλαπλά ιδιώματα.

Παρ’ όλα αυτά και με εδραιωμένη την άποψη πως οι πρώτες τέσσερις δουλειές της μπάντας συνεχίζουν να είναι οι κορυφαίες της, το “Renegade” μοιάζει σαν ο καλύτερος δίσκος τους, για όσους αρέσκονται στην πιο power πλευρά των Σουηδών. Τέλος, ενδιαφέρον trivia αποτελεί το γεγονός της υποψηφιότητας τους στα Grammys της χώρας τους, το 2001, για τα οποία προσέλαβαν τον Σουηδό κωμικό Micke Dubois, για την περίπτωση που κέρδιζαν, καθώς δεν θα μπορούσαν να παραβρεθούν.

 

 

Και μετά σκάει σαν βόμβα το “Crimson Thunder”. Ένα single για το τραγούδι “Hearts on Fire” κυκλοφόρησε έξι εβδομάδες πριν από την επίσημη κυκλοφορία του άλμπουμ και ήταν στο #11 των σουηδικών charts. Το τραγούδι προσέλκυσε νέο κοινό στο συγκρότημα λόγω της μελωδίας και των riffs σε συνδυασμό με τη γρήγορη κιθάρα. Τα γυρίσματα του μουσικού βίντεο για το “Hearts on Fire” από τον σκηνοθέτη Roger Johansson είχαν προγραμματιστεί για τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Τα σχέδια του συγκροτήματος, ωστόσο, έπρεπε να καθυστερήσουν για μια εβδομάδα λόγω ενός απρόοπτου περιστατικού.

 

Ενώ ο Joacim Cans βρισκόταν με την κοπέλα του σε ένα rock club που συχνάζουν για πάνω από μια δεκαετία, δέχτηκε επίθεση από έναν άγνωστο ο οποίος τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα ποτήρι μπύρας. Ο τραγουδιστής έχασε αμέσως τις αισθήσεις του ​​και έπρεπε να πάει σε ένα νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση και ανάρρωσε για μερικές ημέρες. Μόλις έγινε ιατρικώς δυνατό, επέστρεψε για να συμμετάσχει στο βίντεο.
Στη συνέχεια, ο manager του συγκροτήματος εξαφανίστηκε αλλά παρά το γεγονός αυτό η περιοδεία ήταν πολύ επιτυχημένη. Αλλαγές έγιναν στα σκηνικά του συγκροτήματος και πολλές επενδύσεις έγιναν στα πυροτεχνήματα και σχετικά με την παρουσία της μασκότ, Hector, στη σκηνή. Το τοπίο στο εξώφυλλο του “Hearts on Fire” είχε προστεθεί στα σκηνικά τους.

 

 

Το “Crimson Thunder”, την εποχή που κυκλοφόρησε, έμοιαζε με κάποιου είδους «ξεπούλημα» της μπάντας, λόγω της στροφής της σε πιο heavy metal φόρμες. Αδίκως βέβαια, μιας και ο δίσκος, πέραν ότι άντεξε τη φθορά του χρόνου, προσέφερε μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της καριέρας τους.
Από εκεί και πέρα, ο δίσκος ακολουθεί συνθετικά την προσέγγιση σχημάτων όπως οι Accept, με αρκετά ρυθμικά κομμάτια να συμπεριλαμβάνονται στο tracklist του, προσαρμοσμένα στο γνωστό ύφος της μπάντας, με τα ανθεμικά ρεφρέν να έρχονται το ένα μετά το άλλο. Θες “Trailblazers”, θες το κολλητικό ομότιτλο, τα περισσότερα κομμάτια μένουν στο μυαλό με μια ακρόαση, με την τίμια διασκευή τους στο “Angel Of Mercy” των Chastain, να μην αποτελεί εξαίρεση.

Το συνθετικό αποκορύφωμα, μάλιστα, του άλμπουμ, βρίσκεται στο τέλος του, με το instrumental “In Memoriam” και το “Hero’s Return” να ρίχνουν την αυλαία θριαμβευτικά, ολοκληρώνοντας ένα σύνολο τραγουδιών που σφραγίζει με τον καλύτερο τρόπο την κορυφαία περίοδο της μπάντας. Το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους. Aκολουθεί το παρθενικό τους ζωντανό άλμπουμ, το “One Crimson Night”.

