To Bergen ή ιστορικά γνωστό ως Bjørgvin, είναι μια πόλη στο νοτιοανατολικό άκρο της Νορβηγίας που αντικρίζει την Βόρεια Θάλασσα και απαριθμεί κάτι λιγότερο από 300.000 κατοίκους. Στην ευρύτερη μεταλλική ιστορία, η πόλη έγινε ευρέως γνωστή από τα περίφημα Grieghallen Lydstudio του Eirik Hundvin, ευρύτερα γνωστού ως Pytten. O Pytten αποτέλεσε τον άνθρωπο που ανέδειξε όλο τον black metal ήχο και όχι άδικα, τα Grieghallen απέκτησαν για το είδος τη φήμη που είχαν αντίστοιχα τα Morrisound Studio στην Tampa της Florida για το death metal. Μοιραία θα πει κάποιος, αν καταγόσουν από την πόλη, το ριζικό σου ήταν να υπηρετήσεις το black metal. Μόνο που τα πράγματα στην περίπτωση μας δεν ήταν ακριβώς έτσι και ο κιθαρίστας Øystein Garnes Brun που είναι το πρόσωπο από το οποίο ξεκινάει η ιστορία μας, ανήκε αρχικά στην death metal μπάντα Molested. Το σωτήριο έτος 1995 που κατά πολλούς αποτελεί και την κορυφαία μεταλλική χρονιά των τελευταίων 30 ετών από άποψη κυκλοφοριών, ο Brun δεν μένει ανεπηρέαστος από τη Black metal λαίλαπα που αρχίζει να απλώνεται σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο τη χώρα του και σχηματίζει εν τέλει τους πολυαγαπητούς πλέον όλων μας Borknagar.
Η λέξη αποτελεί αναγραμματισμό του Ragnarok προφανώς, με το Β να προστίθεται για το εύηχο του ονόματος στην αρχή, με τον Brun να αποτείνει φόρο τιμής και στην Σκανδιναβική μυθολογία. Ως γνήσιο τέκνο του Bergen, o Brun όχι μόνο ήθελε να εξερευνήσει μια πιο μελωδική χροιά ήχου γενικότερα, κουρασμένος από την ακρότητα του death metal (θα άκουγες κάτι βαριά καντήλια, αλλά έχε χάρη που έχει μεγαλουργήσει μέσα στις δεκαετίες), αλλά και να σπρώξει το είδος σε άλλα άκρα που δεν είχε πατήσει ακόμα. Έτσι με γοργές διαδικασίες και σαν έτοιμος από καιρό, μαζεύει μια all-star ομάδα γύρω του και έχοντας γράψει άπαντα από στίχους και μουσική, στις 3 Αυγούστου του 1996 (ίδια μέρα γενέθλια με τον James Hetfield και το “Hysteria” των Def Leppard, πώς να μη γραφτεί ιστορία;) το ομότιτλο άλμπουμ των Borknagar βλέπει το φως του ήλιου από την Malicious Records! To line-up αποτελείται από τον Garm (Kristoffer Rygg) των Ulver στα φωνητικά, τον Infernus των Gorgoroth αλλά στο μπάσο κι όχι στις κιθάρες, τον «πολύ» Ivar Bjørnson των Enslaved στα πλήκτρα και τον Grim (Erik Brødreskift) στα τύμπανα, ομάδα που μόνο από την dream team στους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 θα μπορούσε να χάσει στο τέλος.
Το “Borknagar” είναι αυτό που ονομάστηκε στην πορεία majestic black metal πριν καν ο όρος σκεφτεί να υπάρξει. Φρενήρες, ωμό, βαρύ, συναισθηματικό, υμνικό και επικό όσο έπρεπε, υπήρξε ανάσα ζωής για το είδος εκείνη την εποχή και με το πέρας 27 ετών από την κυκλοφορία του, όχι απλά θεωρείται ακόμα ως η απόλυτη κυκλοφορία της μπάντας –όσο άδικο κι αν είναι αυτό για τα επόμενα 10 άλμπουμ- αλλά και ότι σαν ήχος γενικότερα στο είδος δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά. Μόνο οι Enslaved των δυο πρώτων δίσκων θα μπορούσαν να μπουν στην ίδια πρόταση με το ντεμπούτο των Borknagar χωρίς να νιώσουν ντροπή. Η ουσία είναι ότι ο δίσκος από την αρχή με το καταιγιστικό “Vintevredets Sjelesagn” κάνει τη διαφορά, ενώ έπη σαν τα “Svartskogs Gilde”, “Grimskalle Trell” και “Fandens Allheim” προκρίνονται με διαφορά στήθους ως λίγο πιο βιωματικά σε σύνολο που ανυψώνει το πνεύμα και τσιτώνει τις αισθήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έχοντας την τύχη να το ζήσω σε αληθινό χρόνο και να το ακούσω από τον πάντα ενημερωμένο διπλανό μου στο σχολείο που είχε βυθιστεί στα άδυτα του είδους και συνέχεια έψαχνε νέες προκλήσεις, δε θα ξεχάσω τη χαρά του όταν μου το πρότεινε λέγοντας «αυτό δεν είναι σαν τα υπόλοιπα».