 

 

Kαι μετά ήταν η σειρά του “Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken”. Τόσες προοπτικές, τόσες καλές ιδέες κι όμως ο δίσκος καταλήγει να διχάζει. Πραγματικά, ακούγοντας το εναρκτήριο “Secrets” λες «εδώ είμαστε», μιας και η εν λόγω σύνθεση είναι ένα από τα καλύτερα εναρκτήρια κομμάτια δίσκου σε ολόκληρη την πορεία τους. Όσο κυλάει όμως το άλμπουμ, τα σκωτσέζικα ντους διαδέχονται τις πραγματικά ενδιαφέρουσες στιγμές και τούμπαλιν, με αποκορύφωμα το 12λεπτο “Knights Of The 21st Century”, το οποίο (αγνοώντας την αχρείαστα μεγάλη εισαγωγή του) ξεκινάει με ένα εξαιρετικό βασικό riff, μέσα στην επικότητα και την mid tempo πώρωση, για να εξελιχθεί σε... τίποτα. Ακριβώς, καμία εξέλιξη, καμία αναλαμπή έπειτα, με τον Cans και τα όμορφα σόλο να διασώζουν κάπως το κομμάτι, που όμως είναι αναίτια μεγάλο και αντί για ένα μεγαλειώδες κλείσιμο, προσφέρει προβληματισμό και δεύτερες σκέψεις.

Ωστόσο, τα καλά σημεία του άλμπουμ εν τέλει υπερισχύουν των υπολοίπων, ποιοτικά και ποσοτικά, δείχνοντας τους Hammerfall να συγκλίνουν και πάλι λίγο παραπάνω στην power metal πλευρά τους, έπειτα από το πιο heavy metalάδικο “Crimson Thunder”. Τέλος, η συνεργασία που ξεκίνησαν στο προηγούμενο δίσκο με τον Samwise Didier (art director της Blizzard Entertainment) συνεχίζεται κι εδώ, με τον εντυπωσιακό σχεδιασμό του Hector να παραπέμπει ευθέως στον ψηφιακό κόσμο του World Of Warcraft.

 


“Threshold”, 2006, νέο κεφάλαιο. 12 χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του έκτου άλμπουμ των Hammerfall, χρόνια τα οποία του φέρθηκαν καλύτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Ίσως να φταίει ο γενικότερος κορεσμός του είδους, ίσως μετά το “Infected” ακόμη και ο πιο φανατικός οπαδός τους να κρατά μια πισινή σχετικά με τις τελευταίες δουλειές τους, όμως το “Threshold” ακούγεται ακόμη καλύτερο σήμερα, απ’ ό,τι τότε.

Έχοντας κυκλοφορήσει με διαφορά μόλις ενός χρόνου από τον προκάτοχό του, το άλμπουμ αυτό παρουσιάζει την μπάντα καλοκουρδισμένη και με την έμπνευση ακόμη ακμαία, με τη σταθερότητα του line-up να συμβάλλει σε αυτό τα μέγιστα. Βέβαια, οι εποχές πλέον είχαν αλλάξει, το power metal έμπαινε σε μια περίοδο παρακμής, από την οποία ακόμη δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει πλήρως και τα πρωτοκλασάτα σχήματα του ιδιώματος προσπαθούσαν να επιβιώσουν με σπασμωδικές κινήσεις.

Η εμφάνιση των ετεροχρονισμένων sequels από θρυλικούς δίσκους ήταν το λιγότερο ύποπτες, ενώ οι κωμικές καταστάσεις που συνέβαιναν στο στρατόπεδο των Stratovarius, έμοιαζαν να αντικατοπτρίζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το είδος τότε. Οι Hammerfall, πάντως, κατάφεραν και είχαν τις μικρότερες δυνατές απώλειες, μιας και η μικρή συνθετική πτώση σε σχέση με το παρελθόν δεν έμοιαζε ακόμη για λόγος ανησυχίας, πόσο μάλλον με συνθέσεις όπως το “Rebel Inside”, το “Dark Wings, Dark Words” ή το “Shadow Empire”.

 

 

3 χρόνια μετά ήρθε το “No Sacrifice, No Victory”. Συνεχίζοντας να ακροβατούν μεταξύ του power metal ήχου και μιας πιο heavy metal προσέγγισης, εδώ οι Hammerfall επιστρέφουν στις πρακτικές του “Crimson Thunder”, με τη ζυγαριά να γέρνει ξεκάθαρα προς το κλασσικό metal.

Κανείς δεν χαλάστηκε βέβαια, αφού ο δίσκος είναι πιασάρικος όσο δεν πάει, ακούγεται ευχάριστα και βγάζει μια άκρως θετική αύρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τσαχπίνικο ρεφρέν του “Life Is Now”. Άλλωστε, παρά τα όσα έχουν ακούσει κατά καιρούς περί στασιμότητας και άλλων όχι ιδιαίτερα κολακευτικών χαρακτηρισμών, οι Σουηδοί κατάφεραν εν έτει 2009 να συνεχίζουν να βγάζουν αξιόλογες δουλειές, γεμάτες κομματάρες καλώς εννοούμενης εμπορικότητας.

Αποκορύφωμα αυτού, το εναρκτήριο “Any Means Necessary”, που θύμισε εποχές “Hearts on Fire”, όντας ένα από τα μεγαλύτερα hits της μπάντας, χάρη και στην απλή συνθετική του οπτική. Έτσι, με την μπάντα να ακολουθεί το heavy metal μονοπάτι εκείνη την περίοδο, με συνθέσεις όπως το “Legion” και το instrumental “Something For The Ages” να κρατάνε καίρια την επαφή τους με το power metal, όλοι έμοιαζαν ικανοποιημένοι, με τις ισορροπίες ακόμη να κρατούνται σωστά.

 

 

Nέα δεκαετία με όνειρα:

Εδώ μπαίνει παρένθεση όμως με το “Infected”. Aπό το εξώφυλλο καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Κακό άλμπουμ δεν το λες. Αδιάφορο ίσως, αλλά ούτε αυτό μοιάζει το μεγαλύτερο πρόβλημά του. Αυτό που όντως αποτέλεσε πρόβλημα ήταν οι βεβιασμένες, σχεδόν καταναγκαστικές κινήσεις της μπάντας για ένα ακόμη πιο εμπορικό αποτέλεσμα, το οποίο βαπτίστηκε ψευδώς με την ταμπέλα του πειραματισμού και της καλλιτεχνικής προόδου.

 

 

Προς θεού, κανείς απ’ όσους ακούνε την μπάντα δεν προβληματιζόταν με την εμπορική απήχηση που είχε και τις κινήσεις που γίνονταν κατά καιρούς, προς εκείνη την κατεύθυνση. Εδώ, όμως, το σχήμα μοιάζει να μην ξέρει τι θέλει, όντας αποπροσανατολισμένο για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρει. Από τη μία, ρισκάρει με απλούστερες συνθέσεις, με περισσότερο όγκο και groove, διαφορετικό παραγωγό (ο Charlie Bauerfeind αποτελεί παρελθόν και η παραγωγή αναλαμβάνεται από την μπάντα και τον James Michael) και απουσία του Hector από το εξώφυλλο, για χάρη μιας σοβαρότερης αισθητικής.

Από την άλλη, όμως, δεν πιστεύει πραγματικά πως αυτή η στροφή θα του βγει, καθώς αλλού το άλμπουμ είναι πιο σύγχρονης συνθετικής οπτικής, αλλού ακολουθείται η γνωστή πεπατημένη και μέσα σ’ όλα έχουμε και μια διασκευή στο “Hol Van A Szo” των Pokolgep, υπό τον τίτλο “Send Me A Sign”, εξαιρετική μεν, αλλά που σε κάνει να αναρωτιέσαι ακόμη περισσότερο για τους σκοπούς της κυκλοφορίας.

Άλλωστε, από το εναρκτήριο “Patient Zero” φαίνεται η συνθετική σύγχυση που επικρατεί στο συγκρότημα, αφού το κομμάτι ξεκινάει, παρουσιάζοντας την πιο σύγχρονη και groovy οπτική που είπαν να ακολουθήσουν, αλλά κάπου στη μέση του το μετανιώνουν, γυρίζοντας στις γνωστές power metal φόρμες τους. Aυστηρώς μόνο για οπαδούς.

 


Αφού ο πειραματισμός και οι πιο εμπορικές φόρμες δεν τους βγήκαν στο “Infected”, με το “(r)Evolution” οι Hammerfall προσπάθησαν να επιστρέψουν στις ρίζες τους και τα κατάφεραν άψογα. Ο δίσκος, τόσο με τη θεματική του εξωφύλλου και την επιστροφή του Hector, όσο και με τον έξυπνο τίτλο του, που παίζει με τις λέξεις, αποτρέποντας τα όποια σχόλια περί πισωγυρίσματος, καταφέρνει να συσπειρώσει το κοινό τους, ενώ το περιεχόμενο, απλώς ενισχύει την πεποίθηση πως έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ δυνατό σύνολο τραγουδιών, τα οποία λοξοκοιτάζουν στο παρελθόν της μπάντας.