Οι Borknagar είχαν έρθει για να μείνουν και το έκαναν γνωστό εξ’αρχής με τον πλέον πειστικό τρόπο. Το μόνο που έμενε στη συνέχεια ήταν να βρεθεί ομοιογένεια και συνέπεια στην ποιότητα, κάτι δύσκολο δεδομένης της αξίας του ντεμπούτου τους, ωστόσο το ελεύθερο πνεύμα τους άφηνε υποσχέσεις για μεγάλες στιγμές. Να τονιστεί παρακαλώ ότι το συγκρότημα δεν ηχογράφησε καν demo πριν τον πρώτο δίσκο, αλλά απαίτησαν συμβόλαιο από την Malicious Records. Προς τιμήν της, η εταιρεία το πρόσφερε βασιζόμενη στο line-up που απάρτιζε το δίσκο και βέβαιη για το τελικό αποτέλεσμα και φυσικά δικαιώθηκε. Να τονιστεί επίσης ότι εν έτει 2022 οι αρχικές κόπιες κοστίζουν απίστευτα πολύ κι αν έχετε οποιαδήποτε μορφής κόπια της εποχής, κάντε την κορνίζα το λιγότερο. Οι επανεκδόσεις του δίσκου δίκην σφοδρής επιθυμίας των οπαδών δίνουν και παίρνουν ακόμα κι αυτό αποδεικνύει την αξία του στο χρόνο. Καταλαβαίνετε από τα συμφραζόμενα ότι ο δίσκος έκανε ένα μικρό πάταγο και χαιρετήθηκε με θέρμη στο black metal κίνημα, ενώ πήρε θετικότατα σχόλια και από οπαδούς που δεν ανήκαν στο είδος για τη μοναδικότητα του και έτσι εξ’αιτίας αυτού, αρκετός κόσμος βρήκε «πέρασμα» στην πιο μαύρη πλευρά του ακραίου ήχου. Όμως δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.
Υπήρχε ένα momentum που έπρεπε να εκμεταλλευτούν και πάνω σε αυτό δούλευαν πυρετωδώς, έτσι σχεδόν ένα χρόνο μετά, πάλι Αύγουστο αλλά στις 18 αυτή τη φορά, εν έτει 1997 κυκλοφορεί το “The Olden Domain” και μάλιστα υπό νέα στέγη, αυτή της Century Media που πρόλαβε να «αρπάξει» το συγκρότημα από τους πολλούς ανταγωνιστές που είχε, ένα άλμπουμ που δυστυχώς ήταν καταδικασμένο να ζήσει στη σκιά του “Borknagar” ως διάδοχος, αλλά ευτυχώς μπόρεσε λόγω ήχου να κάνει το συγκρότημα πιο γνωστό και δη στη χώρα μας. O Infernus πλέον δεν ήταν στο συγκρότημα για να αφοσιωθεί στους Gorgoroth, ωστόσο το συγκρότημα βρήκε αντικαταστάτη στο πρόσωπο του μπασίστα Kai K. Lie (όπου Κ. Kristoffer το μεσαίο του όνομα). Τα τραγούδια του “The Olden Domain” παρότι μεγάλα σε διάρκεια σε σχέση με το ντεμπούτο τους (ίδια διάρκεια σχεδόν με 2 κομμάτια λιγότερα), δεν κούραζαν αλλά αντίθετα έδειχναν την διάθεση της μπάντας για στροφή σε πιο Viking φόρμες, με έντονη την progressive αισθητική στο παίξιμο τους (διότι προοδευτικοί δεν είναι μόνο οι Dream Theater και οι Queensryche αλλά η πρόοδος είναι κάτι γενικότερο σαν έννοια που καλό είναι να γίνεται αντιληπτή χωρίς επεξηγήσεις). Να σημειωθεί και η παράλληλη κυκλοφορία εκείνη τη χρονιά του compilation album “Vox Mortis – Malicious Records Compilation Album” με τη συμμετοχή των Aura Noir, Gorgoroth, Zyklon-B, Dodheimsgard και Kampfar στο πλάι των Borknagar.
Μιλώντας για την γνωριμία με το Ελληνικό κοινό, όταν οι συμπατριώτες μας Rotting Christ κυκλοφόρησαν το δεύτεροο τους άλμπουμ στη Century Media –και τέταρτο συνολικά- με τίτλο “A Dead Poem”, οι πρώτες κόπιες βγήκαν με ένα συνοδευτικό compilation cd με τίτλο “Darkness We Feel”. Εκεί οι Borknagar συμμετείχαν με το ακυκλοφόρητο παρακαλώ “The Quest”, ενώ ο μέσος Έλληνας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μπάντες όπως οι Old Man’s Child, Sacramentum, Alastis, Sundown, Orphaned Land, Lacuna Coil και Ulver, δεδομένου ότι κάποιοι ήξεραν ήδη τους πιο γνωστούς Sentenced, Moonspell, Tiamat, Unleashed και The Gathering. Μέσα λοιπόν από μια τέτοια σπόντα και μέσω των Rotting Christ, η μπάλα πήρε και τους Borknagar ανάμεσα στους προαναφερθέντες ήρωες κι έτσι κάπως δειλά ξεκίνησαν οι Έλληνες οπαδοί να ψάχνουν το παρελθόν τους και τα δυο άλμπουμ τους. Τολμώ να πω ότι αυτό το compilation δημιούργησε μια νέα γενιά οπαδών χωρίς υπερβολή και πρόσθεσε πολλά νέα ακούσματα, ενώ ειδικά σε ότι αφορά τη Century Media, την κατέστησε κι επίσημα δύναμη σε όλα τα είδη (μην ξεχνάμε ότι είχε και τους Iced Earth/Nevermore εκείνη την εποχή) και κάθε της κυκλοφορία αντιμετωπιζόταν με θετική προδιάθεση.
Το “The Olden Domain” ακούγεται κι αυτό σαν Borknagar άλλης εποχής, δεδομένου ότι αποτελεί στροφή σε κάτι διαφορετικό, λιγότερο φρενήρες και περισσότερο εσωτερικό ακουστικά από το ντεμπούτο τους. Το ορχηστρικό “Om Hundrede Aar Er Alting Glemt” σημαίνει “In A Hundred Years All Is Forgotten” και αφιερώθηκε από τον Ivar Bjornson στον πατέρα του Bjorn (εξ ου και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Bjornson, δηλαδή γιός του Bjorn). Οι Borknagar δεν απέφυγαν τη σύγκριση με το ντεμπούτο τους όπως ήταν αναμενόμενο, απέφυγαν όμως τον σκόπελο του να γίνουν μια μπάντα όπως όλες οι άλλες και να βγάλουν ένα δίσκο μόνο για να τον βγάλουν απλά. Πιστοί στο ετήσιο ραντεβού τους με την δισκογραφία, οι Borknagar με κάποιες καίριες αλλαγές προχωρούν στο τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο “The Archaic Course”. O I.C.S. Vortex (κατά κόσμον Simen Hestnæs αλλά ακούει και στον όρο «παιδί-βιολι») είναι η μεγάλη μεταγραφή στα φωνητικά στη θέση του Garm ο οποίος αποχώρησε μέσα στο 1997, ενώ αυτή τη φορά προσλαμβάνεται και δεύτερος κιθαρίστας στο πλευρό του Brun, o Jens F. Ryland ο οποίος έμελλε να μακροημερεύσει μάλιστα για τα επόμενα 18 χρόνια σε δυο σπαστές περιόδους (1997-2003 και (2007-2018) και έξι άλμπουμ που πήρε μέρος. Έτσι οι Borknagar για πρώτη φορά έγιναν εξαμελής μπάντα και ο ήχος του “The Archaic Course” παρέπεμπε αυτή τη φορά ιδιαίτερα στους Arcturus, και πως όχι όταν ο I.C.S. Vortex έγινε συνώνυμο με την ανατριχιαστική του ερμηνεία στο “The Chaos Path” από το “La Masquerade Infernale” (δίσκος - σταθμός ζωής, τα έχω γράψει σε άλλο αφιέρωμα για τους Arcturus, διαβάστε τα από’κει). Η διάκριτη μελωδικότητα στο “The Archaic Course” είναι έντονη και εντοπίζεται ακόμα κι από άσχετους με το αντικείμενο. Κι όμως οι Borknagar παρότι ξανά διαφορετικοί, για τρίτο σερί δίσκο, έχουν τον τρόπο να ακούγονται ξεχωριστοί και χωρίς να έχουν πάθει κρίση ταυτότητας. Τα ξεσπάσματα δεν λείπουν, ο Garm πήρε τη φωνή του αλλά όχι και την ταυτότητα της μπάντας και έτσι το πέρασμα σε διαφορετικές φόρμες έγινε πάλι επιτυχημένα με ένα υψηλής ποιότητας άλμπουμ. Παρότι πάντα υπήρχαν οι φωνές που επέμεναν ότι κακώς δεν γύρισαν πίσω στις εποχές του ντεμπούτου τους, άλλοι με τη σειρά τους σεβάστηκαν το συγκρότημα για τη στάση που κράτησε. Η μικρή διάρκεια του δίσκου (2ο μικρότερο της καριέρας του με μόλις 37μιση λεπτά) βοήθησε στο να αφομοιωθεί και το 1999 γίνεται τελικά η πρώτη χρονιά που οι Borknagar δε θα κυκλοφορούσαν δίσκο!