Άλλωστε, με το “Hector’s Hymn” να διατελεί τον ρόλο του κράχτη, το “We Won’t Back Down” να είναι η τυπική, κολλητική power metal σύνθεση που ανεβάζει ταχύτητες και διάθεση και το “Winter Is Coming” να δημιουργεί συνειρμούς αλλά να αποτελεί και αξιοπρεπέστατη μπαλάντα, ο δίσκος είναι ανέλπιστα καλός, καλύτερος ίσως απ’ ό,τι μπορεί να περιμένει κανείς από μπάντα με είκοσι χρόνια στην πλάτη της.

Μάλιστα, το πλέον εντυπωσιακό γεγονός, που ισχύει και στο “Built To Last”, είναι η εξαιρετική απόδοση του Joacim Cans, του οποίου οι ερμηνείες είναι καλύτερες από ποτέ, μην έχοντας χάσει τίποτα σε χροιά και έκταση με το πέρασμα του χρόνου. Κανείς δεν λέει πως είναι ο κορυφαίος τραγουδιστής εκεί έξω, κάτι που και ο ίδιος μοιάζει να γνωρίζει, προσπαθώντας να βελτιώνεται ερμηνευτικά συνεχώς, αλλά σίγουρα είναι ο ιδανικός για τη μουσική των Hammerfall, και αυτό είναι υπέρ αρκετό. Koρυφαία στιγμή του δίσκου, για τον γράφοντα όμως, αποτελεί το “Bushido” (από κοντά βέβαια και το “Origins”).

 

 

“Built To Last” λοιπόν για το τέλος. Οι συνθετικές φόρμες δεν ξεφεύγουν από όσα έχουμε συνηθίσει, προσφέροντας, λόγω αυτού του γεγονότος, ορισμένες στιγμές όπου η συνθετική επανάληψη μοιάζει λίγο πιο έντονη και δίνοντας τροφή για σχόλια, σε όσους θεωρούν πως αναμασούν ξανά και ξανά τις ίδιες ιδέες, παραλλαγμένες μερικώς εδώ κι εκεί. Αυτές ήταν και οι όποιες ενστάσεις θα μπορούσε κάποιος να έχει για τη νέα δουλειά των Σουηδών. Πέραν τούτων, εδώ βρίσκουμε τους πιο φορμαρισμένους Hammerfall της τελευταίας επταετίας, με 10 κολλητικά κομμάτια, προορισμένα για πολλές κι επαναληπτικές ακροάσεις. Σε μία από τις πολλές περιορισμένες εκδόσεις του θα το βρείτε με επιπλέον CD/ DVD το “Live At Masters Of Rock Festival 2015”. Αν κουδουνάει η τσέπη σας ορμάτε.

 

 

Απόλυτο live CD/ DVD:

“Gates Of Dalhalla​” (Nuclear Blast, 2012). H εν λόγω κυκλοφορία μοιάζει και είναι πολύ ξεχωριστή. Ηχογραφημένο σε ένα παλιό λατομείο στην πόλη Dalhalla (!), με συμμετοχές των Mikael Stanne, Jesper Stromblad και Stefan Elmgren κι ένα τεράστιο setlist δύο και πλέον ωρών, η εμφάνιση τους αυτή αναμφίβολα αξίζει τον χρόνο του κάθε οπαδού, καθώς καλύπτει ολόκληρη την μέχρι τότε πορεία τους, από τα πρώτα, underground χρόνια μέχρι την τότε, εδραιωμένη φάση τους.

 

 

3 χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στη χώρα μας, οι Hammerfall επιστρέφουν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 28 και 27 του μήνα αντίστοιχα. Στη Θεσσαλονίκη θα έχουν παρέα τους Βραζιλιάνους Armored Dawn από το São Paulo, των 2 δίσκων στο ενεργητικό τους, του ομώνυμου (2016) και του φετινού “Barbarians In Black”. Συλλέκτες εμπειριών, έχουν ανοίξει στην χώρα τους για ονόματα όπως Megadeth, Symphony X, Offspring και Sabaton, ενώ έχουν περιοδεύσει και στην Ευρώπη μαζί με τους Fates Warning το 2017.

Στην Αθήνα, πέραν των Armored Dawn, θα εμφανιστούν επίσης οι Γερμανοί Refuge και οι Σουηδοί Blazon Stone. Όσον αφορά τους πρώτους, αποτελούνται από τους Peavy Wagner (στο μπάσο και φωνητικά), Manni Schmidt (στην κιθάρα, πρώην Grave Digger) και Χρήστο Eυθυμιάδη (στα τύμπανα). Ναι, καλά διαβάσατε, ουσιαστικά μιλάμε για τους Rage της περιόδου “Reign Of Fear” (1986) μέχρι και “The Missing Link” (1993) απλά με άλλο όνομα. Τι κι αν υπάρχουν από το 1983 με το όνομα Avenger (το οποίο άλλαξαν σε Rage); Εσύ οφείλεις να ξέρεις ότι οι Rage του σήμερα υπάρχουν ακόμα κανονικά και είναι ενεργοί δισκογραφικά, παράλληλα με τους Refuge που φέτος κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, το “Solitary Men”.

Το 1994 οι δρόμοι τους χώρισαν, ο Peavy Wagner συνέχισε με τους Rage, ο Manni Schmidt μεταπήδησε στους Grave Digger και ο Xρήστος συνέχισε να παίζει στους Rage μέχρι και το 1999, όταν μαζί με τον αδερφό του, Σπύρο, αποχώρησαν και δημιούργησαν μαζί με τους Sven Fischer και Christian Wolff τους Sub7even. Έτσι, μετά από μια μακρά περίοδο, κατά την οποία δεν υπήρχαν και πολλές επαφές μεταξύ τους, συναντήθηκαν οι τρεις τους το 2014 και αποφάσισαν να δώσουν ένα “secret show” στην πόλη τους, Herne, στα τέλη του καλοκαιριού του ιδίου έτους, υπό την ονομασία Tres Hombres. Η συναυλία δεν προωθήθηκε με τους γνωστούς τρόπους, αλλά μόνο στόμα με στόμα και μέσω Facebook.

 

 

Το αποτέλεσμα ήταν να μαζευτούν περισσότερα από 1200 άτομα, για να δουν το σχήμα να παίζει όλα τα hits της περιόδου 1986 - 1993, σε μια άκρως επιτυχημένη βραδιά που άφησε οπαδούς και συγκρότημα με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Και έτσι δημιουργήθηκαν οι Refuge, με αρχικό σκοπό να δίνουν λίγες και επιλεκτικές εμφανίσεις και κυρίως συμμετέχοντας σε φεστιβάλ. Και όντως αν κοιτάξει κανείς τις λιγοστές εμφανίσεις τους εν έτη 2015, 2016 και 2017, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται κυρίως για εμφανίσεις σε διάφορα φεστιβάλ, με εξαίρεση τα δύο headline shows στην Ρωσία (το 2015) και τα τρία headline shows στην Ιαπωνία (το 2016), που πραγματοποιήθηκαν 20 χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση εκεί με την ίδια ακριβώς σύνθεση. Τα σχόλια και οι αντιδράσεις των οπαδών από όλες αυτές τις εμφανίσεις ήταν θετικότατα, υπεράνω κάθε προσδοκίας. Μετά από όλον αυτό τον ντόρο, κάποιες δισκογραφικές εταιρίες προσέγγισαν τους Refuge, προσφέροντας τους συμβόλαιο, με σκοπό την κυκλοφορία ενός άλμπουμ με νέο υλικό, γραμμένο και ηχογραφημένο με την συγκεκριμένη σύνθεση. Και από την στιγμή που η μεταξύ τους χημεία, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από απλά καλή, αποφάσισαν να κάτσουν και να συνθέσουν νέο υλικό, υπογράφοντας με την Ιταλική Frontiers Records, για την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ ως Refuge, που φέρει τον τίτλο “Solitary Men”.

Αυτό που αρχικά ξεκίνησε ως “fun thing” το 2014, μετατράπηκε σε ένα νέο ενεργό σχήμα, με την διαφορά ότι δεν θα είναι και τόσο ενεργό συναυλιακά, από την στιγμή που υπάρχουν οι Rage καθώς και τα άλλα δύο μέλη έχουν πλέον και άλλες υποχρεώσεις. Μέχρι στιγμής η επικείμενη εμφάνιση τους στην Αθήνα στο πλευρό των HammerFall, παραμένει η μόνη τους εμφάνιση για όλο το 2018, καθιστώντας την ως must για τους απανταχού οπαδούς των Rage και όχι μόνο. Και όπως είναι αναμενόμενο θα περιλαμβάνει το κλασικό υλικό της εποχής 1986 - 1993 καθώς και κάποια νέα κομμάτια από το ντεμπούτο των Refuge. Ένα “Invisible Horizons” όλοι το έχουμε ανάγκη.