Η χρονιά στιγματίζεται από τον θάνατο του Grim στις 4 Οκτωβρίου λόγω κατάποσης υπερβολικής δόσης χαπιών για την αϋπνία. Ήταν μόλις λίγες μέρες πριν κλείσει τα 30 (γεννημένος στις 23/12/1969). Το συγκρότημα πήρε βοήθεια από τον Nicholas Barker αλλά και τον… Justin Greaves, ιθύνοντα νου πλέον των Crippled Black Phoenix, μέχρι να καταλήξει τελικά στον Asgeir Mickelson, ενώ έκτοτε το συγκρότημα συνοδεύει ο φοβερός Lazare (Lars Are Nedland), αρχικά ως πληκτράς και στη συνέχεια ως πιο μόνιμος τραγουδιστής. Σε περίπτωση που δεν έχετε ακούσει τους Age Of Silence ή τους Solefald που συμμετείχε, έχετε χάσει μεγάλο μέρος του νοήματος της ζωής, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και το άλμπουμ του με τους Black Void που συστήνεται ανεπιφύλακτα. Το 2000 και η νέα χιλιετία μπαίνουν αρχικά με μια split κασέτα (κι όμως) από πλευράς Century Media ονόματι “Shattering The Barriers” με τη συμμετοχή των Dark Tranquillity, The Gathering και… Angel Dust μαζί με τους Borknagar, Στις 17 Απριλίου κυκλοφορεί ο 4ος δίσκος ονόματι “Quintessence”, ή όπως αρέσκονταν να το αποκαλούν, «το κόκκινο» από το χαρακτηριστικό του εξώφυλλο. Η παρουσία του Lazare κάνει εμφανή την αλλαγή ήχου, καθώς τα πλήκτρα κυριαρχούν σε πολύ μεγάλο –αλλά όχι ενοχλητικό- βαθμό στο δίσκο, ενώ το γεγονός ότι είναι λίγο τ(ρ)αχύτερο από τον προκάτοχο του, του έδωσε έξτρα πόντους.
Να σημειωθεί ότι μετά την αποχώρηση του K. Lie, το μπάσο στο δίσκο ανέλαβε ο ίδιος ο I.C.S Vortex, ψυχάρα με τα όλα του, δεν άφησε να φανεί το κενό. Ο δίσκος επανέφερε στις τάξεις του συγκροτήματος οπαδούς οι οποίοι σκέφτηκαν να τους εγκαταλείψουν μετά το “The Archaic Course” και γενικώς θεωρείται ως ένα άλμπουμ μιας νέας στροφής ήχου, τίποτα το μη γνώριμο για τους Borknagar δηλαδή. Εδώ να γίνει μια παρένθεση καθώς ο εκάστοτε παραγωγός και στούντιο είχε τον αντίκτυπο του σε κάθε δίσκο τους μέχρι στιγμής. Έτσι μετά την παραγωγή του Pytten στα Grieghallen για το ντεμπούτο και του Waldemar Sorychta στα γνώριμα της Century Media, Woodhouse Studio στα 2 επόμενα άλμπουμ, εδώ σειρά είχαν τα Abyss Studio και ο Peter Tägtgren στην παραγωγή (γνωρίζατε ότι το πρώτο του όνομα είναι Alf και το Peter είναι το δεύτερο; Αν όχι μόλις το μάθατε)! Δυστυχώς μετά την ολοκλήρωση του δίσκου, ο I.C.S. Vortex αποχώρησε για να μπει στους Dimmu Borgir (με θαυμαστά αποτελέσματα), κίνηση καριέρας σίγουρα, αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι είχε βάλει το χεράκι του και ο Brun με τον οποίο είχαν έρθει σε τέλμα.
Μεγάλη απώλεια μετά κι από αυτή του Garm, με τους Borknagar να χάνουν και δεύτερο χαρισματικό τραγουδιστή. Αν όμως μια φορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «συνηθισμένα τα βουνά στα χίόνια», εδώ ταιριάζει τόσο γάντι και δεδομένου ότι οι αλλαγές δεν ήταν κάτι νέο, ο πολυμήχανος Brun βρήκε πάλι τη λύση! Νέα μεγάλη προσθήκη ο ίδιος ο Vintersorg, mainman του επώνυμου συγκροτήματος του, κατά κόσμος γνωστότερος ως Andreas Hedlund ή απλά Mr. V όπως αρέσκεται στη σκηνική του παρουσία. Επίσης έχουμε είσοδο μπασίστα με τον Tyr (Jan Erik Tiwaz το πραγματικό του όνομα) να εισέρχεται στο συγκρότημα και πάλι να έχουμε εξαμελή κατάσταση. Χωρίς να βάλουν κώλο κάτω και παρά τις αλλαγές, οι Borknagar κυκλοφορούν το 5ο τους άλμπουμ στις 22 Οκτωβρίου του 2001 με τίτλο “Empiricism”. Είναι ίσως και η πρώτη φορά που δεν έχουμε ιδιαίτερες αλλαγές στον ήχο, καθώς κακά τα ψέματα συνεχίζει το μονοπάτι που χαράχθηκε με το “Quintessence” και με πολλούς οπαδούς να τα θεωρούν αδερφά άλμπουμ (πως λέμε “Load”/”Reload” δηλαδή ένα πράγμα, τι όχι;)… Ηχογραφημένο στα Fagerborg Studio και Toproom Studio το καλοκαίρι του 2001 και με παραγωγό τον άγνωστο Børge Finstad, το “Empiricism” σε σημεία είναι πιο πληκτράτο και πιο φρενήρες από τον προκάτοχο του συνεπώς οι Borknagar βρισκόντουσαν σε καλό δρόμο.
Με 50’ διάρκεια ήταν το μεγαλύτερο τους χρονικά άλμπουμ ως τότε, ενώ αποτέλεσε και το τελευταίο της πρώτης θητείας του Jens F. Ryland στις κιθάρες. Ο Vintersorg έχει δώσει το δικό του χρώμα φωνητικά, φοβερός και στα τραχιά φωνητικά, όμορφα μελωδικός στα καθαρά χωρίς να προσπαθεί να ακουστεί ως δεύτερος I.C.S. Vortex (όχι ότι μπορεί και κανείς, αλλά προς τιμήν του το πήγε σε άλλο άκρο), αποτέλεσε έξτρα όπλο στη φαρέτρα του Brun να επεκτείνει το όραμα του. 5 άλμπουμ σε 5 χρόνια για τους Borknagar, καθόλου άσχημα, αντίθετα με τη φήμη τους να μεγαλώνει όλο και περισσότερο και να εδραιώνονται και στους black metal κύκλους αλλά και εκτός αυτών καθώς η progressive αισθητική τους αυξάνονταν με γεωμετρική προοδο. Θα ήταν και η τελευταία φορά που θα είχαμε κυκλοφορίες τους τόσο κοντινές, καθώς μετέπειτα τα κενά ανάμεσα στους δίσκους αυξήθηκαν σημαντικά χωρίς ωστόσο να χάνεται η ποιότητα. Αυτό χρονικά μας μεταφέρει άμεσα στο 2004, όπου ο Tyr έχει προσωρινά φύγει από το συγκρότημα, ο Ryland το ίδιο και έτσι οι Borknagar από εξαμελής μπάντα γίνονται αιφνιδίως κουαρτέτο. Αλλά ως πολυπράγμονες βρίσκουν λύσεις εκ των έσω, έτσι το μπάσο (και κανονικό και άταστο!) παίζει αυτή τη φορά ο ντράμερ Asgeir Mickelson (κι όμως)!
Εδώ ευκαιρία να εκφράσω το πόσο ζηλεύω που όλοι οι Σκανδιναβοί ξέρουν 8 όργανα ο καθένας (μπορεί να λέω και λίγα) και που είναι υποχρεωτικό κατά την εκμάθηση τους στα σχολεία από μικρά παιδιά. Άλλη κουλτούρα, άλλα έθνη, άλλα ήθη και έθιμα. Σε λάθος χώρα γεννηθήκαμε! Για να επιβεβαιωθούν τα παραπάνω, με την απουσία του Ryland και για να μη μείνει μόνος του ο Brun στις κιθάρες, σιγοντάρουν έξτρα μέρση και ο Vintersorg αλλά και ο Mickelson (αγόρι λάστιχο). Έτσι το “Epic” κυκλοφορεί στις 10 Αυγούστου του 2004 και υπάρχει ένας ευδιάκριτος νέος αέρας συνθετικά, σε σημεία θυμίζοντας ακόμα και την αύρα του ντεμπούτου τους, με την προοδευτική αισθητική στη νέα χιλιετία αλλά και πολλά στοιχεία από τα προηγούμενα δυο αδερφά άλμπουμ ηχητικά. Ο Vintersorg πραγματικά ακούγεται ασυγκράτητος και κάνει τις καλύτερες ερμηνείες του σε δίσκο Borknagar, ενώ οι έξτρα πινελιές κιθάρας και από αυτόν και από τον Mickelson έχουν δώσει ένα βαρύτερο ήχο στο δίσκο, με τον Lazare να κάνει… τα δικά του στα πλήκτρα και το αποτέλεσμα να βρίθει ανανέωσης παρότι μιλάμε για το 6ο και μεσαίο –μέχρι στιγμής- άλμπουμ της μεγάλης δισκογραφίας τους.