 

Πάμε τώρα στους Blazon Stone ή αλλιώς ό,τι πιο κοντινό έβγαλε το power metal στους Running Wild. Τούτοι οι Σουηδοί ουδέποτε έκρυψαν την αγάπη τους για τους Γερμανούς πειρατές του Rock 'n' Rolf. Πως θα μπορούσαν άλλωστε όταν ο πρώτος δίσκος τους λέγεται “Return To Port Royal” και το εξώφυλλο παραπέμπει σε εποχές “Under Jolly Roger”; Δημιουργήθηκαν το 2008, αρχικά υπό το όνομα Störtbeker μέχρι και το 2011 που μετονομάστηκαν σε Blazon Stone και αποτελούν ένα από τα πνευματικά παιδιά του πολυπράγμωνα από κάθε άποψη, Cederick Forsberg, αφού όχι μόνο συνθέτει αλλά παίζει και πολλά όργανα, ενώ για κάποιο διάστημα έπαιζε και στους Steelwing. Και όλα αυτά πηγάζουν από την αστείρευτη και ακόρεστη δίψα του για το metal γενικότερα. Με τους Blazon Stone έχει κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής τέσσερα άλμπουμ και ένα EP, που όλα τους αποτελούν εξαιρετικά δείγματα πειρατικού metal, με έντονες αναφορές στους Γερμανούς πρωτοπόρους του είδους, από των οποίων το άλμπουμ, “Blazon Stone” του 1991, πήραν και το όνομα τους. Πάντως δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πει κάποιος ότι όλες τους οι κυκλοφορίες είναι καλύτερες και σαφέστατα ανώτερες από οτιδήποτε έχουν κυκλοφορήσει οι Running Wild από την στιγμή της επανασύνδεσης τους και έπειτα.

 

 

Σαφέστατα βασισμένοι στον ήχο και το ύφος των τελευταίων, δημιούργησαν τις δικές τους αξιοζήλευτες συνθέσεις. Αν τα άλμπουμ αυτά τα είχαν κυκλοφορήσει οι Running Wild, άνετα θα μιλούσαμε για τις καλύτερες κυκλοφορίες τους εδώ και πολλά χρόνια. Μήπως έφτασε η ώρα για τον Rock 'n' Rolf, να συνεργαστεί με τον Forsberg, προκειμένου να δημιουργήσουν και να κυκλοφορήσουν από κοινού την υπέρτατη Running Wild δισκάρα; Τελικά ύστερα από ώριμη σκέψη, πολλές συζητήσεις αλλά και κατ’ απαίτηση των ολοένα και αυξανόμενων οπαδών των Blazon Stone, το σχήμα θα αρχίσει να εμφανίζεται ζωντανά, σποραδικά όμως, γιατί θα πρέπει να βρεθεί και το κατάλληλο σταθερό line-up που θα συνοδεύσει τον Cederick Forsberg και που να μπορεί να εμφανίζεται live. Για τις λιγοστές εμφανίσεις τους, το line-up θα είναι το παρακάτω: Cederick Forsberg (κιθάρα), Emil Westin Skogh (κιθάρα), Peter Philip Forsell (φωνητικά), Jimmy Mattsson (μπάσο) και Gustaf Daniel Sjögren (τύμπανα). Μία ακόμη σπάνια εμφάνιση, που δίνει έναν άλλο “πειρατικό” τόνο στο όλο πλούσιο πακέτο.

Και επειδή τέτοια συναυλιακά πακέτα, πλέον, σπανίζουν, είναι καλό να στηριχθεί από το κοινό αυτή η προσπάθεια των διοργανωτών. Με το μικρότερο δυνατό κόστος μπορούμε να απολαύσουμε 4 συγκροτήματα παρόμοιου ύφους περίπου και διαφορετικού βεληνεκούς. Μια γιορτή για το κλασσικό και το power metal στο Piraeus 117 Academy την Κυριακή 28 Οκτωβρίου στην Αθήνα και το Σάββατο στο Ρrincipal της συμπρωτεύουσας.

 

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Μιχάλης Τσολάκος

Comments