Πανέμορφη η «τσιτιά» μέσα στο βιβλιαράκι του δίσκου, όπου κάθε τραγούδι εκπροσωπείται με ένα γράμμα, όπου αν όλα ενωθούν, σχηματίζουν την λέξη Quintessence, άμεση παραπομπή στο 4ο άλμπουμ τους. Αυτά τα ωραία μου αρέσουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Εν τω μεταξύ λέω για μεσαίο άλμπουμ ενώ μου φαίνεται τόσο κοντινό και πέρασαν 16 χρόνια και τρελαίνομαι! Στούντιο και παραγωγός δεν αλλάζουν, ο ήχος βαρύτερος όπως είπαμε αλλά καθαρός και όσο τραχύς πρέπει, γενικά ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεύτερης περιόδου των Borknagar. Θα πείτε τώρα πως χωρίζονται οι περίοδοι… Ανά δεκαετία λοιπόν, ‘90s, ‘00s και ‘10s αντίστοιχα (με την ευχή να είμαστε σε θέση σε μερικά χρόνια να μιλάμε για τέταρτη περίοδο στα ‘20s). Και μιλώντας για περιόδους, η δεύτερη περίοδος τελειώνει το 2006 και με το “Origin”. Ένα άλμπουμ που όσο κι αν άλλαζαν μέσα στα χρόνια, μάλλον κανείς δεν περίμενε από τους Borknagar. To line-up ενισχύεται με την επιστροφή του Tyr στο συγκρότημα για να αναλάβει το μπάσο και με το συγκρότημα να φτάνει στο απώτερο άκρο της πιο προοδευτικής πλευράς του, σκάβοντας τις ρίζες του ήχου τους όσο βαθύτερα γινόταν. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Brun, ήταν μια προσπάθεια εξερεύνησης της πιο επικής και προοδευτικής πλευράς τους.
Αυτό είναι και το μικρότερο άλμπουμ τους σε διάρκεια καθώς διαρκεί κάτι λιγότερο από 36’, ενώ έχει και μια επανεκτέλεση του “Oceans Rise” μέσα από το “The Archaic Course”. Κι όμως παρά τη διαφορετικότητα του και παρότι δεν είναι και το μεταλλικότερο άλμπουμ που μπορεί να ακούσει κάποιος, έκανε μεγάλο γκελ στον κόσμο και προκάλεσε θαυμασμό με το θάρρος της μπάντας να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Το “Origin” αποτέλεσε και το τελευταίο τους άλμπουμ με την Century Media βάσει συμβολαίου και έτσι στα τέλη του Δεκεμβρίου του 2007, οι Borknagar συνάπτουν συμφωνία τριών δίσκων με την Νορβηγική Indie Recordings. Οι εξελίξεις δεν σταματούν εδώ, καθώς τον Μάρτιο του 2008, ο Brun ανακοινώνει τον ερχομό ξανά στο συγκρότημα του κιθαρίστα Jens F. Ryland όπως και την επίσημη επανένταξη του Tyr, καθώς στο “Origin” έπαιξε ως session μέλος, ενώ το Μάϊο του 2008 έχουμε την φυγή του ντράμερ Asgeir Mickelson από το συγκρότημα σε τέρμα φιλικό κλίμα και με εκατέρωθεν σεβασμό από κάθε μεριά, λόγω διαφοράς εξέλιξης σε μουσικές ιδέες και οράματα (πςςς…) κι ότι θα παραμείνει παντοτινός φίλος του συγκροτήματος! Στις 22 Ιουλίου του 2008 η Century Media κυκλοφορεί την συλλογή “For The Elements (1996-2006)” με κομμάτια από τα εφτά πρώτα τους άλμπουμ.
Προγραμματισμένο επόμενο άλμπουμ ήταν για τον Ιανουάριο του 2009, με το χρονοδιάγραμμα τελικά να πηγαίνει πίσω ενώ ως νέος ντράμερ ανακοινώθηκε ο Αμερικάνος David Kinkade με θητεία στους Arsis και Malevolent Creation! Τον Απρίλιο του 2009 ανακοινώθηκε ο τίτλος του επερχόμενου δίσκου που θα ήταν “Universal”. Ο δίσκος παρότι προγραμματίστηκε για κυκλοφορία τον Σεπτέμβριο του 2009, δεν βγήκε τελικά πριν τις 22 Φεβρουαρίου του 2010 με το συγκρότημα και πάλι εξαμελές. To “Universal” επαναφέρει τους Borknagar στις γνωστές φόρμες μετά το επιτυχημένο πείραμα του “Origin” και όσο κι αν άρεσε η διαφορετικότητα του τελευταίου, η καρδιά κάποιων οπαδών πήγε στη θέση της ακούγοντας ξανά το αγαπημένο τους συγκρότημα να παίζει όπως παλιά, ξανά με αέρα ανανέωσης και με διάθεση να θέσει μια σταθερή βάση για το μέλλον. Πολύ ωραίο άλμπουμ και ειδικά για εναρκτήρια γνωριμία της μπάντας με την Indie Recordings. Στις αρχές του Ιουνίου του 2010 ο Tyr αφήνει το συγκρότημα λόγω «γενικών διαφωνιών» και λόγω ότι και ο Vintersorg δε μπορούσε να περιοδεύσει, διπλά καθήκοντα μπασίστα/τραγουδιστή ανέλαβε ξανά ο I.C.S. Vortex. Μάλιστα λίγο μετά ανακοινώθηκε η πρώτη τους Νοτιοαμερικάνικη περιοδεία, η οποία δυστυχώς στα τέλη του Αυγούστου ακυρώθηκε για λόγους «πέρα από τον έλεγχο» του συγκροτήματος.
Τον Ιανουάριο του 2011 το συμβόλαιο τριών δίσκων με την Indie Recordings τερματίζεται (!) και η Century Media που καραδοκεί αναγνωρίζοντας το λάθος της, τους υπογράφει ξανά για συμβόλαιο τριών δίσκων. Τον Απρίλιο του 2011 ανακοινώνεται η επίσημη επιστροφή του I.C.S. Vortex στο συγκρότημα σε μπάσο και φωνητικά ενώ μέσα στον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο David Kinkade ανακοινώνει την από κοινού απόφαση του με το συγκρότημα να χωρίσουν οι δρόμοι τους για να συγκεντρωθεί στους Soulfly! Παρόλα αυτά, θα προλάβει να παίξει και στο επόμενο άλμπουμ της μπάντας με τίτλο “Urd” το οποίο κυκλοφορεί στις 26 Μαρτίου του 2012 και αποτελεί τον πρώτο δίσκο που συνυπάρχουν από κοινού οι I.C.S. Vortex/Vintersorg/Lazare στα φωνητικά, κοινώς φωνητικό πανηγύρι από άλλη διάσταση όσο ελάχιστες φορές. To “Urd” είναι μια θριαμβευτική επιστροφή στην Century Media, Borknagar up-tempo όσο ελάχιστες φορές με τον τίτλο να παραπέμπει σε κάτι πιο γήινο σε σχέση με το “Universal”. Urd είναι το όνομα μιας norn, η οποία εκπροσωπεί το παρελθόν όταν αποφασίζει τη μοίρα των ανθρώπων. Οι norns γενικά στη Σκανδιναβική μυθολογία ήταν θεότητες που σχημάτιζαν την πορεία της ανθρώπινης μοίρας. Σύμφωνα με τον Brun, Urd είναι μια ευθεία παραπομπή στο σημερινό DNA και την πορεία της ζωής μέσα στα χρόνια.
Με τον I.C.S. Vortex ξανά στο προσκήνιο και την φωνή του να συγκρούεται με του Vintersorg και τον Lazare ύπουλα από πίσω να σιγοντάρει, μιλάμε για δίσκο που θεωρήθηκε –τι έκπληξη- ξανά μια νέα αρχή για το συγκρότημα και σε πολλούς οπαδούς αρέσει να αναφέρεται ως η αρχή μιας άτυπης τριλογίας. Στις 22 Φεβρουαρίου λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, ανακοινώνεται ως νέος ντράμερ ο Baard Kolstad, αν το όνομα σας λέει κάτι, είναι ένας από τους τρεις κορυφαίους ντράμερ του σήμερα και αρκετά πριν πάει στους Leprous, έχοντας παίξει με τον I.C.S. Vortex πρωτύτερα. Ο τύπος είναι μηχανάκι το οποίο οι Borknagar εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο για τα επόμενα 6 χρόνια, με το μόνο κακό της υπόθεσης να είναι ότι έπαιξε μόνο σε ένα δίσκο τους. Αλλά τι δίσκο! Εντός 2014-2015 η μπάντα δουλεύει πυρετωδώς για τον διάδοχο του “Urd” αλλά τα σχέδια πάνε πίσω καθώς μέσα στο 2014 ο Vintersorg τραυματίζεται σοβαρά, όμως έχουμε μια επιστροφή από τα παλιά, με τον Garm να βοηθάει το συγκρότημα με guest φωνητικά και έτσι το 2016 μπαίνει θριαμβευτικά και στις 21 Ιανουαρίου κυκλοφορεί το εντυπωσιακό “Winter Thrice”. Πριν την κυκλοφορία του δίσκου έχει βγει το καταπληκτικό βίντεο για το ομότιτλο κομμάτι, όπου συνυπάρχουν Garm. I.C.S. Vortex, Vintersorg και Lazare σε σύμπραξη που δημιουργεί εγκεφαλικά!
Βλέποντας αρκετοί και τον Kolstad να παίζει ότι δεν παίζεται, ονειρεύονται λαμπρό το μέλλον των Borknagar, ενώ να σημειωθεί ότι ο ομόσταυλος του Kolstad στους Leprous μπασίστας Simen Daniel Borven ανέλαβε το μπάσο στο δίσκο ως session. Καταπληκτικό άλμπουμ το “Winter Thrice” με τους Borknagar να έχουν να ακουστούν τόσο φρέσκοι ίσως και… δεκαετίες, με τρομερή ανυψωτική διάθεση και με τραγουδάρες που έδεσαν μεταξύ τους αρμονικά και εκτόξευσαν την δημοτικότητα τους εκείνη τη στιγμή. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έκτοτε η μπάντα απολαμβάνει τη μεγαλύτερη έκθεση της στο κοινό και ίσως για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, ο κόσμος πήρε λίγο χαμπάρι ποια είναι η αξία τους. Άδικο μεν να μην έχει γίνει πριν, από την άλλη νομοτελειακό και κάλλιο αργά παρά ποτέ. Δυστυχώς για κάθε τι καλό υπάρχει κάτι αρνητικό (ή και τούμπαλιν) κι έτσι μετά από πάρα πολλά χρόνια, ο Vintersorg αφήνει το συγκρότημα λόγω συγκρουόμενων υποχρεώσεων μεταξύ της δουλειάς του και της οικογένειας του και του απόηχου του τραυματισμού του το 2014. Ο χωρισμός έγινε σε θετικότατο κλίμα με το ενδεχόμενο να είναι καλεσμένος της μπάντας στο μέλλον να μην έχει αποκλειστεί. Δυστυχώς και ο Kolstad θα αποχωρήσει για να αφοσιωθεί στους Leprous και τα άλλα project του.
Ο Kolstad πριν την αποχώρηση του ωστόσο θα προτείνει στο συγκρότημα τον Bjørn Dugstad Rønnow για τη θέση στο σκαμνάκι, ενώ ως lead κιθαρίστας θα προστεθεί ο Jostein Thomassen καθώς παρελθόν θα αποτελέσει ξανά –οριστικά αυτή τη φορά- ο Jens F. Ryland. Έτσι τρείς απώλειες μεγάλες αντικαθίστανται από δυο νέα μέλη. Κάτι λείπει θα πείτε, αλλά ο I.C.S. Vortex κι ο Lazare ειδικά έχουν άλλη γνώμη, με τον τελευταίο να βγαίνει μπροστά και σαν lead τραγουδιστής αυτή τη φορά και να αφήνει το στίγμα του στο τελευταίο μέχρι στιγμής και καλύτερο άλμπουμ στην ιστορία της μπάντας μετά το ομότιτλο ντεμπούτο! Καλά διαβάζετε, οι Borknagar στις 27 Σεπτεμβρίου του 2019 (ανήμερα της επετείου του χαμού του Cliff Burton) βγάζουν όχι απλά ένα κορυφαίο άλμπουμ με τίτλο “True North” αλλά ένα θεμέλιο λίθο όλης της μεταλλικής δεκαετίας που μας πέρασε. Τι να πει κανείς για το υπέροχο σύνολο αυτού του δίσκου και τις δυο βιντεάρες, αρχικά με το υπερκεφάτο και ανεβαστικότατο “Up North” και στη συνέχεια με το “Voices” που κλείνει το δίσκο κι έχει γίνει σύνθημα στα χείλη όλων των οπαδών όλων των ειδών.
Ο δίσκος πάει τη μπάντα καροτσάκι, τους μαθαίνουν και οι τελευταίοι… άπιστοι, ενώ έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ήσασταν από καμία μεριά και να βλέπατε όσους τους γνώρισαν από παλιά, το πώς ως παρατηρητές έβλεπαν τη μπάντα να γίνεται παγκοσμίως γνωστή πλέον και να μην το πιστεύει κανείς. Σε προσωπικό δεδομένο αν μου λέγανε κάποτε ότι οι Borknagar θα έχουν βγάλει δυο τόσο τεράστιες χιτάρες οι οποίες θα πλησιάζουν αμφότερες το 1.000.000 προβολών στο youtube το πιθανότερο είναι να ανέφερα ότι είστε για δέσιμο. Να όμως που έγινε πραγματικότητα και το Ελληνικό κοινό δε θα μπορούσε να δει για πρώτη φορά αυτό το συγκρότημα σε καλύτερη στιγμή της καριέρας τους. Σκεφτείτε λίγο I.C.S. Vortex/Lazare να «πολεμάνε» επί σκηνής με τις φωνές τους και με τον αρχηγό Brun να κρατάει τα μπόσικα. Κι αν ο ξανθός ψηλός είναι για δέσιμο και τον ξέρουμε καλά όπως κι αυτός εμάς, ο Lazare στο φυσικό του πόστο ως ηγετική μορφή με τη φωνάρα του μπροστά είναι τρισμέγιστο προνόμιο. 27 χρόνια μετά και απόλυτα δίκαια, μέσα από πολλές αλλαγές, προσωπικό κόστος και ιδιαίτερη ταυτότητα, οι Borknagar είναι έτοιμοι να συστηθούν επίσημα στους Έλληνες υποσχόμενοι μια αξέχαστη εμφάνιση. Το λιγότερο δείγμα ευχαριστίας από την πλευρά μας για την προσφορά τους είναι να είμαστε εκεί και να τους χειροκροτήσουμε για όλες τις χαρές που μας έδωσαν, όπως και για αυτές που έρχονται.
Το κατάλληλο κύμα δροσιάς από τον παγωμένο βορρά εν μέσω καύσωνα!
Άγγελος Κατσούρας.
Οι Borknagar θα εμφανιστούν για πρωτη φορα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα στις 27 και 28 Αυγούστου!
Fb Event: https://www.facebook.com/events/2838265792884307